Το 2019, η γερμανική ταμπλόιντ εφημερίδα Bild δημοσίευσε συγκλονιστικές αποκαλύψεις για μια από τις πιο ισχυρές εταιρείες της χώρας.

Ads

Η Bild ανακάλυψε ότι ο Albert Reimann – δημιουργός μιας οικογενειακής επιχείρησης της οποίας η επενδυτική εταιρεία, η JAB Holding, κατέχει πλειοψηφικά μερίδια σε εμπορικά σήματα από την Dr Pepper έως την Jacobs Douwe Egberts – ήταν ένας αφοσιωμένος Ναζί που κακοποιούσε σεξουαλικά, βασάνιζε και ταπείνωνε σκλάβους εργάτες στην επιχείρησή του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η περιουσία της οικογένειας Reimann εκτιμάται σε 33 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η οικογένεια αποφάσισε να αντιμετωπίσει το σκοτεινό παρελθόν της και δώρισε εκατομμύρια ευρώ σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που είναι αφιερωμένοι στη βοήθεια θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων και στην αναζήτηση των οικογενειών των αιχμαλώτων πολέμου που αναγκάστηκαν να εργαστούν στην επιχείρηση του παππού.

Ads

Αυτή ήταν μία μόνο πρόσφατη περίπτωση που δείχνει πώς οι ναζιστές μεγιστάνες κατάφεραν να καλύψουν το σκοτεινό παρελθόν τους στη μεταπολεμική Δυτική Γερμανία.

Ένας από τους δημοσιογράφους που έψαξε στα αρχεία για να ανακαλύψει αυτή την ιστορία ήταν ο David de Jong.

Το νέο του βιβλίο, «Nazi Billionaires» («Ναζί δισεκατομμυριούχοι»), παρακολουθεί την ιστορία εκείνων που έγιναν μέρος της επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ του Τρίτου Ράιχ, κάνοντας τις περιουσίες τους κλέβοντας εβραϊκής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις, τράπεζες και άλλα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και εκμεταλλευόμενοι την καταναγκαστική και δουλεμπορική εργασία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εταιρείες όπως η Siemens, η Volkswagen, η BMW, η Daimler-Benz, η Dr. Oetker, η Porsche, η Krupp, η IG Farben και πολλές άλλες συνεργάστηκαν με τα SS, τα οποία έχτισαν «δορυφορικά» στρατόπεδα συγκέντρωσης κοντά στα εργοστάσια και τα ορυχεία αυτών των ιδιωτικών εταιρειών, όπου οι εργάτες – σκλάβοι δούλευαν κάτω από τις πιο φρικτές συνθήκες.

Ενώ, μετά το 1945, ξεκίνησαν νομικές διαδικασίες εναντίον ναζί επιχειρηματιών, σχεδόν ουδείς τιμωρήθηκε.

Σε βιομηχάνους όπως ο Günther Quandt, ο Friedrich Flick και ο Ferdinand Porsche επετράπη μάλιστα να διατηρήσουν τις περιουσίες τους και να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις τους κανονικά.

Κατά τη διάρκεια του «οικονομικού θαύματος» της δεκαετίας του 1950 στη Γερμανία, απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερες περιουσίες και οι οικογενειακές  επιχειρήσεις τους παραμένουν μεταξύ των ισχυρότερων στη Γερμανία.

Ορισμένοι μάλιστα συνέχισαν να υποστηρίζουν ακροδεξιά πολιτικά κόμματα.

Πώς όμως αναπτύχθηκε η σχέση μεταξύ του Αδόλφου Χίτλερ και της επιχειρηματικής και οικονομικής ελίτ κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου;

Και γιατί οι ναζί επιχειρηματίες αφέθηκαν ελεύθεροι μετά τον πόλεμο, παρόλο που οι δραστηριότητές τους αποτελούσαν κλειδί για τις επιχειρήσεις του καθεστώτος;

Ο Ondřej Bělíček του Jacobin μίλησε στον De Jong για την τύχη των ναζί δισεκατομμυριούχων.

