Το περιβάλλον βρίσκεται σε κίνδυνο. Η κλιματική αλλαγή είναι μια πραγματικότητα που απειλεί όχι μονο το μέλλον μας, αλλά και το παρόν μας.

Ads

Κάποιοι έχουν ακούσει ήδη τον κώδωνα του κινδύνου. Ένας όλο κι αυξανόμενος αριθμός πολιτών προσπαθούν να ζουν πράσινα και ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών ευαγγελίζονται την πράσινη ανάπτυξη. Πόσο εφικτο είναι όμως να προστατεύσουμε το περιβάλλον μέσα σε ένα καπιταλιστικό στενό πλαίσιο; Είναι μια πραγματική λύση ή μια μόδα της εποχής; 

Ένα (αντι)παράδειγμα πράσινης ανάπτυξης

Το πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ κατασκευάζει αυτό τον καιρό τη νέα πράσινη πανεπιστημιούπολή του σε μια από τις πιο ανερχόμενες γειτονιές της πόλης, το Mile End. Ακριβώς απέναντι είναι το Parc-Extension, μία από τις φτωχότερες και πυκνοκατοικημένες γειτονιές του Καναδά και ένα λιμάνι για πολλούς νεοαφιχθέντες μετανάστες.

Ads

Η νέα πανεπιστημιούπολη έχει παρουσιαστεί ως πρότυπο «βιώσιμης ανάπτυξης». Διαθέτει ενεργειακά εκσυγχρονισμένα κτίρια, δομές συλλογής όμβριων υδάτων, ενεργειακά αποδοτικό φωτισμό, εγκαταστάσεις ανακύκλωσης, υποδομές για ηλεκτρικά οχήματα και ποδήλατα, πολύ πράσινο και το αποτύπωμα της σε άνθρακα είναι σχεδόν μηδενικό. Μάλιστα η Microsoft έχει βάλει σε αυτή το χεράκι της, μέσω του σχετικού με την τεχνητή νοημοσύνη hub της για να ενισχύσει περαιτέρω την οικολογική αποδοτικότητα της περιοχής. Πρόκειται για ένα μέρος που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε κανείς να ζει, να δουλεύει και να καταναλώνει «πράσινα».

Θα είναι λοιπόν αυτή η εξέλιξη ένα πράσινο παράδειγμα που θα πρέπει να ακολουθήσουν κι άλλοι ή θα είναι στα αλήθεια ένα αντιπαράδειγμα που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την βιώσιμη ανάπτυξη υπό το πρίσμα της προστασίας του περιβάλλοντος;

Πόσο πράσινα μπορεί να δουλέψει κανείς;

Στο πλαίσιο των δράσεων για την προστασία του περιβάλλοντος ένα νέο κίνημα «πράσινης εργασίας» έχει κάνει την εμφάνισή του. Κάπως έτσι εμφανίζονται σαν τα μανιτάρια επιχειρηματικά κέντρα υψηλής τεχνολογίας που σέβεται το περιβάλλον, ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ακολουθήσουν επαγγέλματα της λεγόμενης «δημιουργικής τάξης» (καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, μουσικοί, ακαδημαϊκοί, κτλ.) και να μην ασχολούνται με την ύλη αλλά με την παροχή της πληροφορίας. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι η ανάπτυξη μπορεί να συνοδεύεται από μια οικονομική δραστηριότητα αποϋλοποίησης και είναι πεπεισμένοι ότι η οικονομία των υπηρεσιών έχει χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την παραγωγή.

Αλλά αυτή η οικονομία της πληροφορίας είναι πραγματικά καθαρότερη και πιο πράσινη; Όχι, κι αυτό γιατί και οι πόροι που χρειάζονται για να λειτουργήσει η οικονομία αυτού του είδους εξαρτώνται από τη βιομηχανική παραγωγή, η οποία συνεχίζει να λαμβάνει χώρα σε κάποιο άλλο μέρος και συχνά συνοδεύεται από σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και αμφιλεγόμενες εργασιακές πρακτικές.

Ας σκεφτούμε μόνο τους υπολογιστές μας. Οι πρώτες ύλες τους εξορύσσονται από περιοχές που έχουν υποστεί τον πόλεμο, όπως τα ορυχεία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκ, και η παραγωγή τους γίνεται σε μέρη όπως η Κίνα, όπου οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν επισφαλείς συνθήκες εργασίας και μεροκάματα πείνας. Οι συσκευές υψηλής τεχνολογίας μπορεί να διαφημίζονται ως εξαιρετικά αποτελεσματικές για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά η εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη της εν λόγω βιομηχανίας όχι μόνο αύξησε τη ζήτηση υλικών πόρων αλλά αύξησε και δραστικά την κατανάλωση ενέργειας, συμβάλλοντας σημαντικά στις εκπομπές άνθρακα. Η βιομηχανία αυτή παράγει επίσης μια συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα ηλεκτρονικών αποβλήτων – που είναι σήμερα η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ροή στερεών αποβλήτων – η οποία αποστέλλεται μαζικά στις αναπτυσσόμενες χώρες ρυπαίνοντας ο περιβάλλον τους και σκοτώνει τους εργαζόμενους που τα ανακυκλώνουν.

