Τη στιγμή που Παλαιστίνιοι, αλλά και Ισραηλινοί, μετρούσανε νεκρούς από τους βομβαρδισμούς στη Λωρίδα της Γάζας, οι Ευρωπαίοι γιόρταζαν την “ενότητά” τους, μέσω του διαγωνισμού της Γιουροβίζιον. Πίσω, όμως, από τη λάμψη των τραγουδιών και των χαμόγελων, κρύβεται η γκροτέσκα πραγματικότητα του παλαιότερου μουσικού διαγωνισμού: διακρατικές αντιπαλότητες, εθνικισμοί και κιτς εργαλειοποίηση του πολιτισμού. Μήπως κάτι ήξερε ο διάσημος σχολιαστής του BBC για τη διοργάνωση Terry Wogan, όταν είχε δηλώσει πως «ο καθένας ξέρει ότι είναι σκουπίδι»;

Ads

Στην τελευταία διοργάνωση της Γιουροβίζιον πριν τον κορονοϊό, το 2019, παρατηρήθηκε κάτι πολύ ενδιαφέρον: Αν και ήταν γνωστό ότι η πολιτική δεν ήταν απούσα στην ανάδειξη του νικητή, υπάρχει χάσμα στις προτιμήσεις τραγουδιών μεταξύ επιτροπών και θεατών! Την αποκάλυψη έκανε ο οργανισμός Vote Watch, που εδρεύει στις Βρυξέλλες και αποτυπώνει μέσω πρωτότυπης ανάλυσης δεδομένων τις πολιτικές εξελίξεις σε κοινοτικό επίπεδο. Ομοίως, επιχείρησε να αναλύσει τις εξελίξεις στη Γιουροβίζιον παράλληλα με τις Ευρωεκλογές του 2019.

Μετά το 2016, που εισήχθη περισσότερη διαφάνεια στον θεσμό –δηλαδή να φαίνεται ξεκάθαρα τι ψηφίζουν οι ειδικοί και τι οι απλοί θεατές- το Vote Watch είδε ότι «τα τραγούδια των δυτικών χωρών λαμβάνουν περισσότερους πόντους από τις κριτικές επιτροπές παρά από το κοινό, ενώ τα τραγούδια από τις ανατολικές χώρες είναι πιο δημοφιλή στο κοινό από ό, τι μεταξύ των ειδικών». Υπάρχει μια πραγματική διαίρεση σε Ανατολική και Δυτική Ευρώπη ως προς τις επιλογές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι διοργανωτές της Γιουροβίζιον, σύμφωνα με το Vote Watch, στέλνουν ακριβώς το ίδιο μήνυμα με τα κοινοτικά όργανα: δεν έχει σημασία ποιον θα ψηφίσετε, αφού το αποτέλεσμα αποφασίζεται τελικά από τις “ελίτ” πίσω από τα παρασκήνια.

Φερ’ ειπείν, η Ρωσία ενώ είχε πάρει 606 βαθμούς από τον κόσμο, οι επιτροπές της έδωσαν μόνο 292! Αντίθετα, η Αυστραλία είχε “εισπράξει” 1038 πόντους από τους ειδικούς, αλλά μόνο 447 πόντους από το κοινό, στις τελευταίες τρείς διοργανώσεις. Επίσης, να μην ξεχνιέται ότι οι πέντε χώρες (Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) που συντηρούν οικονομικά τον διαγωνισμό πηγαίνουν κατευθείαν στον τελικό, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τον καλλιτεχνικό χαρακτήρα του θεσμού. Ωστόσο, μπορεί, να μην λειτουργεί και τόσο η δημοκρατία στη διοργάνωση, αλλά η “εισβολή” του κόσμου στη διαμόρφωση του αποτελέσματος μάλλον δεν ενίσχυσε τόσο τα μουσικά κριτήρια, αλλά τα… εθνικιστικά και στρατηγικά.