Η υπόσχεση του Χίτλερ για περισσότερα επιχειρηματικά κέρδη

Ondřej Bělíček: Το βιβλίο σας ξεκινά με τη στιγμή που ο Χέρμαν Γκέρινγκ και ο Αδόλφος Χίτλερ κάλεσαν βιομηχάνους σε συνάντηση και τους ζήτησαν να δωρίσουν τεράστια ποσά στο ναζιστικό κόμμα. Μερικές φορές λέγεται ότι ο Χίτλερ χρησιμοποίησε αυτούς τους επιχειρηματίες για τους δικούς του σκοπούς, αλλά κατά μία άλλη έννοια, ο Χίτλες ήταν ο άνθρωπος που έψαχναν. Πώς θα περιγράφατε τη σχέση μεταξύ της οικονομικής και βιομηχανικής ελίτ της Γερμανίας και του ναζιστικού κόμματος;

David de Jong: Θα συμφωνούσα ότι κατά κάποιον τρόπο οι περισσότεροι από τους ανθρώπους για τους οποίους γράφω ήταν καθαροί καιροσκόποι. Οι οικογένειες αυτές ήταν ήδη πολύ πλούσιες πριν ο Χίτλερ καταλάβει την εξουσία το 1933, με εξαίρεση την οικογένεια Porsche-Piëch, η οποία έθεσε τα θεμέλια του πλούτου της κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Ήταν κορυφαίες επιχειρηματικές οικογένειες κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, του Τρίτου Ράιχ, στη Δυτική Γερμανία και ακόμη και σήμερα στην ενοποιημένη Γερμανία. Αυτοί οι επιχειρηματίες επεδίωκαν τη μεγιστοποίηση του κέρδους και ευημερούσαν σε οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα. Θα έλεγα μάλιστα ότι με κάποιο τρόπο θα ανέβαιναν στην κορυφή ακόμη και σε ένα κομμουνιστικό σύστημα. Ο κύριος στόχος τους ήταν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους αυτοκρατορίες και περιουσίες ανεξάρτητα από το πολιτικό σύστημα.

Αυτοί οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τον Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα μόλις είχε την πρώτη του εκλογική επιτυχία στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1930. Ήταν η περίοδος που η Μεγάλη Ύφεση έπληξε τη Γερμανία με ένα κύμα δυσαρέσκειας και ανεργίας. Ολόκληρος ο επιχειρηματικός κόσμος κρεμόταν σε μια κλωστή, και αυτό, για πρώτη φορά, άνοιξε την πόρτα του Χίτλερ στην επιχειρηματική κοινότητα της Γερμανίας, η οποία προηγουμένως είχε υποστηρίξει ως επί το πλείστον συντηρητικές προσωπικότητες του κατεστημένου. Τους άνοιξε την πόρτα για να κάνουν συζητήσεις, αλλά δεν άρχισαν πραγματικά να υποστηρίζουν τον Χίτλερ μέχρι που ανέβηκε στην εξουσία στις 30 Ιανουαρίου 1933. Σε εκείνη τη συνάντηση στην οποία αναφέρεστε, τους υποσχέθηκε κάτι που αρχικά τήρησε, δηλαδή οικονομική και πολιτική σταθερότητα και επανεξοπλισμό της Γερμανίας, από τον οποίο επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Έβγαλαν δισεκατομμύρια μάρκα του Ράιχ, τα χρήματα έρεαν από τις εταιρείες χάλυβα, μηχανημάτων και αυτοκινήτων, οι οποίες ανακατασκευάστηκαν για να παράγουν όπλα και πολεμικό υλικό.

Ondřej Bělíček: Ο Χίτλερ τους έδωσε τα μέσα για να βγάλουν περισσότερα χρήματα και να ελέγχουν ό,τι ήθελαν με αντάλλαγμα την αφοσίωσή τους.

David de Jong: Τους υποσχέθηκε να τους βγάλει περισσότερα χρήματα, αλλά και να προστατεύσει τα συμφέροντά τους, επειδή ήταν μια πολύ ασταθής περίοδος. Σίγουρα, επρόκειτο για την μεγαλύτερη κερδοφορία, αλλά αυτό ήταν πάντα το βασικό τους μέλημα. Αλλά τώρα επρόκειτο επίσης πραγματικά για την αναζωογόνηση των επιχειρήσεών τους, για να επανέλθει η οικονομία της Γερμανίας εκεί που ήταν πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Βαϊμάρη.

