Την Τετάρτη 28 Απριλίου, στις 6 π. μ., μια μεγάλη επιχείρηση από την αντιτρομοκρατική υποδιεύθυνση της γαλλικής δικαστικής αστυνομίας έλαβε χώρα. Επτά άτομα -μεταξύ των οποίων πρώην μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών- που είχαν καταδικαστεί στην Ιταλία σε βαριές ποινές φυλάκισης για τρομοκρατικές πράξεις κατά τη δεκαετία 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, συνελήφθησαν κατόπιν ιταλικού αιτήματος για την έκδοσή τους.

Ads

Τρία άλλα πρόσωπα  σε βάρος των οποίων έχουν, επίσης, εκδοθεί εντάλματα σύλληψης, δεν βρίσκονταν στο σπίτι τους κατά την αστυνομική επιχείρηση και αναζητούνται.  Όλοι τους έχουν καταδικαστεί στην Ιταλία για συμμετοχή -άμεση ή έμμεση- σε θανατηφόρες επιθέσεις εναντίον επιχειρηματικών ηγετών, πολιτικών ή μελών των δυνάμεων ασφαλείας. Αλλά τι οδήγησε στη σύλληψη μερικών εβδομηντάρηδων που βρίσκονται κοντά 40 χρόνια στη Γαλλία, έχουν οικογένειες, παιδιά και εγγόνια;

«Το δόγμα του Μιτεράν»

Αμέσως μετά την ανακοίνωση αυτής της εφόδου, τα Ηλύσια Πεδία ανακοίνωσαν ότι η απόφαση να διαβιβαστεί ο κατάλογος αυτών των δέκα ονομάτων στο γραφείο του εισαγγελέα ελήφθη από τον ίδιο τον Εμμανουέλ Μακρόν, με βάση τα αρχικά αιτήματα της Ιταλίας, ενώ διευκρίνισαν ότι η απόφαση αυτή «συνάδει απόλυτα στο δόγμα Μιτεράν», ο οποίος είχε προσφέρει στους «Ταξιαρχίτες» άσυλο στη Γαλλία, με αντάλλαγμα την αποκήρυξη της βίας, εάν δεν είχαν διαπράξει αιματηρά εγκλήματα.

Ads

Πώς μπορεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να υποστηρίζει το ιταλικό αίτημα έκδοσης, επικαλούμενος ένα «δόγμα» των υπερασπιστών των βετεράνων των Ερυθρών Ταξιαρχιών, για τους αντίστροφους λόγους; «Ας πούμε ότι είναι ένα δόγμα πολλαπλών χρήσεων», δήλωσε ο Ζαν Μουζιτελί (Jean Musitelli), διπλωματικός σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν την περίοδο 1984-1989, την εποχή, δηλαδή, ανάπτυξης αυτού του «δόγματος».

Το 1985, η Ιταλία μόλις είχε βγεί από μία δεκαετία πρωτοφανούς πολιτικής βίας στην Ευρώπη: περισσότερες από 12.600 επιθέσεις με 362 θανάτους διαπράχθηκαν μεταξύ 1969 και 1980, από περισσότερο ή λιγότερο οργανωμένες ακροαριστερές ομάδες. Αλλά και ακροδεξιές οι οποίες υποστηρίχθηκαν από στοιχεία εντός του κρατικού μηχανισμού (κυρίως, η επίθεση στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, το 1980, με τους 85 νεκρούς). Ως εκ τούτου, ο πιο επείγων στόχος ήταν η επίτευξη της επιστροφής σε πολιτική ειρήνη.

«Εκείνη την εποχή, η πολιτική αυτή αποφασίστηκε με  συμφωνία και των δύο χωρών, για τον κατευνασμό των πνευμάτων. Και ουδέν πρόβλημα δημιούργησε», συνέχισε ο Musitelli. «Επιπλέον, αυτό το “δόγμα” ορίστηκε με τη μεγαλύτερη ακρίβεια στις 22 Φεβρουαρίου 1985, κατά τη διάρκεια συνάντησης με τον Ιταλό τότε πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι (Bettino Craxi), με τον οποίο ο Φρανσουά Μιτεράν είχε στενές σχέσεις»

Πράγματι, από το 1985 έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα ιταλικά αιτήματα ήταν πολύ σπάνια, και μόνον η έκδοση του Πάολο Περσιτσέτι (Paolo Persichetti), που δεν βρισκόταν στη Γαλλία το 1985, πραγματοποιήθηκε το 2002.

Η υπόθεση του Μπατίστι (Battisti)

Η ιταλική στάση άλλαξε δραματικά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μετά από ενέργειες του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ηγέτη της Δεξιάς, καθώς οι συγγενείς των θυμάτων της τρομοκρατίας μιλούσαν όλο και περισσότερο, και οι σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας αποδυναμώθηκαν. Εφεξής, το ζήτημα της τύχης των Ερυθροταξιαρχιτών που βρήκαν καταφύγιο στη Γαλλία μετατράπηκε σε εργαλείο στην αντιπαράθεση μεταξύ Ρώμης και Παρισιού και όπλο στον ιδεολογικό αγώνα που διεξήγαγε η δεξιά του Μπερλουσκόνι εναντίον της Αριστεράς.

Ακολούθησε το 2004 η υπόθεση της έκδοσης του Τσεζάρε Μπατίστι (Cesare Battisti) , αυξάνοντας περαιτέρω τη διαφορά αντίληψης μεταξύ Γαλλίας και Ιταλίας. Η κινητοποίηση Γάλλων διανοουμένων, για την υπεράσπιση του πρώην μέλους των ένοπλων προλετάριων για τον κομουνισμό («PAC»), καταδικασθέντος για  συμμετοχή  σε τέσσερις ανθρωποκτονίες, δυσαρέστησε ένα μεγάλο μέρος της ιταλικής γνώμης.

