Σκληρή επίθεση με βαριές κατηγορίες εξαπέλυσε ο Πούτιν κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη, για την απόφασή να χορηγήσει την αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ads

Στην παραδοσιακή συνέντευξη Τύπου, την 14η του Ρώσου προέδρου από το 2000, όπου διαπιστεύθηκαν περισσότεροι από 1.700 δημοσιογράφοι, ο Πούτιν δεχόμενος σχετική ερώτηση, δήλωσε: «Η τρέχουσα κατάσταση που επικρατεί στην Ορθοδοξία είναι απίστευτη. Συνιστά άμεση παρέμβαση του κράτους στην εκκλησία και στη θρησκευτική ζωή. Αυτό έχει να συμβεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία. Δημιουργήθηκε η αποκαλούμενη «ενωμένη σχισματική εκκλησία της ενορίας της Κωνσταντινούπολης» και σε όποιον δεν αρέσει η ρωσική ενορία μπορεί να επιλέξει την ενορία της Κωνσταντινούπολης. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου της Μόσχας ήταν απολύτως αυτόνομη. Ελάχιστοι άνθρωποι το γνωρίζουν αυτό. Ουσιαστικά ήταν μία απολύτως ανεξάρτητη Εκκλησία που είχε το δικαίωμα να εκλέγει μέχρι και τους δικούς της ιεράρχες. Η μόνη σύνδεση που είχε με τη Ρωσία ήταν πνευματική».

«Κατά τη διάρκεια των κηρυγμάτων απλώς ανέφεραν το όνομα του Παναγιώτατου Πατριάρχη της Μόσχας και πασών των Ρωσιών. Αυτό ήταν όλο. Και δείτε τώρα την εξάρτηση που έχουν από την Τουρκία και το “τουρκικό πατριαρχείο”: εκεί γίνονται οι διορισμοί, εκεί βρίσκονται τα χρήματα που είναι το κύριο. Το κύριο κίνητρο του Βαρθολομαίου ήταν να υπάγει στην δικαιοδοσία του την ουκρανική εκκλησία και στη συνέχεια να αποκομίσει οφέλη από αυτήν. Νομίζω ότι, αυτό ήταν το κύριο κίνητρο, εκτός φυσικά από τις υποδείξεις της Ουάσιγκτον. Το γεγονός ότι ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών τηλεφώνησε για το θέμα αυτό στο Κίεβο και συζήτησε το θέμα αυτό, είναι κάτι το αδιανόητο, το εντελώς ανεπίτρεπτο. Κάτι τέτοιο στοχεύει στη διεύρυνση του ρήγματος ανάμεσα στους Ρώσους και τους Ουκρανούς» κατέληξε η επίμαχη δήλωση του Βλαντιμίρ Πούτιν.

Για ακραία και απαράδεκτη απόφαση «της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας, του αδελφού Πατριαρχείου της Μόσχας», να διακόψει την ευχαριστιακή Κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έκανε λόγο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, στην ομιλία του προς τα μέλη της ρωσόφωνης παροικίας στην Κωνσταντινούπολη.

Ads

Ο Πατριάρχης, εξήγησε ότι τέτοιες λυπηρές καταστάσεις δημιουργούνται όταν στα δικαιοδοσιακά, τα καθαρώς εκκλησιολογικά και Κανονικά πράγματα της Εκκλησίας, αναμειγνύονται ο εθνικός και ο φυλετικός παράγοντας. Υπογράμμισε μάλιστα, ότι ο εθνοφυλετισμός καταδικάστηκε σε Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε το 1872 στην Κωνσταντινούπολη, ως αίρεση.

Πατρίς, θρησκεία, Ρωσία

Σύμφωνα και με την ανάλυση της Le Monde Diplomatique, o Πούτιν και η κυβέρνησή του έχουν οικοδομήσει μια αμοιβαία επωφελή σχέση με την αναγεννημένη Ορθόδοξη Εκκλησία, ένα βασικό στοιχείο του νέου εθνικισμού της χώρας.

