Τη 1 Φεβρουαρίου, ο στρατός της Μιανμάρ, με επικεφαλής τον Min Aung Hlaing, πραγματοποίησε πραξικόπημα, ανατρέποντας και συλλαμβάνοντας τον πρόεδρο Ουίν Μιντ, με τη δικαιολογία πως, υπήρξε «νοθεία» στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020, δίχως όμως, να παρέχει, κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τον συγκεκριμένο ισχυρισμό.

Ads

Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές τις επόμενες ημέρες του πραξικοπήματος, κατέκλυσαν πόλεις όπως η πρωτεύουσα Ναϊπιντάου, το Μανταλέι και το Ρανγκούν, ξεκινώντας «κίνημα πολιτικής ανυπακοής», με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, να πραγματοποιούν με τη σειρά τους απεργίες.

Παράλληλα, οι στρατιωτικοί συνέλαβαν, την Παρασκευή (12/2), μέλη της εκλογικής επιτροπής της χώρας (UEC), τα οποία είχαν αρνηθεί να υπογράψουν έγγραφα στα οποία αναφερόταν ότι έγινε νοθεία στις εκλογές του Νοεμβρίου, όπως καταγγέλει η Ένωση Στήριξης των Πολιτικών Κρατουμένων της Βιρμανίας (AAPP). Σημειώνεται μάλιστα, ότι, ο στρατός, έχει θέσει σε κατ΄οίκον κράτηση και την πρώην ηγέτιδα της Μιανμάρ (και νομπελίστρια), Αούνγκ Σαν Σου Τσι.

Αντιδράσεις όμως κατά του πραξικοπήματος, δεν εντοπίζονται μόνο στο εσωτερικό της χώρας.

Ads

«Ο λαός της Μιανμάρ θέλει δημοκρατία. Η ΕΕ στέκεται στο πλευρό του», υπογράμμισε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ επίσης στο Twitter, με ανάλογες δηλώσεις να πραγματοποιούνται από τον Μπόρις Τζόνσον, την κυβέρνηση της Ιαπωνίας αλλά και την Ινδονησίας, ενώ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, με διάγγελμα του,  δήλωσε πως, οι ΗΠΑ θα επιβάλουν κυρώσεις εναντίον των πραξικοπηματιών, ζητώντας, την «άμεση» απελευθέρωση της Σαν Σου Τσι.

Βέβαια, το πραξικόπημα με επικεφαλής τον Min Aung Hlaing, ο οποίος, σημειώνεται ότι, ασκούσε και πριν το πραξικόπημα ιδιαίτερα σημαντική πολιτική επιρροή, δεν ήταν το πρώτο που παρατηρείται στη χώρα.

Αντιθέτως, από το 1948, όταν η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Μεγάλη Βρετανία, και ειδικά από το 1962 έως το 2011, τα πραξιοπήματα ήταν τόσα πολλά που το Human Right Watch περιγράφει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ως εξής: «Το ένα πραξικόπημα μετά το άλλο».

Βέβαια, πάρα πολλές, ήταν και οι φορές όπου οι κάτοικοι της Μιανμάρ, πραγματοποίησαν διαδηλώσεις απέναντι στο στρατιωτικό καθεστώς. Από την εξέγερση «8888», το 1988, με χιλιάδες διαδηλωτές νεκρούς, μέχρι την επανάσταση του «Σαφράν», το 2007, με πρωτοστάτες Βουδιστές μοναχούς (και δεκάδες νεκρούς διαδηλωτές), ο στρατός, είχε μια συγκεκριμένη πρακτική, την οποία περιγράφει και πάλι κατατοπιστικά το Human Right Watch: «Βίαιη και αιματηρή καταστολή, σε όσους προσπαθούν να διαμαρτυρηθούν».

Σημειώνεται ότι, απέναντι στην καταστολή της επανάστασης του «Σαφράν»,  είχε ταχθεί ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, George Bush, ο οποίος, στο ίδιο μήκος κύματος με τον Μπάιντεν, είχε εξαγγείλει, κυρώσεις, προς τη χώρα των 53 εκατομμυρίων κατοίκων.

Αντίθετα, η Κίνα, που είχε αναπτύξει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την Μιανμάρ από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, όχι μόνο δεν είχε επιβάλλει κυρώσεις στη χώρα το 2007, αλλά, είχε «μπλοκάρει» σε συνδυασμό με τη Ρωσία, το ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδίκαζε τη βία εις βάρος διαδηλωτών, με τον Wang Guangya, αντιπρόσωπο της Κίνας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, να υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο, «δε θα ήταν καθόλου χρήσιμο».

Έκτοτε, η κινεζική κυβέρνηση συνέχισε τις οικονομικές της συναλλαγές με τη Μιανμάρ, με τις εξαγωγές της Μιανμάρ προς την Κίνα, να αυξάνονται ραγδαία από το 2011 έως σήμερα και το ίδιο ακριβώς να συμβαίνει και με τις εξαγωγές της Κίνας, προς τη Μιανμάρ, σύμφωνα με το statista.