Ondřej Bělíček: Στο βιβλίο σας παρακολουθείτε την ιστορία μερικών βασικών πρωταγωνιστών μεταξύ των χρηματιστών, βιομηχάνων και κατασκευαστών όπλων του Τρίτου Ράιχ, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις ναζιστικές φυλετικές πολιτικές και έκαναν τεράστιες περιουσίες. Θα μπορούσατε να περιγράψετε τις κύριες πρακτικές που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι άνθρωποι για να πετύχουν αυτό που ήθελαν και να γίνουν οι πλουσιότεροι και ισχυρότεροι άνθρωποι στη ναζιστική Γερμανία;

David de Jong: Υπήρχαν τρεις τρόποι για να επωφεληθεί κανείς από το ναζιστικό σύστημα. Ανέφερα ήδη την παραγωγή όπλων, η οποία δεν ήταν εγκληματική, αν και απαγορευόταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Αλλά από το 1935 και μετά, με την εισαγωγή των φυλετικών νόμων της Νυρεμβέργης, βλέπουμε μια ολισθαίνουσα κλιμάκωση προς την εγκληματικότητα με τη στέρηση  δικαιωμάτων και την απαλλοτρίωση των περιουσιών των Εβραίων επιχειρηματιών και των εβραϊκών οικογενειών.

Αρχικά, είχε αυτό το επίχρισμα της νομιμότητας, όπου εξαναγκάζονταν οι Εβραίοι επιχειρηματίες να παραχωρήσουν τις εταιρείες τους, πολύ κάτω από την αγοραία αξία, στους ανθρώπους για τους οποίους γράφω. Ή αλλιώς, οι οικογένειες αυτές ήθελαν να πουλήσουν τις εταιρείες τους επειδή ήθελαν να διαφύγουν από τη ναζιστική Γερμανία. Αλλά στη συνέχεια, καθώς προχωρά η δεκαετία του 1930, βλέπουμε ότι αυτό εξελίσσεται σε απόλυτη κλοπή και ληστεία και κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που ανήκαν σε Εβραίους.

Χρησιμοποίησαν την ίδια πρακτική στα κατεχόμενα από τους Γερμανούς εδάφη σε όλη την Ευρώπη, με ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που ληστεύονταν μόνο και μόνο επειδή οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη χώρα τους. Και ο τρίτος τρόπος ήταν η μαζική εκμετάλλευση της καταναγκαστικής και δουλεμπορικής εργασίας. Μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση το 1941, άρχισε η μαζική εισροή καταναγκαστικών και δουλεμπορικών εργατών από όλη την Ευρώπη σε γερμανικά εργοστάσια και ορυχεία. Υπολογίζεται ότι από 12 έως 20 εκατομμύρια άνθρωποι στάλθηκαν για να εργαστούν στη Γερμανία και περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν λόγω των φρικτών συνθηκών εργασίας στα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα στρατόπεδα εργασίας.

Εργάτες – σκλάβοι

Ondřej Bělíček: Το πιο συγκλονιστικό μέρος αυτής της ιστορίας είναι η εκμετάλλευση των κρατουμένων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως εργατικό δυναμικό σκλάβων για τις ιδιωτικές εταιρείες. Σε ποιο βαθμό αυτές οι ιδιωτικές εταιρείες χρησιμοποιούσαν εργατικό δυναμικό σκλάβων – και ποιες ήταν οι συνθήκες εργασίας;

David de Jong: Υπήρχαν τρεις τρόποι με τους οποίους οι γερμανικές εταιρείες προμηθεύονταν αυτό το εργατικό δυναμικό. Υπήρχαν καταναγκαστικοί εργάτες που προέρχονταν κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι απελαύνονταν κατά εκατομμύρια μέσω του γερμανικού «εργασιακού μετώπου», πληρώνονταν πολύ λιγότερο από τους Γερμανούς εργάτες και κρατούνταν σε στρατόπεδα εργασίας.

