Τα τελευταία περίπου 80 χρόνια, από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα, οι συγκρούσεις μεταξύ κρατών έχουν πέσει κατακόρυφα. Υπάρχει ωστόσο μια ομάδα χωρών, που ξεχωρίζουν για την επιθετικότητά τους, συχνά με άλλα μέσα: πρόκειται για κράτη που είναι πλούσια σε πετρέλαιο, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο μερικών από τις πιο αιματηρές συγκρούσεις. Από τον πόλεμο στο Ιράκ και το Ιράν μέχρι την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ads

Ανεξάρτητα από το πώς ορίζεται ένα «πετροκράτος», αν δηλαδή μετράμε τον πλούτο που προέρχεται από το πετρέλαιο, την εξάρτησή του από αυτά τα έσοδα ή τις εξαγωγές και τη σημασία του στις παγκόσμιες αγορές, η Emma Ashford, ανώτερο στέλεχος στο Κέντρο Scowcroft του Atlantic Council για τη στρατηγική και την ασφάλεια, υποστηρίζει πως αυτά τα κράτη είναι πιο πιθανό να ξεκινήσουν πολέμους.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Η προφανής απάντηση είναι η αναζήτηση πλούτου. Τα κράτη αυτά κερδίζουν δισεκατομμύρια από το εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου, ουσιαστικά λειτουργώντας σαν μια –εξαιρετικά επικερδής- επιχείρηση. Συνήθως μάλιστα, δεν χρειάζεται να προβούν σε ίδιους δημοσιονομικούς συμβιβασμούς με τα κράτη που δεν διαθέτουν τέτοιος πόρους (ακόμη κι όταν πρόκειται για παράδειγμα για όπλα).

Πρόκειται για κάποια «άυλα» οφέλη, όπως μια προνομιακή διαπραγματευτική θέση, ή μια σημαντική έδρα σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς. Η παραγωγή τους καθορίζει τις παγκόσμιες τιμές κι έτσι αποτελεί μια πηγή επιρροής και κύρους (βλ. Σαουδική Αραβία).

Ads

Μάλιστα, η ίδια σε άρθρο της στο Foreign Policy τονίζει πως και η εξωτερική πολιτική αυτών των κρατών καθορίζεται από το πετρέλαιο, καθηγούμενη συνήθως από συγκεκριμένες προσωπικότητες κι όχι από επαγγελματίες χάραξης πολιτικής. Μπορεί λοιπόν να φτάσουν να διεξάγουν ακόμη και πόλεμο, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι μοιάζουν ισχυρά, δεν σημαίνει ότι το πετρέλαιο θα τα βοηθήσει και να κερδίσουν, σύμφωνα με την ίδια. Η επένδυση άλλωστε στο στρατό πρέπει να γίνεται με στρατηγική, επομένως δεν εγγυάται απαραίτητα κάποιο πλεονέκτημα.

Τα «πετροκράτη», λόγω των τεράστιων εσόδων τους, μπορούν να πάρουν μέρος σε έναν πόλεμο, δίχως να θυσιάσουν τις εγχώριες προτεραιότητες. Μπορούν δηλαδή να αγοράσουν όπλα και εξοπλισμούς, να αυξήσουν τους μισθούς των στρατιωτικών, να κάνουν σχετικές έρευνες, δίχως να χρειαστεί να αλλάξουν τα δημοσιονομικά τους. «Οι ηγέτες των πλούσιων σε πετρέλαιο κρατών, μπορούν να έχουν και όπλα και βούτυρο», γράφει η Emma Ashford.

Οι στρατιωτικές δαπάνες και η πιθανότητα πολέμου

Η ίδια εντοπίζει και ορισμένες κοινές τάσεις μεταξύ των «πετροκρατών», παρά τις όποιες διαφορές τους αλλά και τις διαφορετικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν: Από το Κατάρ και το Ιράν, την Αυστραλία, μέχρι και τη Λιβύη, ανεξάρτητα από τον τύπο του καθεστώτος, καθώς οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονται, το ίδιο συμβαίνει και με τις στρατιωτικές δαπάνες. Επίσης, συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων εισαγωγών όπλων.

