Καθώς η Γερμανία αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ, σε μια κρίσιμη περίοδο με φόντο την πανδημία του κοροναϊού, περισσότεροι δείχνουν να είναι οι φόβοι παρά οι προσδοκίες που γεννώνται.

Ads

Ενδεχομένως οι κυριότεροι από αυτούς να κάνουν με τις κατευθύνσεις που θα επιλέξει να δώσει σε μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα που αφορούν το περιβάλλον. Άλλωστε, η γερμανική κυβέρνηση δεν έκρυψε ποτέ την υπέρμετρη εύνοιά της απέναντι στις μεγάλες  βιομηχανίες, που έχουν έδρα στο έδαφός της.

Αυτήν ακριβώς την στενότατη σχέση της κυβέρνησης Μέρκελ με τα βιομηχανικά λόμπι αλλά και τους κινδύνους που απορρέουν από αυτή αναδεικνύει έρευνα που διεξήγαν  οι Corporate Europe Observatory και LobbyControl.

Η Γερμανία, τα βιομηχανικά λόμπι και οι κίνδυνοι

Ads

Η εν λόγω μελέτη, υπό τον τίτλο «Tainted Love», επισημαίνει πως παρότι η Γερμανία υπερηφανεύεται για τις προσπάθειές της για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Κι αυτό γιατί η συνεχής και αδιάλειπτη στήριξη για τις βιομηχανίες αυτοκινήτων, φυσικού αερίου, χημικών και αλιείας, ακυρώνουν τον ισχυρισμό περί πρωταθλήτριας χώρας στη μάχη για το περιβάλλον.

Την ίδια ώρα, όπως τονίζεται στη μελέτη, κεντρικό ρόλο στη χάραξη στρατηγικής της γερμανικής κυβέρνησης διαδραματίζει το υπουργείο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων υπό τον Πέτερ Αλτμάιερ, ο οποίος μόνο για τις περιβαλλοντικές τους ευαισθησίες δεν δείχνει να διακρίνεται. Είναι χαρακτηριστικό πως τόσο το υπουργείο όσο και ο ίδιος ο Αλτμάιερ προσωπικά έχουν παρέμβει πολλές φορές για την εξυπηρέτηση εταιρικών συμφερόντων και μάλιστα εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.

Παράλληλα, το κριτήριο λήψης αποφάσεων από τη γερμανική κυβέρνηση τόσο στις εγχώριες όσο και στις υποθέσεις της ΕΕ επικεντρώνεται έντονα στη διατήρηση του πλεονάσματος εξαγωγών, παρά τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία. Έτσι ερμηνεύεται και η απόλυτη στήριξη στις απαιτήσεις εταιριών, όπως η Bayer και Barf ή και μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών, σχετικά με διάφορες πτυχές χάραξης πολιτικής, μεταξύ των οποίων και τα ζητήματα φορολόγησης.

Αξίζει να αναφερθεί ότι υπό την γερμανική προεδρία αναμένεται να τεθεί ένα φλέγον ζήτημα για τις αυτοκινητοβιομαχανίες, καθώς με βάση την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, τα όρια διοξειδίου του άνθρακα πρόκειται να αυξηθούν από το 2021. Υπενθυμίζεται δε πως στις πλέον πρόσφατες διαπραγματεύσεις για το ζήτημα, η Γερμανία είχε επιχειρήσει να ρίξει τους στόχους, κάτι που απορρίφθηκε από τις υπόλοιπες χώρες. 

Επιπλέον, σημειώνεται πως πολλές από τις αποφάσεις της κυβέρνησης επί των συγκεκριμένων ζητημάτων έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα αιτήματα της κοινωνίας, με αποτέλεσμα πολλά πράγματα να γίνονται εν κρυπτώ ή με σκανδαλώδη εύνοια. Για παράδειγμα, η στρατηγική της κυβέρνησης υπέρ της βιομηχανίας φυσικού αερίου αναπτύχθηκε στο παρασκήνιο, μέχρι που αποκαλύφθηκε από ΜΚΟ. Επιπλέον, στο πρόγραμμα eprivacy το υπουργείο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων διεξήγαγε μελέτη οικονομικών επιπτώσεων πάνω στη γερμανική βιομηχανία της, βασισμένη αποκλειστικά και μόνο στις απόψεις του κλάδου. Στον δε τομέα της αλιείας, το λόμπι των βιομηχανιών έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για τις ποσοστώσεις της ΕΕ, σε αντίθεση με τη ΜΚΟ που αποκλείστηκαν από τα κυβερνητικά στελέχη.