«Η Κίνα, έχει εξαιρετικά σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στη Μιανμάρ. Εισάγει τεράστιες ποσότητες χρυσού, πρώτων υλών και πολύτιμων λίθων από τη χώρα. Παράλληλα,η εγχώρια αγορά της Μιανμάρ είναι γεμάτη με φθηνά, κινεζικά προϊόντα. Μάλιστα, η Κίνα έχει επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια στην υποδομή μεταφορών της Μιανμάρ, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρομικών, οδικών, ποταμών και αεροπορικών δικτύων, έτσι ώστε το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών, να γίνεται ευκολότερα. Παράλληλα, η κινεζική κυβέρνηση αποβλέπει στη δημιουργία εμπορικών δρόμων μέσω του εδάφους της Μιανμάρ, στον Ινδικό Ωκεανό», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ian Storey, ερευνητής και συγγραφέας, στο επιστημονικό του άρθρο «China, Burma, and the “Saffron Revolution”».

Ως εδώ λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι, η Κίνα, θα είχε κάθε λόγο να στηρίξει και ενδεχομένως, ακόμη και να συμβάλλει σε ένα πραξικόπημα στη χώρα της Νότιας Ασίας, πόσο μάλλον από την στιγμή που, τα τελευταία πέντε χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, φαίνονται να έρχονται «πιο κοντά» στη Μιανμάρ, σταματώντας την επιβολή κυρώσεων στη χώρα (που είχε ξεκινήσει επί Μπους), το 2016, όταν δηλαδή, εξελέγη, δημοκρατικά η κυβέρνηση του NLD, που είχε η Μιανμάρ, μέχρι το πραξικόπημα.

«Η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας, προκάλεσε τη σημερινή κατάσταση στη Μιανμάρ και ασφαλώς, το πραξικόπημα αποτελεί μια επίδειξη δύναμης της Κίνας, απέναντι στην Ουάσινγκτον», δήλωνε, στο ίδιο μήκος κύματος, ο Seyfettin Erol, τούρκος ερευνητής στο Ankara Centre for Crisis and Policy Studies (ANKASAM), στο πρακτορείο Anadolu, ενώ ο Rodger Baker, αναλυτής στην αμερικανική ερευνητική ομάδα Stratfor, υποστήριζε στο CNBC, ότι, «δεν έχει και πολύ σημασία για την Κίνα το ποιος κυβερνάει στη Μιανμάρ, αφού συνεχίζει τα συμφέροντα της».

Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα, ενδέχεται να είναι αρκετά διαφορετική. Όπως και η εξέγερση του 2007, ήταν «σίγουρα μη καλοδεχούμενη για την κινεζική κυβέρνηση», όπως υποστήριζε ο Ian Storey, έτσι και το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, «ασφαλώς, δεν αποτελεί λόγο να πανηγυρίζει η Κίνα», όπως ανέφερε ο  Yun Sun, διευθυντής του  East Asia Program στο Stimson Center της Ουάσινγκτον, στο «The Diplomat».

Ο λόγος, δεν είναι άλλος από το ότι, η Κίνα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, επιδιώκει μια κατάσταση πολιτικής σταθερότητας στη Μιανμάρ, με στόχο, να προωθεί, αμέριμνη, τα συμφέροντα της.

«Το περίεργο σε αυτή την υπόθεση, είναι ότι το Πεκίνο, τα τελευταία χρόνια, τα πήγαινε πολύ καλά με την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Ουίν Μιντ και ιδίως, πολύ καλύτερα, σε σχέση με την στρατιωτική χούντα», έγραφε χαρακτηριστικά επί του θέματος, ο Azeem Ibrahim στο Foreign Policy, συνεχίζοντας ως εξής:

«Ασφαλώς, για αυτό, ευθύνεται ο στρατός της Μιανμάρ, ο οποίος, πέρα από το γεγονός ότι επιδιώκει συνεχώς την απόμονωση από κάθε χώρα του πλανήτη, προβαίνει αρκετές φορές σε αλλοπρόσαλλες κινήσεις. Μια εξ’ αυτών, ήταν η αναβολή της πραγματοποίησης του κινεζικού έργου  Myitsone Dam, ύψους 3.6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τον τότε ηγέτη της Μιανμάρ,  Thein Sein, τέσσερα χρόνια, πριν τις πρώτες εκλογές στη χώρα, το 2015, στις οποίες δεν εξελέγη στρατιωτικός».

Παράλληλα, όπως γράφει ο ανταποκριτής του ABC στην Κίνα, Bill Birtles, «η Κίνα, τα πήγαινε εξαιρετικά σε διπλωματικό επίπεδο με την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Μιανμάρ, με αποτέλεσμα, οι συναντήσεις αξιωματούχων των δύο χωρών, να είναι πολύ συχνές», με τους Japan Times, να τονίζουν με τη σειρά τους ότι, η κυβέρνηση του Ουίν Μιντ, «ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο να συνεισφέρει στα γεωπολιτικά σχέδια της Κίνας, σε σχέση με τους παρανοϊκούς στρατιωτικούς».

Γίνεται επομένως κατανοητή, η συνθετότητα που χαρακτηρίζει το πραξικόπημα της Μιανμάρ και τους (πολλούς), ηττημένους από αυτό, σε μια χώρα, η οποία μαστιζόταν ούτως ή άλλως, από σημαντικά πολιτικά και εθνοτικά ζητήματα, που της άφησαν ως «κληρονομιά», οι Βρετανοί αποικιοκράτες.