Ads

Η παντοδυναμία των συμμαχιών

Πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Φλώριδα, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Αλέξανδρος Μάντζαρης, ήρθε για να δείξει κάτι το εντυπωσιακό: Από το 1977 έχει δεκαπλασιαστεί ο αριθμός των διακρατικών συμμαχιών στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, καθώς μπήκαν στο παιχνίδι και οι θεατές μέσω τηλε-ψηφοφοριών ενώ μέχρι το 1997 ήταν υπόθεση επιλεγμένων επιτροπών. «Τα ισχυρότερα δίκτυα έχουν αναπτυχθεί μεταξύ σκανδιναβικών χωρών και μεταξύ  πρώην σοβιετικών κρατών. Τα τελευταία 20 χρόνια, αυτές οι ομάδες έχουν κερδίσει 13 τίτλους μεταξύ τους», όπως αναφέρεται στον Economist που ανέδειξε την έρευνα. Γνήσια παραδείγματα στις “συμμαχικές ψηφοφορίες”, [ανταλλαγή ψήφων με συγκεκριμένα κράτη],  είναι Νορβηγία-Σουηδία κα Ελλάδα-Κύπρος. Μπορεί το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου να είναι ουσιαστικά ανενεργό, αλλά η πολιτισμική διπλωματία -λιγότερο ριψοκίνδυνη- καλά κρατεί μεταξύ των δύο αδελφών κρατών. Έτσι, όμως, η ποιότητα του τραγουδιού είναι αδιάφορη στην τελική βαθμολόγηση των διαγωνιζόμενων, δίχως, μάλιστα αυτό να κεφαλαιοποιείται και ουσιαστικά πολιτικά.

Οι Ana Radović Kapor και Zrinka Borić (Πανεπιστήμιο Libertas International), στην έρευνά τους για τη Γιουροβίζιον, επιβεβαιώνουν ότι «οι ομάδες (μπλοκ) κρατών, που ψηφίζουν, μπορεί να θεωρηθεί ότι κάνουν άμεση χρήση της διπλωματίας, δεδομένου ότι οι χώρες έχουν αναπτύξει μια συνήθεια και προσδοκία να ψηφίζουν η μία την άλλη. […] Η υποστήριξη που εμφανίζεται μέσω ψήφων αντιπροσωπεύει μια σιωπηρή προσδοκία μιας τέτοιας υποστήριξης, διότι φέρνει ένα ισχυρό συμβολικό μήνυμα διακρατικής υποστήριξης». Υπήρχαν, μάλιστα περιπτώσεις που οι χώρες αξιοποίησαν το βήμα της Γιουροβίζιον για να περάσουν ξεκάθαρα ένα πολιτικό – εθνικό βήμα. Γνήσια παραδείγματα ήταν αυτό της Βοσνίας το 1993 που στράφηκε εναντίον της Σερβίας (Γιουγκοσλαβικός Εμφύλιος πόλεμος), αλλά και της Γεωργίας το 2009 εναντίον της Ρωσίας.

image

image

Το ατού των απόδημων

Η τηλε-ψηφοφορία προσέδωσε περισσότερη “δημοκρατικότητα” στον θεσμό, αλλά ενίσχυσε συγκεκριμένες χώρες, δίχως να το αξίζουν απαραίτητα. Έτσι, σταδιακά, απογοητεύτηκε ο Terry Wogan που ενώ αρχικά πίστευε ότι η Γιουροβίζιον θα επικεντρωνόταν στη μουσική, είδε μετά τη ζημιά που προκάλεσε η πολιτική λόγω αλλαγών στις ψηφοφορίες. Τα αρνητικά του σχόλια αφορούσαν στην «πολιτική, στην ψηφοφορία ομάδων κρατών και στη διασπορά (μετανάστες)». Καθώς στην τηλε-ψηφοφορία οι θεατές μιας χώρας μπορούν να ψηφίσουν οποιαδήποτε άλλη, εκτός της δική τους, κράτη με απόδημους απολαμβάνουν στήριξης από άλλες χώρες.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των Τούρκων μεταναστών στην Ευρώπη, ο αριθμός των οποίων στη Γερμανία αφορά το 5% του πληθυσμού, στην Ολλανδία αγγίζει τα 2 εκατομμύρια ενώ στη Γαλλία πλησιάζει τα 2 εκατομμύρια. Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι χώρες αυτές έχουν δώσει τους περισσότερους πόντους τους στην Τουρκία το διάστημα 2003-2011. Τότε, η Τουρκία βρέθηκε επτά στις εννιά φορές στα top 5 τραγούδια, χάρη στους ομογενείς της που ζουν στην Ευρώπη. Πριν ψηφίσει ανοιχτά ο κόσμος, η Τουρκία μετά βίας κατάφερε να φτάσει μία φορά στα πέντε πρώτα καλύτερα τραγούδια.