Βέβαια, τα «πετροκράτη» μπορούν να αυξήσουν τη στρατιωτική τους ικανότητα και με άλλο τρόπο: με τα πυρηνικά όπλα. Ορισμένα έχουν ήδη δημιουργήσει πυρηνικά προγράμματα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν την ικανότητα να το κάνουν ανά πάσα στιγμή.

Ενδιαφέρον πάντως είναι το γεγονός πως, ο πλούτος από το πετρέλαιο δεν σχετίζεται και με υψηλότερες δαπάνες, ως ποσοστό των κρατικών δαπανών. Τα πλούσια αλλά και τα φτωχά σε πετρέλαιο κράτη δηλαδή, δαπανούν συγκρίσιμα κομμάτια των προϋπολογισμών τους στο στρατό. 

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πάντως, πως οι μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες δεν οδηγούν απαραίτητα σε πόλεμο, αλλά απλώς τον διευκολύνουν. Η Emma Ashford αναφέρει πως πολλές φορές οι ηγέτες αυτών των κρατών κάνουν λάθους υπολογισμούς, με αποτέλεσμα όχι μόνο να είναι πιθανό να εμπλακούν σε πόλεμο, αλλά τελικά να τον χάσουν κιόλας. Ωστόσο, με τον πλούτο που διαθέτουν, δυνητικά μπορούν στη συνέχεια να εξαγοράσουν τμήματα της κοινωνίας, μετριάζοντας κάπως τις απώλειες.

Πρέπει πάντως να θυμάται κανείς πως τα πλούσια σε πετρέλαιο κράτη, δεν διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο όσον αφορά τις παγκόσμιες τιμές. Εξαρτάται από την παραγωγή τους, καθώς ορισμένα καταναλώνουν περισσότερο από αυτό που παράγουν, ενώ άλλα εξάγουν 5 ή 10 φορές περισσότερο από αυτό που καταναλώνουν.

Το πετρέλαιο ως όπλο;

Ο πιο άμεσος τρόπος με τον οποίο τα κράτη αυτά μπορούν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα που διαθέτουν, είναι η χρήση του πετρελαίου ως όπλου. Για παράδειγμα, ένα κράτος – εξαγωγέας, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διακοπή παροχής (ή να χειραγωγήσει τις τιμές), έτσι ώστε να αναγκάσει έναν εισαγωγέα να αλλάξει πολιτική, σαν να χρησιμοποιεί οικονομικές κυρώσεις. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το φυσικό αέριο.

Όπως επισημαίνει στο άρθρο της η Emma Ashford, συχνά αρκεί μόνο η απειλή της διακοπής παροχής πετρελαίου, έτσι ώστε να επιβληθεί κάποιος εξαναγκασμός σε πιο «αδύναμα» κράτη. Πάντως, παρά τις προσπάθειες μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και γενικά στην πράσινη ενέργεια, για τις περισσότερες χώρες μια πλήρης διακοπή της ροής του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου, θα ήταν αποδιοργανωτική και στη χειρότερη καταστροφική. Βέβαια, πρόκειται για μια παγκόσμια αγορά, οπότε θα μπορούσε κάποιο κράτος να αντικαταστήσει ό,τι έχασε από άλλες πηγές.

Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, όπως τονίζεται και στο άρθρο του Foreign Policy, οι εξαγωγείς σπάνια θα χρησιμοποιήσουν το πετρέλαιο ως όπλο, σπανιότερα θα επιτύχουν κάποια πολιτική παραχώρηση που να τους ευνοεί, ενώ είναι πιθανό να προκαλέσουν και αντιδράσεις, που μπορεί να έχουν αντίθετο αποτέλεσμα. Άλλωστε, οι κυρώσεις, αν δεν είναι πολυμερείς, σπάνια είναι επιτυχείς.

Μήπως λοιπόν το πετρέλαιο δεν συνιστά τελικά όπλο;