Μετά το σοκ της νίκης πολλοί αναλυτές και πολιτικοί αναρωτιούνται γιατί οι Αμερικανοί ψηφοφόροι επέλεξαν μια τόσο διχαστική προσωπικότητα όπως ο Τραμπ για Πρόεδρο;

Για τους Δημοκρατικούς, η απάντηση είναι ζωτικής σημασίας: πήγαν πολύ αριστερά και έχασαν τους μετριοπαθείς ή μήπως, τελικά, απέτυχε ο κεντρώος νεοφιλελευθερισμός που ακολούθησαν όλοι οι Δημοκρατικοί πρόεδροι από τον Κλίντον και μετά;

Για τον βραβευμένο με Νόμπελ οικονομολόγο και συγγραφέα Τζόζεφ Στίγκλιτς, η απάντηση είναι σαφής. Η νίκη Τραμπ αποκαλύπτει τη βαθιά αποτυχία του φιλελευθερισμού και το αδιέξοδο στο οποίο έχουν οδηγήσει οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών.

Τα τελευταία 40 χρόνια νεοφιλελευθερισμού έχουν αφήσει στην αμερικανική κοινωνία τεράστια ανισότητα, στασιμότητα για τα μεσαία στρώματα, προβλήματα επιβίωσης για τους πιο αδύναμους και μείωση του προσδόκιμου ζωής.

Το κυρίαρχο μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, σκότωσε το αμερικανικό όνειρο, υποστηρίζει ο Στίγκλιτς. Kαι παρόλο που ο πρόεδρος Μπάιντεν και η Κάμαλα Χάρις αποστασιοποιήθηκαν από αυτό, ως εκπρόσωποι του κατεστημένου παρέμειναν συνδεδεμένοι με ό,τι άφησε πίσω του.

Η εμφανής οικονομική σταθερότητα σε σχέση και με τους υπόλοιπους G7 για την οποία επαίρεται ο Μπάϊντεν, δεν έπεισε τους Αμερικανούς που δεν έχουν ξεχάσει ότι οι «Δημοκρατικοί άφησαν ανεξέλεγκτο τον χρηματοπιστωτικό τομέα επί κυβέρνησης Κλίντον, διέσωσαν τις τράπεζες στη συνέχεια, για να πληρώσουν το μάρμαρο οι ιδιοκτήτες ακινήτων, οι δανειολήπτες και οι εργαζόμενοι που έχασαν τις δουλειές τους. Ούτε την ευημερία για όλους που υποσχέθηκε ο Κλίντον, προωθώντας σιωπηρά ένα trickle down μοντέλο με πολιτικές που ευνοούσαν την παγκοσμιοποίηση, την απελευθέρωση της αγοράς και τους λίγους, και η οποία δεν έφτασε ποτέ στους πολλούς. Χωρίς να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πολιτών, για πολλούς αμερικανούς ψηφοφόρους η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων ήταν ότι οι Δημοκρατικοί δήλωσαν ότι συμπάσχουν με εκείνους που έχασαν».

Όπως υπογραμμίζει ο Στίγκλιτς σε άρθρο του στο Project Syndicat η νίκη Τραμπ ήταν μια κραυγή αντίδρασης, παρά οτιδήποτε άλλο. Πιεσμένοι από την οικονομική ανασφάλεια και τις κοινωνικές ανισότητες οι Αμερικανοί ψήφισαν τον Τραμπ για να «τα βάλουν με το κατεστημένο», αλλά και επειδή πολλοί μάλλον πιστεύουν ότι θα τους στηρίξει.

«Δεν πρόκειται να το κάνει», επισημαίνει ο νομπελίστας οικονομολόγος. Από την πρώτη του θητεία και την προεκλογική του εκστρατεία είναι απολύτως σαφές ότι ο Τραμπ δεν προτίθεται να εφαρμόσει πολιτικές που θα προσφέρουν πραγματικές λύσεις στα προβλήματα του αμερικανικού λαού. Αντιθέτως, «προτιμά να μειώσει τη φορολόγηση των δισεκατομμυριούχων και των μεγάλων εταιρειών, να καταργήσει το νόμο Obamacare για την πρόσβαση στην περίθαλψη και να επιβάλει σαρωτικούς δασμούς, οι οποίοι στην ουσία θα αποτελέσουν επιπλέον φόρους για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις».

Και όπως προβλέπει, «το πιθανότερο είναι από τους δασμούς να υπάρχουν εξαιρέσεις, προφανώς εξαγορασμένες, ήδη, από τις προεκλογικές εισφορές, που θα προκαλέσουν αντίποινα και απώλεια θέσεων εργασίας για πολλούς Αμερικανούς».