Κιτς ή πολιτισμός;

Θύμα όλων αυτών, η τέχνη. Το ελληνικό τραγούδι, δυστυχώς, υπέκυψε στο παρακμιακό αυτό ρεύμα δίχως να προσφέρει πολιτισμικά κάτι αξιόλογο, όπως και τα περισσότερα. «Πάντα είχα αντιρρήσεις σε αυτό» λέει ο συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Ουσιαστικά νοθευόταν το ελληνικό τραγούδι, διότι πιστεύω ότι είναι πολύ σπουδαίο. Και για να είμαστε υποψήφιοι, υποχρεωνόμασταν να μπαίνουμε στα γούστα της ευρωπαϊκής μουσικής. Δε θα μπορούσε ποτέ να μπει ο Χατζηδάκης και ο Θεοδωράκης, ή ο Μαρκόπουλος». Τα τραγούδια που διαγωνίζονται στη Γιουροβίζιον δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα το πολιτισμικά διαφορετικό. Η συντριπτική πλειονότητά τους είναι στην αγγλική γλώσσα και περιστρέφονται γύρω από την ποπ και έτσι εξαφανίζεται ο πολιτισμικός πλούτος που μπορεί να εισφέρει κάθε χώρα.

Το φετινό τραγούδι της Κύπρου -που θυμίζει καμπαρέ- είναι εντελώς αδιάφορο, τονίζοντας περισσότερο τα σωματικά προσόντα της ερμηνεύτριας  παρά τη μουσική. Το καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των εθνικών μουσικών ομάδων έχει μετατοπιστεί από τους στίχους και το τραγούδι, στην παρουσίαση και στα εφέ, πέφτοντας στην παγίδα της γραφικότητας και ενίοτε κακογουστιάς. Σε παλαιότερη διοργάνωση, ο Terry Wogan, σχολιάζοντας ένα κακό τραγούδι, προέτρεψε τους θεατές: «Τώρα, δείτε αν μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι [αυτό] χωρίς να σας αποσπούν την προσοχή οι δύο ηλίθιοι [που χορεύουν] με τα αδιάβροχα [δίπλα από την τραγουδίστρια]».

Όταν ο ίδιος εγκατέλειψε το 2009 τη θέση του επίσημου σχολιαστή του διαγωνισμού στη Βρετανία άφησε ως κληρονομιά, ίσως, από τους πιο εύστοχους χαρακτηρισμούς για τη διοργάνωση: «Η Eurovision είναι ένα συναρπαστικό, επιτηδευμένο, ανόητο θέαμα. Δεν μπορείτε να το ξεπεράσετε. Είναι διασκεδαστικό, “ελαφρύ” σόου. Είναι το μεγαλύτερο του είδους του οπουδήποτε στον κόσμο. Δεν πρόκειται για πολιτική ή για να διεκδικήσετε τη θέση σας στην Κοινότητα, ούτε καν για την εθνική υπερηφάνεια. Δεν είναι ευκαιρία να δείξεις στους γείτονές σου πόσο τους αγαπάς. Πρόκειται για την επιλογή του καλύτερου δημοφιλούς τραγουδιού στην Ευρώπη».