Στην τελετή για τον νέο ναό της Μονής Sretensky από τον πατριάρχη της Μόσχας και πασών των Ρωσιών Κύριλλο, τον περασμένο Μάιο, ο Πούτιν ήταν εκεί. Ο  νέος ναός στο χτίστηκε για την 100ή επέτειο των επαναστατικών  γεγονότων  του 1917, ως σύμβολο της καταστολής της δεκαετίας του 1930 και είναι αφιερωμένος στη μνήμη των μαρτύρων των αντιθρησκευτικών διώξεων.

Η απόφαση να την αφιερώσουμε στο 100ό έτος της οκτωβριανής επανάστασης είναι «βαθιά συμβολική», δήλωσε ο Πούτιν στην τελετή. «Γνωρίζουμε πόσο εύθραυστη είναι η πολιτική ειρήνη και δεν πρέπει να ξεχνάμε πόσο δύσκολο είναι να θεραπεύσουμε τις πληγές που γεννιούνται από σχίσματα. Ως εκ τούτου, είναι κοινό μας καθήκον να κάνουμε ό, τι μπορούμε για να διατηρήσουμε την ενότητα του ρωσικού έθνους» πρόσθεσε.

Γεγονός είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής, αλλά ήταν μια δύσκολη περίοδος γι’ αυτήν: οι μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν ως «εχθρό» τον κλήρο, ο οποίος είχε στενούς δεσμούς με το τσαρικό καθεστώς και από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μόνο 250 ενορίες παρέμειναν δραστήριες από τις 54.000 το 1914. Όταν όμως η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση, ο Στάλιν αποκατέστησε την Εκκλησία για να στηρίξει την αντίσταση του ρωσικού λαού.

Η επανένταξη του κλήρου το 1943 ήταν υπό στενή εποπτεία της μυστικής αστυνομίας και του Συμβουλίου για τις Υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και αν και η διακριτική λατρεία έγινε ανεκτή, απαγορεύτηκε στην Εκκλησία να πάρει μέρος στη δημόσια ζωή. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, πολλοί Ρώσοι επέστρεψαν στον Θεό: το 1991, μόνο το ένα τρίτο χαρακτηριζόταν ως Ορθόδοξοι, αλλά μέχρι το 2012 ο αριθμός αυτός έφτασε σχεδόν τα τρία τέταρτα. Οι μουσουλμάνοι ήταν απλώς μια μικρή μειοψηφία του 7%.

Ως φαίνεται, κράτος και Εκκλησία έχουν έρθει σε μια αμοιβαία «κερδοφόρα» κατανόηση. Ο Alexei Beglov, ένας από τους κορυφαίους ειδικούς και συμβούλους της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία, υποστηρίζει: «Μετά από δεκαετίες παραγκωνισμού, η Εκκλησία θέλει να αυξήσει την ορατότητα και την επιρροή της σε τομείς που είναι σημαντικοί για αυτήν: την οικογένεια, τον έλεγχο των γεννήσεων, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και την ηθική. Και μέχρι στιγμής το πετυχαίνει».

Η άσκηση πίεσης από τους ορθόδοξους όντως εξασφάλισε μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση που κατέστησαν υποχρεωτικά τα μαθήματα «των αρχών των θρησκευτικών πολιτισμών και της κοσμικής δεοντολογίας». Από το 2012, οι γονείς έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν το μάθημα που ταιριάζει με την πίστη τους, αν και σε πολλές περιπτώσεις οι περιορισμένοι πόροι περιορίζουν τις επιλογές.