Σύμφωνα με τον Στίγκλιτς, ο Τραμπ θα δημιουργήσει και τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, που θα οδηγήσουν σε υψηλά επιτόκια και σε λιγότερες επενδύσεις. Εάν προχωρήσει και στην κατάργηση του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού, αντί να προστατεύσει τον μέσο Αμερικανό, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα και σε ανατροπές σε κοινωνικά και οικονομικά κεκτημένα όπως η ιατρική περίθαλψη και οι δημόσιες υπηρεσίες.

Όλα αυτά είναι χειρότερα από τον νεοφιλελευθερισμό, ο οποίος τουλάχιστον υποτίθεται ότι προωθούσε ανταγωνιστικές, ανόθευτες αγορές, λέει ο Στίγκλιτς. Τα «trumponomics» είναι ένας στρεβλός καπιταλισμός, που βασίζεται στην αρχή ότι το χρήμα είναι πάνω απ’όλα και εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ισχυρών.

EPA/WILL OLIVER

Οι Αμερικανοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και τη διακυβέρνηση υποστηρίζει ο διάσημος οικονομολόγος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της υπονόμευσης εκ μέρους των Ρεπουμπλικανών (και των νεοφιλελεύθερων Δημοκρατικών) εδώ και 45 χρόνια, ξεκινώντας με το περίφημο αστείο του Ρόναλντ Ρίγκαν ότι «οι πιο τρομακτικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα είναι: ‘Είμαι από την κυβέρνηση και είμαι εδώ για να βοηθήσω».

Για τον Στίγκλιτς, ιδιαίτερο ρόλο στη νίκη Τραμπ, έπαιξε ο λεγόμενος πολιτισμικός πόλεμος. Η καμπάνια του εστίασε στην  «εμμονή» των Δημοκρατικών για θέματα που σχετίζονται με το φύλο, τη φυλή και άλλα κοινωνικά ζητήματα την ώρα που οι περισσότεροι Αμερικανοί αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Αυτό συσπείρωσε ψηφοφόρους που ελπίζουν ότι ο Τραμπ θα αναστρέψει ή θα επιβραδύνει τις κοινωνικές αλλαγές που αμφισβητούν τις εδραιωμένες κοινωνικές ιεραρχίες και ρόλους.

Παράλληλα, υιοθέτησε εθνικιστική ρητορική, κατηγορώντας τη μετανάστευση, το «άδικο» εμπόριο και τον «εξωτερικό» εχθρό για τα προβλήματα της χώρας.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι σε αυτά τη ζητήματα δεν υπήρξε καλή διαχείριση από τους Δημοκρατικούς, οι λύσεις που προτείνει θα αποδειχθούν καταστροφικές για την αμερικανική οικονομία και τον κόσμο. Βεβαίως, δεν είναι σαφές αν το έχουν καταλάβει αυτό οι ψηφοφόροι του, οι οποίοι προσελκύστηκαν από αυτό το «πολιτικό θέατρο» και έστειλαν ένα μήνυμα δυσαρέσκειας.

Για τους Δημοκρατικούς, το μήνυμα του Στίγκλιτς είναι σαφές. «Εγκαταλείψτε τον νεοφιλελευθερισμό και επιστρέψτε στις προοδευτικές σας ρίζες, σε ένα νέο όραμα πιο προοδευτικό για μια κοινωνία που προσφέρει εκπαίδευση και ίσες ευκαιρίες, όπου οι αγορές ανταγωνίζονται για την παραγωγή καλύτερων προϊόντων που βελτιώνουν το βιοτικό επίπεδο, αντί να εφευρίσκουν νέους τρόπους εκμετάλλευσης των εργαζομένων, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος».

Μια κοινωνία που θα στηρίζει τους εργαζόμενους, τους αδύναμους. Μια οικονομία που θα στοχεύει και στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, και η οποία θα έχει αναγνωρίσει ότι η βιομηχανική εποχή έχει τελειώσει. Μια νέα οικονομία με νέους κανόνες και όρους διακυβέρνησης. προσανατολισμένη στις ανάγκες των πολιτών, τη γνώση, την καινοτομία και τη φροντίδα και όχι στις ανάγκες της ελίτ.

Το στοίχημα είναι δύσκολο καταλήγει ο Στίγκλιτς. Η διαφορά ανάμεσα στο νέο αυτό όραμα και στις μικρές βελτιώσεις που πρότεινε η Χάρις με λίγα παραπάνω ψίχουλα για την εκπαίδευση και τη στήριξη της στέγασης είναι μεγάλη. Η διατύπωση ενός ισχυρού προγράμματος και η εφαρμογή του δεν είναι είναι εύκολη. Είναι όμως απαραίτητη για το μέλλον της Αμερικής,