Η μελέτη σημειώνει πως ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός η αναληψη της προεδρίας της ΕΕ περιλαμβάνει και την προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνεται,  το Συμβούλιο είναι το πιο αδιαφανές από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, κάτι που δημιουργεί πραγματικό έλλειμμα στην ενημέρωση των πολιτών αναφορικά με τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο αφήνεται το παιχνίδι στα χέρια εταιρικών παραγόντων, οι οποίοι διαθέτουν και τους πόρους αλλά και προσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων, επισκιάζοντας έτσι αιτήματα πολιτών, που διαθέτουν ανάλογα μέσα.

Η έλλειψη διαφάνειας διαιωνίζεται

Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, περίπου 100 νομοθέτες της ΕΕ έστειλαν πριν από λίγες εβδομάδες επιστολή προς την καγκελάριο Μέρκελ ζητώντας να «να θεσπιστούν νέοι κανόνες και μια νέα κουλτούρα για την αποτροπή υπερβολικής επιρροής από βιομηχανίες.

Την ίδια στιγμή, μετά από χρόνια αδιεξόδου, θεσπίστηκε «μητρώο διαφάνειας» σχετικά με τις επαφές εκπροσώπους επιχειρηματικών συμφερόντων στη γερμανική Βουλή, κάτι που απέρριπτε πεισματικά η συμμαχία CDU-CSU. Το σκάνδαλο όμως που ξέσπασε με τις αποκαλύψεις για τον βουλευτή του CDU, Φίλιπ Αμθορ, ο οποίος λειτουργούσε επί χρόνια για λογαριασμό της αμερικανικής εταιρείας πληροφορικής, Augustus Intelligence, φαίνεται πως άλλαξε τα δεδομένα.

Μέχρι στιγμής πάντως, δεν υπάρχει δεσμευτικό μητρώο λόμπι για πολιτικούς στη Γερμανία, αλλά μόνο μια λίστα ενώσεων που προσκαλούνται σε ακροάσεις στο κοινοβούλιο. Το προγραμματισμένο μητρώο, ωστόσο, όπως και στις Βρυξέλλες, δεν αφορά μέλη κυβέρνησης ή στελέχη υπουργείων.

Το λόμπι βιοοικονομίας – Η περίπτωση της BBI

Μια αρκετά καλή εικόνα σχετικά με τον τρόπο επιρροής των λόμπι στα κέντρα λήψης αποφάσεων της ΕΕ έρχεται μέσα από την έρευνα του Corporate Europe Observatory με τίτλο «In the name of innovation»,  σχετικά με τις πολυεθνικές  που δραστηριοποιούνται στον τομέα της βιοτεχνολογίας, έχοντας συμπράξει με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Στα χαρτιά στόχος είναι η ανάπτυξη ερευνών για την προώθηση «πράσινων» λύσεων στη βιομηχανία, όπως η παραγωγή βιομάζας, δηλαδή βιολογικής ύλης κυρίως προερχόμενης από τη βιομηχανική διαδικασία, στους τομείς της αγροκαλλιέργειας και της δασοκομίας και η οποία κατά 86% βρίσκεται στις τροπικές και τις ημιτροπικές περιοχές του πλανήτη.

Όπως αποδεικνύεται όμως,  αυτές οι πρακτικές δεν επιφέρουν θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα αφού οδηγούν σε αποψίλωση δασών, μονοκαλλιέργειες και αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Ακόμη, πλήθος επίμαχων μελετών, που εκπονούνται έπειτα από διαδικασία λόμπινγκ των πολυεθνικών, έχουν αντικείμενο την ευνοϊκότερη αντιμετώπισή τους από τις ρυθμιστικές αρχές προκειμένου να πωληθούν πιο εύκολα τα προϊόντα τους.

Σύμφωνα με τη μελέτη, το 2014 συστάθηκε η κοινή επιχείρηση των βιοβασιζόμενων βιομηχανιών (BBI), η οποία προέκυψε -όπως επισημαίνεται- έπειτα «από μια μακρά εκστρατεία λόμπι, ειδικά από τις βιομηχανίες της βιοτεχνολογίας, της δασοκομίας και των χημικών». Αυτή η σύμπραξη στηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να υλοποιηθεί η στρατηγική της ΕΕ για τη βιοοικονομία. Η BBI έπρεπε να λάβει 975 εκατ. ευρώ από την ΕΕ. Ο προϋπολογισμός του προγράμματος που δημιουργήθηκε το 2014 και θα λειτουργήσει τουλάχιστον μέχρι το 2024 ανέρχεται συνολικά σε 3,7 δισ. δολάρια (3,3 δισ. ευρώ). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη πληρώσει το 27% του συνόλου, δηλαδή 264,6 εκατ. ευρώ, ενώ οι βιομηχανίες συμμετέχουν μόλις στο 3% του ποσού, καθώς και με συνεισφορά 3,7% σε είδος.