Κάπως έτσι η εξαγωγή «βρώμικης παραγωγής» πέραν των εθνικών συνόρων και η διατήρηση των εγχώριων στατιστικών «καθαρότερων» δεν κάνει τον κλάδο των υπηρεσιών πιο πράσινο.

Πόσο πράσινα μπορεί να φάει κανείς;

Ένα άλλο ρεύμα που έχει αναπτυχθεί παράλληλα με τς πράσινες ανησυχίες μας είναι αυτό του veganism, του να τρώει δηλαδή κανείς μόνο λαχανικά, φρούτα και καρπούς. Πρόκειται για μια σοβαρή προσέγγιση που ξεκίνησε ως μια μορφή αντίστασης στην τεράστια βιομηχανία τροφίμων και στην βιομηχανοποίηση της κτηνοτροφίας, που σύντομα έγινε μια μόδα και μια «αγελάδα» που κατεβάζει μετρητά. Το veganism έχει γίνει τόσο δημοφιλές γιατί παρουσιάστηκε – ως μια στρατηγική«win-win». Είναι καλό για την υγεία μας, είναι καλό για τον πλανήτη και είναι καλό για τα ζώα! Που είναι το πρόβλημα λοιπόν; Τα rebound effects.

Σύμφωνα με τον ερευνητή της Οξφόρδης, Marco Springmann, εάν όλος ο κόσμος γίνει vegan έως το 2050, θα εξοικονομούσε 1.5 τρισεκατομμύρια δολάρια σε κόστος υγειονομικής περίθαλψης και ζημιές λόγω κλιματικών αλλαγών και θα μείωνε τις εκπομπές του θερμοκηπίου κατά δύο τρίτα. Αλλά, δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε. Σε μια καπιταλιστική οικονομία, ένα τέτοιο πλεόνασμα δεν θα ήταν ποτέ απλά αδρανές. Θα επαναπαυόταν σε περαιτέρω ανάπτυξη, η οποία θα εξακολουθούσε να καταναλώνει περισσότερους πόρους, να εκμεταλλεύεται τους εργαζόμενους και να παράγει απόβλητα, βλάπτοντας το περιβάλλον με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Επίσης η αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα φυτικής προέλευσης θα ήταν επίσης καταστροφική για τη βιοποικιλότητα, διότι θα βασιζόταν στις καλλιέργειες οπωροκηπευτικών μονοκαλλιέργειας. Θα απαιτούσε επίσης την επέκταση της καλλιεργήσιμης γης με την αποψίλωση των δασών και την αύξηση της κατανάλωσης νερού για τη γεωργία. Επίσης, θα εμβάθυνε την υφιστάμενη εργασιακή εκμετάλλευση των ευάλωτων πληθυσμών και θα ενθάρρυνε περαιτέρω τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τις επιχειρήσεις να καταχραστούν τους αγρότες μικρής κλίμακας.

Πράγματι, λοιπόν, ο καπιταλισμός με προσανατολισμό στην ανάπτυξη θα «πουλήσει» το veganism σε εσάς ως μια ευγενή πρακτική που αντανακλά τις αξίες σας και ωφελεί την υγεία σας, αλλά δεν θα σας έλεγε ποτέ την πλήρη ιστορία για τις συνεχιζόμενες και μακροπρόθεσμες κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες του βιομηχανικού veganism.

Επιστροφή στο Μόντρεαλ

Ας επιστρέψουμε στη νέα πράσινη πανεπιστημιούπολη του Μόντρεαλ. Πέραν των προσδοκιών των εμπνευστών της ως προς τη φιλικότητα της για το περιβάλλον, η αδιαμφισβήτητη προσδοκία είναι ότι μόλις ολοκληρωθεί η νέα πράσινη πανεπιστημιούπολη, θα ενισχυθεί και η οικονομική ανάπτυξη όλης της περιοχής. Έτσι ακόμα και η σημερινή γειτονιά των μεταναστών, η Parc-Extension θα «αναζωογονηθεί».