Η Εκκλησία έχει αρκετούς και σημαντικούς φίλους σε υπουργεία, όπως το Παιδείας και Υγείας και για πολλούς εντός της το να είσαι ορθόδοξος χριστιανός σημαίνει να είσαι πατριώτης και να αγαπάς τη Ρωσία. Έτσι, η ρωσική εκκλησία έχει άποψη και επιρροή για το AIDS, θεωρώντας ότι έχει «ανήθικη» αιτία, για τις αμβλώσεις, τις οποίες μάχεται, για την ποινική αντιμετώπιση των ανήλικων παραβατών, επιδιώκοντας την ενότητα της οικογένειας, ενώ οι δραστηριότητες ορισμένων υπερ-ορθόδοξων ομάδων προχωρούν πολύ περισσότερο, όπως το αίτημα για απαγόρευση της ταινίας «Matilda» του Alexey Uchitel, η οποία αφορούσε την σχέση μεταξύ του Τσάρου Νικολάου Β και μιας μπαλαρίνας, το «κυνήγι» της φεμινιστικής μπάντας Pussy Riot, λέγοντας ότι «παραβιάζουν τα συναισθήματα των Ορθοδόξων πιστών».

Σχεδόν το 30% των Ρώσων που χαρακτηρίζουν τους εαυτούς τους ως Ορθόδοξους λένε ότι δεν πιστεύουν στο Θεό και μόνο το 3% πηγαίνουν στην εκκλησία μία φορά την εβδομάδα ή περισσότερο, πολύ πιο πίσω από τους διαμαρτυρόμενους στις ΗΠΑ (48%). Η έλλειψη εκκλησιών σε μια λογική απόσταση εξηγεί μόνο εν μέρει τη χαμηλή προσέλευση, αφού οι πολλές εκκλησίες της Μόσχας είναι συχνά κενές.

image

Η θρησκεία ως εθνική

Αν και οι περισσότεροι Ρώσοι περιγράφουν τους εαυτούς τους ως Ορθόδοξους, αυτό είναι λιγότερο δήλωση θρησκευτικής πεποίθησης και περισσότερο εθνικός προσδιορισμός. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μια προσέγγιση με την Εκκλησία είναι ελκυστική για το Κρεμλίνο, το οποίο από το 1991 εργάζεται για να θέσει τα ιδεολογικά θεμέλια ενός εθνικού κράτους. Η Ορθοδοξία αποτελεί μέρος της εθνικής ταυτότητας, όπως διατυπώθηκε ήδη από τον Sergey Uvarov, υπουργό Παιδείας υπό τον Νικολάο Α΄ (1825-55), ο οποίος είδε την «Ορθοδοξία, απολυταρχία και εθνικότητα» ως τον πυρήνα της Ρωσίας όταν προσπαθούσε να προστατεύσει τη χώρα του από τη «μόλυνση» των γαλλικών επαναστατικών ιδεών, της ισότητας της ελευθερίας και της αδελφοσύνης.

Υπό την προεδρία του Μπόρις Γέλτσιν, το 1997, η αρχή του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους που θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1993 υπονομεύθηκε με έναν νόμο που αναγνώριζε τον «ειδικό ρόλο της Ορθοδοξίας στην ιστορία της Ρωσίας, στην εξέλιξη και την ανάπτυξη της πνευματικότητας και του πολιτισμού της».

Ο ιδιαίτερος ρόλος της Ορθοδοξίας έγινε πιο συγκεκριμένος από τον Ρώσο πρωθυπουργό Ντμίτρι Μεντβέντεφ. Όταν συνεχάρη μάλιστα τον νέο πατριάρχη Κύριλλο, του μετέφερε τη θέληση και επιδίωξή του «για την προώθηση της εθνικής ανάπτυξης και την ενίσχυση των πνευματικών αξιών, που είναι αδιαίρετα».

Φορολογικές εκπτώσεις για την Εκκλησία

Υπό την ηγεσία Μεντβέντεφ και Πούτιν, η Εκκλησία απολάμβανε σημαντικές φορολογικές εκπτώσεις για το τεράστιο εισόδημά της: 5,6 δισεκατομμύρια ρούβλια (99 εκατομμύρια δολάρια) το 2014. Αν και η Ρωσία μάλιστα είχε πληγεί σκληρά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, ο Μεντβέντεφ δαπάνησε 6 δισ. ρούβλια μεταξύ του 2008 και του 2010 για την ανέγερση εκκλησιών σε ολόκληρη τη χώρα. Το κράτος υποσχέθηκε επίσης να επιστρέψει την εκκλησιαστική περιουσία που κατασχέθηκε από τις σοβιετικές αρχές. Σε αντάλλαγμα, ο Κύριλλος συμφώνησε να υποστηρίξει το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, το οποίο περιελάμβανε περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και το «άνοιγμα» της ρωσικής πολιτικής στον πλουραλισμό.