Στη συνέχεια υπήρχαν οι αιχμάλωτοι πολέμου. Δεν πληρώνονταν.

Τρίτον, υπήρχε η εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτή ήταν μια συνεργασία των SS με μεγάλες εταιρείες όπως η BMW, η Daimler, η Volkswagen, η IG Farben, η Siemens, η Krupp, η Dr. Oetker και εταιρείες που ελέγχονταν από τον Günther Quandt και τον Friedrich Flick. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σκλάβοι και ο στόχος ήταν η εξόντωσή τους μέσω της εργασίας.

Οι εταιρείες αυτές νοίκιαζαν κρατούμενους από τα SS έναντι τεσσάρων μάρκων Ράιχ την ημέρα για ανειδίκευτη εργασία και έξι μάρκων Ράιχ την ημέρα για εξειδικευμένη εργασία.

Τα SS έχτισαν υπο-στρατόπεδα συγκέντρωσης ή “δορυφορικά στρατόπεδα συγκέντρωσης”, όπως ονομάζονταν, σε εργοστασιακά συγκροτήματα. Αυτά τα στρατόπεδα φυλάσσονταν από τα SS, και δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου ιατρική περίθαλψη και τροφή για τους αιχμαλώτους. Οι κρατούμενοι εκτελούνταν, απαγχονίζονταν ή πυροβολούνταν για τις πιο μικρές παραβάσεις και κακοποιούνταν στους χώρους εργασίας τους. Δεν είχαν προστατευτικό ρουχισμό, οπότε χειρίζονταν τα μηχανήματα με γυμνά χέρια.

Υπήρχαν οι πιο απαίσιες συνθήκες εργασίας που μπορείτε να φανταστείτε.

«Η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας είναι ένας μύθος»

Ondřej Bělíček: Μετά τον πόλεμο, προετοιμάστηκαν δίκες κατά της ναζιστικής οικονομικής και βιομηχανικής ελίτ και φαινόταν ότι η δικαιοσύνη θα αποδιδόταν. Αλλά σύντομα αποδείχθηκε ότι σχεδόν κανένας από τους κύριους ενόχους δεν καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Θα μπορούσατε να περιγράψετε πώς στήθηκαν αρχικά οι δίκες και τι καθόρισε το αποτέλεσμα αυτών των δικών;

David de Jong: Είναι σημαντικό να διακρίνουμε δύο πράγματα. Πρώτον, υπήρχαν οι δίκες της Νυρεμβέργης. Η πρώτη και κύρια δίκη της Νυρεμβέργης ήταν μια μεγάλη επιτυχία και επικεντρώθηκε στους κορυφαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς πρωταγωνιστές του ναζιστικού καθεστώτος. Και υπήρχε το σχέδιο να διεξαχθούν δίκες κατά βιομηχάνων, οι οποίες θα ήταν παρόμοιες με την πρώτη κύρια δίκη. Αλλά οι Αμερικανοί ανησυχούσαν ότι οι Σοβιετικοί θα την μετέτρεπαν σε μια αντικαπιταλιστική δίκη επίδειξης. Ταυτόχρονα, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ήταν τόσο αδύναμοι οικονομικά που δεν ήθελαν να βάλουν χρήματα σε ένα ακόμη μαζικό δικαστήριο. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνοι τους και διοργάνωσαν 11 δίκες στη Νυρεμβέργη.

Τρεις από αυτές τις δίκες διεξήχθησαν εναντίον βιομηχάνων. Αφορούσαν τον Friedrich Flick και τους διευθυντές του, τον Alfred Krupp και τους διευθυντές του και ολόκληρο το εκτελεστικό συμβούλιο της IG Farben. Αυτές οι δίκες ήταν πολύ καλά προετοιμασμένες και η δικαιοσύνη αποδόθηκε.