Υπηρεσίες πληροφοριών, καλλιτεχνικά κέντρα, αλυσίδες vegan εστιατορίων, έμποροι vintage ρούχων και επίπλων, καταστήματα βιολογικών τροφίμων περιμένουν ήδη να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή που αναμένεται να γίνει το νέο hotspot της πόλη για τους απανταχού συνειδητοποιημένους ως προς τα περιβαλλοντικά ζητήματα πολίτες, αλλά και τους απανταχού χίπστερ που ακολουθούν ένα lifestyle όπου για να είσαι cool είναι must να έχεις ανησυχίες.

Τα νέα αυτά παρακλάδια της πράσινης οικονομίας θα αντικαταστήσουν βέβαια τα μικρομάγαζα των μεταναστών που στέκουν εκεί σήμερα δίνοντας ζωή σε μια υπάρχουσα ζωντανή κοινότητα και τα κοινοτικά κέντρα της περιοχής. Το αστικό τοπίο θα αναμορφωθεί και πιθανόν όσοι ζουν σήμερα εκεί να γίνουν στο μέλλον περιττοί.

Ένας φαύλος κύκλος

Ο όρος «αειφόρος ανάπτυξη» ακούστηκε για πρώτη φορά στη Σύνοδο Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών για τη Γη το 1992. Όπως υπενθυμίζει το Al Jazzera, την εποχή εκείνη, οι δυτικές κυβερνήσεις που υποστήριζαν τον νεοφιλελευθερισμό, είχαν μόλις περάσει ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία διαλύοντας συνδικάτα, απορρυθμίζοντας τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, εφαρμόζοντας προγράμματα κεϋνσιανής πρόνοιας και ετοιμάζονταν να διαδώσουν τις πρακτικές τους και αλλού, καθώς οι μεγάλες γεωπολιτικές απειλές για μια πλήρως παγκόσμια και καθολική καπιταλιστική πορεία ανάπτυξης είχαν αρχίσει να μειώνονται.

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, οι ανησυχίες για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τις κοινωνικές ανισότητες έρχονταν στο προσκήνιο και κάτι έπρεπε να γίνει. Η «λύση» ήταν να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο… δηλαδή, να μετατρέψουμε παράδοξα τις «κοινωνικές» και τις«πράσινες» αξίες σε νέες αγορές.

Η αειφόρος ανάπτυξη πρότεινε ότι οι αρνητικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις ήταν απλώς «εξωτερικές» του καπιταλιστικού συστήματος κι έτσι τα περιβαλλοντικά προβλήματα διαμορφώθηκαν ως ζήτημα αναποτελεσματικότητας που θα μπορούσε να επιλυθεί από την τεχνολογία και την καλύτερη διαχείριση των πόρων, πράγμα που ουσιαστικά εξουδετέρωσε τον πολιτικά προσανατολισμένο περιβαλλοντισμό της δεκαετίας του 1960 και του 1970.

Μέρος της ρητορικής και των πρακτικών του σημερινού απολιτικού περιβαλλοντισμού επικεντρώνεται στην ιδέα της αποϋλοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης μέσω αποτελεσματικότερων τρόπων ζωής και τεχνολογιών. Παρόλο που αυτές οι καινοτομίες θα πρέπει να επικροτηθούν, δεν αποτελούν τη λύση στα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τέτοιες «γρήγορες διορθώσεις» απλά μετατοπίζουν το πρόβλημα από τη μία περιοχή στην άλλη.

Την ίδια στιγμή όσο μεγενθύνεται η ανάπτυξη, τόσο φθηνότερη γίνεται η κατανάλωση, τόσο περισσότερο καταναλώνουμε και ακόμη περισσότερο σπαταλάμε. Κάπως έτσι το περιβάλλον θα είναι πάντα αυτό που θα μένει εκτός αυτού του φαύλου κύκλου.

Μια βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε; Σίγουρα όχι να γίνουμε πολέμιοι της ανάπτυξης, αλλά αντιθέτως να πολεμήσουμε για να αναπτύξουμε μια βιώσιμη και πραγματικά πράσινη ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που βασικός της άξονας δεν θα είναι ο πολλαπλασιασμός του κέρδους αλλά η συγκρότηση των κοινοτήτων σε μία βάση οικονομιών αλληλεγγύης και υπευθυνότητας απέναντι στις γενιές που θα ακολουθήσουν.

Μια βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη είναι εφικτή με όρους δικαιοσύνης και προοπτικής. Είναι ένα μοντέλο που μεγενθύνει την οικονομία, ενισχύει το κοινωνικό κράτος και προστατεύει το περιβάλλον. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο στοίχημα για τον 21ο αιώνα.