Την ώρα που ο αυτοανακηρυχθείς πρόεδρος της Βενεζουέλας, Χουάν Γκουαϊδό, ετοιμάζεται μετά την επιστροφή του στο Καράκας για νέο γύρο απεργιών και αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, όλο και περισσότεροι εκφράζουν αμφιβολίες για το αν θα καταφέρει τελικά να ανατρέψει το Νικόλας Μαδούρο. Κι αυτό παρά την ενεργή στήριξη εκ μέρους των ΗΠΑ, οι οποίες προ ολίγων ημερών άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο να «αυξήσουν τη διπλωματική και οικονομική πίεση» στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, προκειμένου να βοηθήσουν ακόμη περισσότερο τον ηγέτη της αντιπολίτευσης να πετύχει τον στόχο του.

Ads

Δυστυχώς για τον Γκουαϊδό  οι ελπίδες ότι η αμερικάνικη στήριξη θα οδηγούσε στη γρήγορη πτώση της κυβέρνησης Μαδούρο διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα, καθώς ο στρατός εξακολουθεί να τον στηρίζει, αλλά και σημαντικές διεθνείς δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο Γκουαϊδό – με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ βεβαία – απέρριψε την έκκληση από το Μεξικό και την Ουρουγουάη για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων πλευρών, ζητώντας παράλληλα την εντατικοποίηση των αμερικάνικων κυρώσεων εις βάρος της χώρας του. Παράλληλα, δεν φαίνεται να απορρίπτει την ιδέα ακόμη και μιας αμερικάνικης στρατιωτικής επέμβασης, την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήθελε να επιβάλει.

Σε κάθε περίπτωση, πολλοί θεωρούν πως ο Χουάν Γκουαϊδό  κινδυνεύει να χάσει το μομέντουμ. Κι αυτό γιατί, εκτός των άλλων, όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της η Monde Diplomatique,  ηγείται μιας ετερόκλιτης, ευκαιριακής κι εξαιρετικά ευαίσθητης συμμαχίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης.  Αυτός είναι άλλωστε, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, κι ο βασικός λόγος που αδυνατεί να δώσει κάποια πειστική απάντηση όσον αφορά στο ποια πολιτική σκοπεύει να ακολουθήσει, εφόσον ο ίδιος πάρει στα χέρια του τις τύχες της Βενεζουέλας.

Οι ακραίοι

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως η αντιπολίτευση είναι χωρισμένη σε τρεις βασικές ομάδες. Η πρώτη, η οποία θεωρείται και η πιο ακραία, συνδέεται με το κόμμα του Γκουαϊδό το VP, που ιδρύθηκε από τον -ευρισκόμενο σε κατ’ οίκον περιορισμό από το 2014- Λεοπόλντο Λόπεζ. Στο ίδιο τμήμα εντάσσονται επίσης το Vente Venezuela της Μαρία Κορίνα Μασάδο, και το Alianza Bravo Pueblo του Αντόνιο Λεντέσμα, τα οποία βρίσκονται παραδοσιακά στο αντιτσαβικό μπλοκ. Πολλοί επισημαίνουν πως αυτή η ομάδα έχει θολό ιδεολογικό στίγμα και συμπεριφέρεται ως κλίκα.

Ads

Προκαλεί πάντως εντύπωση ότι παρά το γεγονός ότι το VP έχει μικρή παρουσία στην Εθνοσυνέλευση (14 από τις 167 συνολικά έδρες), δείχνει να έχε μπει στην κορυφή του αντιπολιτευτικού μετώπου. Επιπλέον, ως η πιο ακραία πτέρυγα της αντιπολίτευσης και η πιο κοντά στις ΗΠΑ, φαντάζει η λιγότερο ανοικτή σε συμβιβασμούς. Την ίδια στιγμή όμως έχει την μικρότερη κοινωνική βάση. Με αυτά το δεδομένα, οι αναλυτές θεωρούν πως στην περίπτωση που ο Γκουαϊδό επιχειρούσε να φτάσει σε κάποιο συμβιβασμό με το μπλοκ των τσαβιστών, θα ερχόταν αντιμέτωπος με την σθεναρή αντίσταση πολλών μελών του ίδιου του κόμματός του – και όχι μόνο.

Η εν λόγω πολιτική ομάδα ήταν ανέκαθεν αντίθετη στη συμμετοχή στις εκλογικές αναμετρήσεις που διεξήχθησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, καθώς θεωρούσαν ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε έμμεση νομιμοποίηση του κυβερνητικού αυταρχισμού αλλά και της υπονόμευσής της δημοκρατίας στη χώρα. Ταυτόχρονα, έχει πολύ στενούς δεσμούς με τους Βενεζουελανούς που ζουν στις ΗΠΑ, όπου έχει προνομιακή πρόσβαση στους πιο συντηρητικούς κύκλους του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερα με τον Ρεπουμπλικάνο γερουσιαστή της Φλόριντα, Μάρκο Ρούμπιο. Έχοντας μάλιστα την στήριξη πολλών συντηρητικών think tank, αλλά και πλούσιους αμερικάνικους πόρους, έχει κατακλύσει τα ΜΜΕ της χώρας με επιθέσεις εναντίον όσων τάσσονται υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές, ενώ προπαγανδίζουν την ιδέα μιας εξωτερικής στρατιωτικής επέμβασης ως μέσο για την πολιτική αλλαγή στη Βενεζουέλα.