Χρόνια αργότερα, η σύλληψη του  Μπατίστι στη Βολιβία, τον Ιανουάριο του 2019, έδωσε την ευκαιρία να φέρει στο προσκήνιο το θέμα των πρώην μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών, προσφύγων στη Γαλλία, ο τότε Ιταλός Υπουργός Εσωτερικών, Ματέο Σαλβίνι (του ακροδεξιού κόμματος Λέγκα), ο οποίος στιγμάτισε και πάλι τη στάση της Γαλλίας.

Κατάλογοι προσώπων, την έκδοση των οποίων ζήτησε η Ιταλία καταρτίστηκαν… παράλληλα με το μιντιακό πόλεμο του -μάλλον τελικά αντιπαραγωγικού- Ματέο Σαλβίνι: σύμφωνα με αρκετές διπλωματικές πηγές, ήταν αδιανόητο να «προσφερθεί» η έκδοση των πρώην Ταξιαρχών στον ακροδεξιό ηγέτη της Λέγκας. Οι ιδιαιτέρως στενές επαφές μεταξύ των Ηλυσίων Πεδίων και του υπερκομματικού Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, Σέρτζιο Ματαρέλα (Sergio Mattarella) ήταν πιο εποικοδομητικές.

Νέος «μήνας του μέλιτος»

Η ανάληψη της εξουσίας από το Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi), το Φεβρουάριο του 2021, εγκαινίασε έναν νέο «μήνα του μέλιτος» μεταξύ Παρισιού και Ρώμης, μετά από χρόνια έντασης. Ως εκ τούτου, προσέφερε στην Ιταλία μια χρυσή ευκαιρία να ζητήσει και να επιτύχει την έκδοση λίγων πρώην μελών, των οποίων οι ποινές δεν έχουν παραγραφεί. «Η επιχείρηση του πρωινού της Τετάρτης ήταν ξαφνική, αλλά πολύ καλά οργανωμένη και αποτέλεσμα πολλών μηνών προετοιμασίας», συνοψίζει ένας καλός γνώστης της υπόθεσης.

Πέρα από αυτές τις διπλωματικές εκτιμήσεις, τα Ηλύσια Πεδία υποστηρίζουν ότι  η προσέγγιση  των δύο χωρών ευνοήθηκε από τις επιθέσεις που σημειώθηκαν στη Γαλλία τα τελευταία χρόνια: «Η Γαλλία, πληγείσα η ίδια από την τρομοκρατία, κατανοεί την απόλυτη ανάγκη δικαιοσύνης για τα θύματα». Τέλος, η κίνηση του Εμμανουέλ Μακρόν έχει ευρωπαϊκή, επίσης, σημασία: «Αποτελεί μέρος της επιτακτικής ανάγκης να οικοδομηθεί μία Ευρώπη Δικαιοσύνης, στην οποία η αμοιβαία εμπιστοσύνη πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο». Εν κατακλείδι, ο αρχηγός του κράτους «ήθελε να διευθετήσει αυτό το ζήτημα,  όπως ζητά εδώ και χρόνια η Ιταλία».

Μόλις άκουσε την είδηση περί των συλλήψεων, ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, εξέφρασε την «ικανοποίησή του». Οι συλληφθέντες στη Γαλλία, «υπεύθυνοι για πολύ σοβαρά τρομοκρατικά εγκλήματα άφησαν μία πληγή που είναι ακόμη ανοιχτή», υπογράμμισε σε ανακοίνωσή του, προσθέτοντας: «Η ανάμνηση αυτών των βάρβαρων πράξεων είναι ακόμα ζωντανή στη συνείδηση των Ιταλών». Τον ακολούθησαν, σε μία χορωδία επαίνων, όλοι οι Ιταλοί πολιτικοί, τόσο της δεξιάς, όσο και της αριστεράς.

Ενώ ολόκληρη η ιταλική πολιτική τάξη (και η κοινή γνώμη) επικροτεί  την απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν, η έκδοση των Ταξιαρχών, που ζήτησε η Ρώμη, δεν θα γίνει γρήγορα. Η διαδικασία έκδοσης ενώπιον των γαλλικών δικαστηρίων θα είναι πολύπλοκη και ενδέχεται να διαρκέσει αρκετά χρόνια.

Μισό αιώνα  μετά την ίδρυση των Ερυθρών Ταξιαρχιών και όσα ακολούθησαν, η Ρώμη και το Παρίσι δεν έχουν τελειώσει με τα φαντάσματα των «μολυβένιων χρόνων».

(*)Πρόκειται για τους Έντζο Καλβίτι (Enzo Calvitti), Τζιοβάνι Αλιμόντι (Giovanni Alimonti), Ρομπέρτα Καπέλλι (Roberta Cappelli), Μαρίνα Πετρέλα (Marina Petrella), Τζιόρτζιο Πιετροστέφανι (Giorgio Pietrostefani), Σέρτζιο Τορνάγκι (Sergio Tornaghi) και Ναρτσίζο Μανέντι (Narciso Manenti). Οι Μαουρίσιο Ντι Μάρτζο (Maurizio Di Marzo), Λουίτζι Μπεργκαμίν (Luigi Bergamin) και Ραφαέλε Βεντούρα (Raffaelle Venura)), δεν βρίσκονταν στο σπίτι τους.

Πηγή:Le Monde