Οι διακηρυγμένοι στόχοι και η πραγματικότητα

Κύριο στόχο της βιομηχανικής βιοοικονομίας –αποτελεί και βασικό αντικείμενο της ΒΒΙ– αποτελεί η μερική αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων (πετρελαιοειδή) με βιομάζα. Βασική προϋπόθεση είναι η βιομάζα να είναι «βιώσιμη» και «κυκλική», δηλαδή να αξιοποιείται εκ νέου από τη βιομηχανία. Κάτι ΄τέτοιο, δεν συμβαίνει: η χρήση της βιομάζας στην Ευρώπη έχει αυξηθεί τα τελευταία 15 χρόνια, εντούτοις παράγεται κυρίως από μη βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας και δασοκομίας. Μάλιστα η περαιτέρω παραγωγή βιομάζας πραγματοποιείται «σε βάρος της παραγωγής τροφίμων και της ακεραιότητας των λειτουργικών οικοσυστημάτων».

Στους στόχους της BBI συμπεριλαμβάνεται η «συνεισφορά σε μια περισσότερο αποτελεσματική και βιώσιμη οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα». Η BBI ωστόσο παραβλέπει συστηματικά «τις καταστροφικές επιπτώσεις» των σχεδίων της, καθώς η αύξηση της εξαγωγής βιομάζας χωρίς να προβλέπεται μείωση των ορυκτών καυσίμων οδηγεί σε καταστροφικά αποτελέσματα, όπως η εκπομπή περισσότερου διοξειδίου του άνθρακα. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις το 10% των χρηματοδοτούμενων μελετών της BBI προβλέπεται ότι θα έχει θετικό αντίκτυπο στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων.
Το να «τρέφεται» όμως μια ευρωπαϊκή βιομηχανία με βιομάζα χωρίς επαρκή εγχώρια προμήθεια πόρων σημαίνει «αυξανόμενο κίνδυνο για αρπαγές πόρων άλλων περιοχών. Πρέπει ο δρόμος προς μια ευρωπαϊκή βιωσιμότητα να αφορά νεοαποικιακές εισαγωγές ξύλου, πετρελαίου και ζάχαρης σε βάρος του κλίματος, της βιοποικιλότητας και της ευζωίας των ανθρώπων που ζουν εκεί;».

Επιπλέον, η BBI έχει δώσει το 70% των πόρων της για έρευνες που αφορούν την παραγωγή πληθώρας προϊόντων τα οποία παράγονται από βιομάζα, όπως τα πλαστικά και τα καύσιμα. Η βιομηχανία δηλαδή χρηματοδοτείται με χρήματα Ευρωπαίων φορολογουμένων για να πραγματοποιήσει έρευνες που θα ήταν «πολύ επικίνδυνο να πραγματοποιηθούν από τον ιδιωτικό τομέα». Παράλληλα, η BBI υποστηρίζει έρευνες που συμπεριλαμβάνουν «λόμπι και δημόσιες σχέσεις προκειμένου να επηρεάσουν τις ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ και τη δημόσια αντίληψη προς όφελος των προτεραιοτήτων και των προϊόντων των βιοβασιζόμενων βιομηχανιών».

Ενδεικτικό του πώς η BBI δαπανά τα χρήματα είναι ότι πολλές από τις μελέτες που έχει εκπονήσει βάσει της εσωτερικής της αξιολόγησης για την περίοδο 2014-16 «ήταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο τεχνολογικής ανάπτυξης». Κι όλα αυτά ενώ οι συνεδριάσεις του ΔΣ, όπως και οι προτάσεις έργων της BBI, είναι μυστικές, γεγονός που δεν ευνοεί τη διαφάνεια. Αυτό είναι κάτι που έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις αρκετών χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία τον Φεβρουάριο του 2019 ανακοίνωσε ότι «είναι σημαντικό για την κοινότητα της έρευνας και καινοτομίας οι πολίτες να εμπλακούν περισσότερο στη λειτουργία της BBI». Εξαιτίας «της έλλειψης διαφάνειας» τα αποτελέσματα των μελετών της ΒΒΙ είναι δύσκολο να αξιολογηθούν: «οι εταιρείες συστηματικά ιδιοποιούνται τα αποτελέσματα και τα δεδομένα αυτών», ενώ οι δείκτες αξιολόγησής τους «έχουν ολοκληρωτικά αποτύχει να λάβουν υπόψη τον κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπό τους».