image

Αυτή η σχέση αμοιβαίας βοήθειας έγινε σαφέστερη όταν ο Πούτιν επανεκλέχθηκε πρόεδρος το 2012. Ο Πούτιν αποφάσισε να κινητοποιήσει τους ανθρώπους όχι γύρω από τον εαυτό του, αλλά γύρω από την υπεράσπιση των παραδοσιακών ρωσικών αξιών κατά της Δύσης.

«Χωρίς τα πρότυπα ηθικής που έχουν διαμορφωθεί κατά τη διάρκεια των χιλιετιών, οι άνθρωποι θα χάσουν αναπόφευκτα την αξιοπρέπειά τους», δήλωσε χαρακτηριστικά το 2013. Ένα χρόνο αργότερα, είπε στο ίδιο ακροατήριο: «Για να υπάρξει κοινωνία, πρέπει να υπάρξει στήριξη και σεβασμός στις παραδόσεις μας και στη θρησκεία μας».

Ορθοδοξία πέραν των συνόρων

Η Ορθοδοξία, ως συστατικό του πατριωτισμού, είναι επίσης ένα καλό μέσο για την προβολή της Ρωσίας πέραν των εθνικών της συνόρων. Το Πατριαρχείο της Μόσχας αξιώνει σχεδόν 150 εκατομμύρια πιστούς παγκοσμίως, ειδικά γύρω από την πρώην ρωσική αυτοκρατορία. Λίγο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, ο Πούτιν υπενθύμισε στους Ρώσους ότι η χερσόνησος ήταν ο τόπος όπου βαφτίστηκε ο Άγιος Βλαντιμίρ, που «προκαθορίζει τη βάση του πολιτισμού και των αξιών που ενώνουν τους πολίτες της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας».

Η σύγκλιση των απόψεων του Κυρίλλου και του Πούτιν δεν είναι πάντα τέλεια, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα πρόβλημα για το Κρεμλίνο. Η ανησυχία του Κυρίλλου για τη μεγάλη ορθόδοξη κοινότητα της Ουκρανίας τον έκανε γέφυρα μεταξύ της ουκρανικής κυβέρνησης και των αυτονομιστών ανταρτών της περιοχής του Ντομπάς, με την υποστήριξη της Ρωσίας. Τον περασμένο Δεκέμβριο, η διαμεσολάβηση του Πατριαρχείου Μόσχας εξασφάλισε την ανταλλαγή περισσότερων από 300 αιχμαλώτων και από τις δύο πλευρές.

Το 2016 τα εγκαίνια του Ρωσικού Ορθοδόξου Πνευματικού και Πολιτιστικού Κέντρου στο Παρίσι ήταν μια ευκαιρία για την Ορθόδοξη Εκκλησία να λάμψει σε μια δυτική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τον ερευνητή Marlène Laruelle, η εγκατάσταση, η οποία περιλαμβάνει έναν καθεδρικό ναό, ένα σχολείο και ένα πολιτιστικό κέντρο, κοστίζει 185 εκατομμύρια δολάρια, επιβεβαιώνοντας «τη χρήση της Ορθοδοξίας ως στοιχείο της ρωσικής δύναμης».

Ο Kathy Rousselet, εμπειρογνώμονας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, λέει: «Ο βασικός παράγοντας δεν είναι η επιρροή της Εκκλησίας στην καθημερινή ζωή ή στις καθημερινές πρακτικές» αλλά το «συμβολικό κεφάλαιο». Ένα κεφάλαιο, το οποίο για πολλούς είναι άκρως επικίνδυνο και συχνά γεννά τέρατα.