Ωστόσο, οι Αμερικανοί δικαστές δεν πήραν πραγματικά το μεγαλύτερο μέρος του πυκνού αποδεικτικού υλικού, μεταφρασμένο από τα γερμανικά. Οι Αμερικανοί περιόρισαν τον αριθμό των δικών κατά βιομηχάνων, επειδή δεν ήθελαν να δικάσουν τον καπιταλισμό. Εκείνη την εποχή είχε αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος και οι Αμερικανοί πήραν αυτή την πολιτική απόφαση, σύμφωνα με την οποία ήθελαν να ξαναχτίσουν τη Δυτική Γερμανία ως ένα δημοκρατικά βιώσιμο και οικονομικά ισχυρό κράτος, το οποίο θα λειτουργούσε ως ανάχωμα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και την επέλαση του κομμουνισμού.

Καταλαβαίνω αυτή την πολιτική απόφαση, αλλά εκεί που πήγε εντελώς στραβά, κατά τη γνώμη μου, ήταν όταν οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι παρέδωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ύποπτους ναζί εγκληματίες πολέμου πίσω στις δυτικογερμανικές αρχές για τις λεγόμενες διαδικασίες αποναζιστικοποίησης, οι οποίες ήταν πολύ λανθασμένες νομικά δίκες που έγιναν στη δυτική Γερμανία μεταξύ 1945 και 1950. Αυτό ουσιαστικά σήμαινε ότι εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, Γερμανοί αφέθηκαν ελεύθεροι για τα εγκλήματά τους, επειδή δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον από τη γερμανική πλευρά να δικάσει ανθρώπους για εγκλήματα που οι ίδιοι είχαν διαπράξει και επίσης για συμπάθειες που είχαν.

Η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας είναι ένας μύθος. Δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Υπήρξε μια συνέχιση του χρήματος και της εξουσίας από τη ναζιστική Γερμανία στη Δυτική Γερμανία, και επίσης, σε ένα βαθμό, στην Ανατολική Γερμανία, επειδή πρώην αξιωματικοί των SS έγιναν υψηλόβαθμα στελέχη της Στάζι και του κόμματος. Αλλά ήταν πολύ πιο διαδεδομένη στη Δυτική Γερμανία, όπου – σε οποιοδήποτε κομμάτι της κοινωνίας, είτε πρόκειται για επιχειρήσεις, είτε για νομικά, ιατρικά, ακαδημαϊκά πεδία ή μέσα ενημέρωσης – δεν υπήρξε καμία αποναζιστικοποίηση.

«Δεν ήθελαν να δικάσουν τον καπιταλισμό»

Ondřej Bělíček: Είναι συγκλονιστικό το γεγονός ότι οι κορυφαίοι ηγέτες της οικονομικής ελίτ της ναζιστικής Γερμανίας είχαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητές τους ως συνήθως.

David de Jong: Ναι, απολύτως. Τους επιτράπηκε να διατηρήσουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία. Εκτός, φυσικά, από τα περιουσιακά τους στοιχεία που βρίσκονταν στη σοβιετικά κατεχόμενη Ανατολική Γερμανία, όπου οι αρχές τα απαλλοτρίωσαν και πήραν τα πάντα. Αλλά στη Δυτική Γερμανία, τους επιτράπηκε να κρατήσουν τα πάντα.

Ondřej Bělíček: Όσον αφορά τις δίκες, μου φάνηκε περίεργο ότι οι ερευνητές δεν ενδιαφέρθηκαν για τις βάναυσες πρακτικές των βιομηχάνων, όπως η εκμετάλλευση καταναγκαστικής εργασίας σκλάβων και η λειτουργία υποκαταστημάτων στρατοπέδων συγκέντρωσης κοντά στα εργοστάσιά τους. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβαινε αυτό;

David de Jong: Σχετιζόταν με το γεγονός ότι δεν ήθελαν να δικάσουν τον καπιταλισμό. Ομοίως, γι’ αυτό τους επέτρεψαν να κρατήσουν όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία, επειδή οι επιχειρήσεις έπρεπε να ευδοκιμήσουν στη Δυτική Γερμανία, αν ήθελαν να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και αν επρόκειτο να αναβιώσει ξανά η Δυτική Ευρώπη.