Την ίδια ώρα, μια από τις «πράσινες» δραστηριότητες που προωθεί η BBI αφορά τα βιοκαύσιμα που παράγονται από καλλιεργούμενα φυτά. Το 2009, έπειτα από πίεση από τους κατασκευαστές αυτοκινήτων και τη βιομηχανία λαδιού, δημοσιεύτηκε η οδηγία της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), η οποία στόχευε στο να χρησιμοποιούν οι ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον 10% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη μετακίνηση μέχρι το 2020.

Τα καταστροφικά αποτελέσματα και η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση

Τα αποτελέσματα όμως αποδείχτηκαν «καταστροφικά», αφού ο επίμαχος στόχος οδήγησε στην υλοτόμηση ολόκληρων δασών προκειμένου να φυτευτούν στη θέση τους φοινικόδεντρα. Είναι αξιοσημείωτο ότι βάσει μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 45% της παγκόσμιας εξαγωγής φοινικέλαιου τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει προκαλέσει αποψίλωση δασών, γεγονός που αυξάνει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: «Ο μέσος κλιματικός αντίκτυπος του φοινικέλαιου είναι στην πραγματικότητα τρεις φόρες μεγαλύτερος από του ορυκτού ντίζελ».

Παράλληλα, η αύξηση της εξαγωγής βιομάζας από δάση οδηγεί στη μονοκαλλιέργεια δασών, όμως μακροπρόθεσμα «οι φυτεύσεις δέντρων θα απορροφήσουν μόλις το 2,5% του διοξειδίου του άνθρακα που απορροφάται από ένα φυσικό δάσος». Σε περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και στο δυτικό τμήμα των ΗΠΑ «καταστρέφονται φυσικά δάση και ψιλοκόβονται σε ξύλινες παλέτες προκειμένου να καούν για ενέργεια στην ΕΕ».

Ιδιαιτέρως αμφίσημη είναι η παραγωγή βιομάζας και από την αγροκαλλιέργεια, αφού αυτή αποκτάται κυρίως από βιομηχανικές γεωργικές πρακτικές που δεν είναι βιώσιμες, πλήττοντας «τα γεωργικά εδάφη και τη βιοποικιλότητα και άρα υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα την ασφάλεια τροφίμων». Τα προγράμματα που χρηματοδότησε η BBI σχετικά με την ανάπτυξη της γεωργικής βιομάζας έλαβαν 60% περισσότερη χρηματοδότηση απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί. Η εξήγηση μπορεί να δοθεί από το γεγονός ότι στις μονοκαλλιέργειες «απαιτούνται συνθετικά λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα, εντομοκτόνα και μυκητοκτόνα», προϊόντα δηλαδή που παράγονται από εταιρείες οι οποίες συμμετέχουν στην BBI.

Χαρακτηριστικό δείγμα της δραστηριότητας της BBI είναι το υποπρόγραμμα STAR4BBI, το οποίο χρηματοδοτήθηκε με 1 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το πρόγραμμα προτείνει μεταξύ άλλων «ένα συναφές, καλώς συντονισμένο κανονιστικό πλαίσιο που θα βοηθήσει τη δημιουργία μιας βιοβασιζόμενης οικονομίας αιχμής για την Ευρώπη». Στοχεύει δηλαδή στην υιοθέτηση υποχρεωτικών στόχων από τα κράτη της ΕΕ προκειμένου να χρησιμοποιούν συγκεκριμένη ποσότητα βιομάζας για συγκεκριμένα προϊόντα που οι επίμαχες πολυεθνικές παράγουν.

Οταν συστάθηκε η BBI κρίθηκε απαραίτητη η δημιουργία μιας επίσημης δομής προκειμένου να συντονίζονται η δουλειά και η συνεισφορά των πολυεθνικών στη συνεργασία. Ετσι σχηματίστηκε ένας νέος οργανισμός, η Κοινοπραξία Βιοβασιζόμενων Βιομηχανιών (BIC), που συνέταξε τη στρατηγική του ερευνητικού προγράμματος της BBI. Η BIC αυτοπροσδιορίζεται ως ομάδα λόμπινγκ. Στόχος της είναι «η συνεργασία με βασικούς υπεύθυνους λήψης αποφάσεων για ένα ευνοϊκό πολιτικό, νόμιμο, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον για βιοβασιζόμενες βιομηχανίες στην Ευρώπη». Παράλληλα, ενδεικτική της συνεισφοράς της Κομισιόν στη συνεργασία είναι και η εσωτερική αξιολόγηση του 2017 της BBI στην οποία αναφέρεται ότι «η Επιτροπή δεν έχει λάβει ενεργό ρόλο στον προγραμματισμό των προγραμμάτων εργασίας της BBI μέχρι στιγμής».