Πολλοί θεωρούν πως η συγκεκριμένη πολιτική ομάδα θα επιχειρήσει να κεφαλαιοποιήσει την μεγάλη αντιπάθεια από την οποία εμφορούνται πολλοί Βενεζουελανοί για τα μετριοπαθή πολιτικά κόμματα, εστιάζοντας στην ενεργοποίηση κάποιων δημοφιλών δικτύων, στην προπαγάνδιση μέσω των social media αλλά και στην κινητοποίηση κάποιων σκληροπυρηνικών φοιτητών (που είναι πάντως λίγοι σε αριθμούς). Την ίδια στιγμή όμως ο ελιτισμός που διέπει τα μέλη της αποτελεί, σοβαρό τροχοπέδη στο να προσεγγίσουν τις πλατιές μάζες που υποστήριζαν τον Ουγκό Τσάβεζ. Αρκετοί σημειώνουν πως οι απόπειρες της εν λόγω ομάδας να ανατρέψει μια σειρά από προέδρους της Βενεζουέλας – συμπεριλαμβανομένης της απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Τσάβεζ το 2002 – μοιάζουν με τις απεγνωσμένες προσπάθειες μιας πλούσιας ελίτ να επιβάλει τη βούλησή της. Η δε εξάρτησή τους από τους αμερικάνους νεοσυντηρητικούς τους εμφανίζει σε πλήρη διάσταση με την πλειοψηφία του λαού της Βενεζουέλας, αλλά κόμη και με το εθνικό συμφέρον, σε αντίθεση με τις επιτυχίες του Ουγκό Τσάβεζ στην αναδιανομή του πλούτου και τη μείωση των ανισοτήτων.

Οι κεντρώοι – μετριοπαθείς

Οι άλλες δυο κεντρώες πολιτικές ομάδες της αντιπολίτευσης είναι πολύ πιο διαλλακτικές τόσο σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στις εκλογές όσο και στον διάλογο με το κυβερνητικό στρατόπεδο. Η επιρροή τους στους κόλπους τη αντιπολίτευσης ποικίλλει ανάλογα με τη συγκυρία. Κάθε φορά που σημείωναν εκλογικές επιτυχίες όπως το 2008 και το 2010 οι κεντρώοι δυνάμωναν, ενώ αντίθετα εκλογικές ήττες όπως αυτή του Καπρίλες από τον Μαδούρο το 2013 συνέβαλαν στην υποχώρησή τους, δυναμώνοντας παράλληλα τις τάξεις των ακραίων.

Η κεντρώα πολιτική ομάδα συνδέεται με τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, το PJ αλλά και το Acción Democrática. Ο ηγέτης του PJ, Ενρίκε Καπρίλες πιστώνεται ότι οδήγησε την αντιπολίτευση μακριά από λογικές εκλογικών μποϊκοτάζ, ενώ πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του αντιπολιτευτικού συνασπισμού το 2010, σε μια σχετικά πιο προοδευτική πολιτική πλατφόρμα. Ήρθε όμως σε σύγκρουση με την ακραία πτέρυγα καθώς σε αντίθεση με την λογική των ποινικών διώξεων κατά κυβερνητικών στελεχών που προωθούσε αυτή, ο ίδιος μίλησε για την ανάγκη  εθνικής συννεννόησης.

Η ήττα του Καπρίλες από τον Τσάβεζ στις προεδρικές εκλογές του 2012 αλλά και από τον Μαδούρο σε εκείνες του 2013 οδήγησε στην ενδυνάμωση της ακραίας πτέρυγας, εμ τον Λεοπόλτο Λόπεζ να παίρνει πλέον τα ηνία της αντιπολίτευσης. Όπως σημείωνε το Foreign Policy, το ρήγμα μεταξύ Καπρίλες και Λόπεζ είχε όλα τα στοιχεία μιας σαπουνόπερας.

Με τον -αμερικανοτραφή- Λόπεζ να φαντάζει ως το πιο προβεβλημένο ηγετικό στέλεχος της αντιπολίτευσης ο Καπρίλες για καιρό έμεινε στη σκιά του. Παρ’ όλα αυτή οι σκιές για διαφθορά δημιούργησαν έντονα προβλήματα στο προφίλ του Λόπεζ, ο οποίος τελικώς αναγκάστηκε να βρει σημεία συνεννόησης με τον Καπρίλες , οδηγώντας στη μεγάλη νίκη στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση το 2015.

Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης

Παρ’ όλα αυτά, φάνηκε σύντομα ότι ο αντιπολιτευτικός συνασπισμός είχε σχέδιο μόνο για την κατάληψη της εξουσίας – αλλά κανένα για τη  διακυβέρνηση της χώρας. Εκτός από την ανατροπή του Μαδούρο εντός έξι μηνών, οι δηλωμένοι στόχοι τους ήταν μόνο η απελευθέρωση «πολιτικών κρατουμένων», ιδιαίτερα του Λόπεζ, και η αναστολή ορισμένων από τα πιο δημοφιλή κοινωνικά προγράμματα του Τσάβεζ. Αυτή η ατζέντα λοιπόν δεν άγγιξε τις προτεραιότητες και τις ανησυχίες του μέσου κατοίκου Βενεζουέλας που ζει με την αγωνία της επιδείνωσης του οικονομικού χάους, των ελλείψεων και της ανασφάλειας. Και ήταν αυτή την περίοδο που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν πως υπήρχε ένα όλο αυξανόμενο τμήμα των Βενεζουελανών, το οποίο δεν υποστήριζε ούτε την κυβέρνηση Μαδούρο ούτε όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Στις μετρήσεις μάλιστα του 2017 αυτό το κομμάτι καταγραφόταν περίπου στο 50%.

Μπροστά στο αδιέξοδο ο αντιπολιτευτικός συνασπισμός κατέρρευσε το 2017, λίγο καιρό αφότου ο Μαδούρο επιχείρησε να παρακάμψει την Εθνοσυνέλευση, στηριζόμενος στις κατηγορίες για εξαγορά ψήφων σε κάποιες περιφέρειες. Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας πριμοδότησε την Εθνική Συντακτική Συνέλευση, την οποία δεν αναγνώρισαν ούτε οι ΗΠΑ ούτε ο Οργανισμός Αμερικάνικων Κρατών. Η εξέλιξη έδειχνε να ευνοεί την ακραία πτέρυγα της αντιπολίτευσης. Λίγες μέρες όμως αργότερα πέντε  αντιπολιτευόμενοι κυβερνήτες ορκίστηκαν ενώπιον της Εθνικής Συντακτικής Συνέλευσης. Το ρήγμα στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης έκανε πάλι  την εμφάνισή του.

Το σημερινό αδιέξοδο του Γκουαϊδό

Οι τάξεις των κεντρώων της αντιπολίτευσης ενισχύθηκαν από αρκετούς πρώην τσαβιστές -ακόμη και στελέχη που είχαν θητεύσει ως υπουργοί στις κυβερνήσεις του Ούγκο Τζάβεζ- αλλά και ακτιβιστές, που ήταν απογοητευμένοι από τη διαφθορά αλλά και τον αυταρχισμό στο κυβερνητικό στρατόπεδο αλλά και το οικονομικό χάος τη χώρα. Στις προεδρικές εκλογές του 2018 στήριξαν την υποψηφιότητα στήριξαν την υποψηφιότητα του μετριοπαθούς κεντρώου Χένρι Φαλκον.  Η ρητορική πάντως του υποψηφίου προέδρου, ο οποίος μίλησε για την ανάγκη εθνικής συμφιλίωσης, βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής από πολλά ακραία στελέχη της αντιπολίτευσης, με τη Μαρία Κορίνα Μασάδο να κάνει λόγο για «απωθητικές κι εξωφρενικές δηλώσεις». Η δε ήττα του Φάλκον -σε μια εκλογική μάχη πάντως που σημαδεύτηκε από την μεγάλη αποχή- ενίσχυσε την ακραία αντιπολιτευτική πτέρυγα κι ιδιαίτερα τον Γκουαϊδό.

Αλλά ακόμη και η πρωτοκαθεδρία του Γκουαϊδό μοιάζει ιδιαίτερα επισφαλής. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγες μέρες πριν από την αυτανακήρυξή του ως προέδρου της Βενεζουέλας, ο Καπρίλες είχε επικρίνει τις προσπάθειες των μελών της αντιπολίτευσης να εξαναγκάσουν κάποιους σε αποχώρηση από την Εθνική Συντακτική Συνέλευση. Σημείωσε δε ότι αυτοί οι πολιτικοί ήταν πιθανότατα έτοιμοι να δουν τους Βενεζουελανούς να γίνονται «στόχοι για κονόνια»,  αφήνοντας υπονοούμενα για όσους βλέπουν θετικά μια αμερικάνικη στρατιωτική επέμβαση. Και μετά από μια επίδειξη ενότητας αμέσως μετά την ανακοίνωση του Γκουαϊδό, η κριτική εντατικοποιήθηκε πάλι, με δεδομένο ότι ο αρχικός στόχος της γρήγορής ανατροπής του Μαδουρο δεν είχε επιτευχθεί.

Σε κάθε περίπτωση,  αποτυχία της αντιπολίτευσης να συμφωνήσει σε μια στρατηγική για την ανάληψη εξουσίας έχει επισκιάσει την κύρια αδυναμία της: την ανικανότητά της να καταρτίσει ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα που θα πείσει την πλειοψηφία των Βενεζουέλας. Και την ώρα που ο Μαδούρο εξακολουθεί να μπορεί να υπολογίζει στην υποστήριξη ενός τμήματος του εκλογικού σώματος, ο διχασμός ανάμεσα στις «φυλές» της αντιπολίτευσης είναι πιθανό να αποτελέσει σημαντικό εμπόδιο στην εξεύρεση ειρηνικής λύσης στην παρούσα κρίση.