Νομίζω ότι οι Αμερικανοί ανησυχούσαν ότι, αν ερευνούσαν τις εργασιακές πρακτικές, αυτό θα μπορούσε να στραφεί εναντίον τους και να τους γίνουν ερωτήσεις όπως: “Εντάξει, αλλά τι κάνετε στα εργοστάσιά σας;” ή “τι γίνεται με την εκμετάλλευση των Αφροαμερικανών στη χώρα σας;”. Αυτό ήταν κάτι που ήθελαν να αποφύγουν με κάθε κόστος.

«Οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν αναγκάστηκαν ποτέ να αναλάβουν οποιαδήποτε ηθική ευθύνη»

Ondřej Bělíček: Λέγεται συχνά ότι η Γερμανία αντιμετώπισε το σκοτεινό παρελθόν της. Το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 αναφέρεται συχνά ως η στιγμή που η γερμανική κοινωνία άρχισε να θέτει δύσκολα ερωτήματα. Αφού διάβασα το βιβλίο σας, δεν είμαι τόσο σίγουρος αν η γερμανική κοινωνία ήταν τόσο επιτυχής από αυτή την άποψη. Αναφέρετε ότι η πρώτη μεγάλη αντίδραση κατά της οικογένειας ενός από τους ισχυρότερους βιομηχάνους του Τρίτου Ράιχ, του Φρίντριχ Φλικ, συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Και μόνο τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με την ιστορία άλλων μεγάλων ναζί που έχτισαν τις αυτοκρατορίες τους κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ και συνέχισαν να το κάνουν και μετά τον πόλεμο. Γιατί πιστεύετε ότι αυτό συμβαίνει τώρα και όχι πολύ νωρίτερα, για παράδειγμα όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος;

David de Jong: Είναι επειδή οι γερμανικές επιχειρήσεις δεν αναγκάστηκαν ποτέ να αναλάβουν οποιαδήποτε ηθική ευθύνη για τα εγκλήματά τους κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Σίγουρα, υπήρχαν οικονομικές αποζημιώσεις, αλλά πάντα διαπραγματεύονταν ότι δεν χρειαζόταν να παραδεχτούν οποιαδήποτε ενοχή ή ενοχή για τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πλήρωσαν χρήματα, αλλά το να πληρώνεις χρήματα είναι κάτι διαφορετικό από το να βγαίνεις πραγματικά και να αναλαμβάνεις την ευθύνη για τις πράξεις σου στο παρελθόν. Η έλλειψη ευθύνης επέτρεψε σε αυτές τις επιχειρηματικές οικογένειες να κρύψουν την ιστορία κάτω από το χαλί μέχρι σήμερα.

Ondřej Bělíček: Όταν λοιπόν μιλάμε για το πώς η Γερμανία κατάφερε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της, πιστεύετε ότι πρόκειται για μύθο;

David de Jong: Αν κοιτάξετε σε μακροσκοπικό επίπεδο, τότε ναι, το αντιμετώπισαν αρκετά καλά. Αν κοιτάξετε σε μικροεπίπεδο, κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτό. Κανείς δεν θέλει πραγματικά να μιλήσει για το τι έκαναν οι παππούδες του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η συζήτηση στη δεκαετία του 1960 ήταν περισσότερο μια σύγκρουση γενεών. Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο έγιναν πολύ επικριτικοί απέναντι στις δομές εξουσίας που εξακολουθούσαν να ισχύουν. Από αυτή τη συζήτηση δημιουργήθηκαν πολύ βίαια κινήματα, όπως η “Φράξια Κόκκινος Στρατός” (στο πρωτ: Rote Armee Fraktion), αλλά κυρίως αμφισβητούσαν τον συντηρητισμό και την έλλειψη ιστορικού απολογισμού που υπήρχε στη Γερμανία, κάτι που δεν συνέβαινε και πολύ στον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος ήταν ακόμη ένας πολύ συντηρητικός κόσμος. Αυτή η αναμέτρηση δεν ήρθε πραγματικά μέχρι τη δεκαετία του 1990 ή του 2000. Και κατά τη γνώμη μου, απέχει ακόμη πολύ από το να εκπληρωθεί.

Ondřej Bělíček: Πώς αντέδρασε η γερμανική κοινωνία στα ευρήματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα στις εφημερίδες σχετικά με το σκοτεινό ναζιστικό παρελθόν ορισμένων δισεκατομμυριούχων εταιρειών;

David de Jong: Το πρόβλημα στη Γερμανία είναι ότι το κοινό έχει γίνει λίγο απο-ευαισθητοποιημένο στις αποκαλύψεις σχετικά με το ναζιστικό παρελθόν της.  Ο κόσμος κατακλύζεται καθημερινά από τέτοιες αποκαλύψεις. Έχουν συνηθίσει σε αυτές και δεν σοκάρονται.

Ondřej Bělíček: Ορισμένες από τις οικογένειες πρώην ναζί επιχειρηματιών ανέλαβαν δημόσια την ευθύνη για το παρελθόν μετά από πιέσεις των μέσων ενημέρωσης και του κοινού. Στο βιβλίο σας, αναφέρατε ιδιαίτερα τον έλεγχο των ζημιών από την επιχείρηση της οικογένειας Reimann ως παράδειγμα για το πώς αντιμετωπίζονται τα ευρήματα σχετικά με το σκοτεινό παρελθόν μιας επιχείρησης. Γιατί πιστεύετε ότι τα μέτρα που έλαβαν είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης;

David de Jong: Επειδή είναι διαφανείς ως προς το γεγονός ότι ο πατέρας και ο παππούς τους ήταν αφοσιωμένοι Ναζί. Επίσης, μετονόμασαν το ίδρυμά τους από το όνομα του άλλου παππού τους, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δολοφονήθηκε στο Ολοκαύτωμα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι θα έπρεπε να υπάρχει περισσότερη ιστορική διαφάνεια και ανάληψη ευθύνης για το παρελθόν. Αλλά αν ονομάζετε τα ιδρύματά σας με το όνομα του Herbert Quandt ή του Friedrich Flick ή του Ferdinand Porsche, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι ναζί ή εθελοντές αξιωματικοί των SS που διέπραξαν εγκλήματα πολέμου σε μεγάλη κλίμακα, τότε δεν μπορείτε να γιορτάζετε τις επιχειρηματικές τους επιτυχίες, ενώ παραλείπετε τη ναζιστική τους ιστορία.

Ondřej Bělíček: Ποια ήταν η αντίδραση του κοινού στο βιβλίο σας;

David de Jong: Υπήρξαν δύο σημαντικές εξελίξεις από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο. Πρώτον, το ίδρυμα της BMW, Herbert Quandt, κατακλύστηκε από οργισμένες επιστολές ανθρώπων που έλαβαν χρήματα από το ίδρυμα αυτό, αλλά αισθάνθηκαν ότι τους είπαν ψέματα επειδή τους δόθηκαν χρήματα στο όνομα ενός ναζί εγκληματία πολέμου. Έτσι, το ίδρυμα βγήκε με μια δήλωση και υποσχέθηκε αλλαγή, αλλά η BMW έχει κολλήσει μεταξύ του συντηρητικού μετόχου Stefan Quandt, ο οποίος τιμά τον πατέρα του, και των θυμωμένων μελών του ιδρύματος, τα οποία δεν είναι πολύ ισχυρά, αλλά εξέφρασαν πολύ δημόσια την οργή τους.

Δεύτερον, η Porsche διαπραγματεύεται τώρα με τους κληρονόμους του Adolf Rosenberger, του συνιδρυτή της εταιρείας, ο οποίος εκδιώχθηκε από την Porsche το 1935 και διαγράφηκε από την ιστορία της εταιρείας Porsche επειδή ήταν Εβραίος. Θέλουν λοιπόν να αποκαταστήσουν τη θέση του στην ιστορία της εταιρείας Porsche. Οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι έχουν τόσα πολλά οικονομικά συμφέροντα σε κίνδυνο αυτή τη στιγμή, με την εταιρεία να πηγαίνει στο χρηματιστήριο και να αποτιμάται στα 80 δισεκατομμύρια ευρώ, που είναι ένα τεράστιο ποσό.

Πηγή: jacobin.com