«Μπούμερανγκ» φαίνεται ότι γυρίζει η προσπάθεια των ΗΠΑ να ανταγωνιστούν τη Ρωσία και την Κίνα στην Αφρική, όπως προκύπτει από τις μέχρι στιγμής αντιδράσεις των ίδιων των Αφρικανών.

Ads

Η είδηση ότι, τον περασμένο Απρίλιο, στο Κογκρέσο των ΗΠΑ συζητήθηκε και υπερψηφίστηκε ένα νομοσχέδιο με στόχο  να «αντιμετωπιστούν η κακοήθης επιρροή και οι δραστηριότητες» της Ρωσίας και των «αντιπροσώπων» της στην Αφρική, ερμηνεύθηκε στην ίδια την Αφρική ως έκφραση των αμερικανικών γεωπολιτικών ανησυχιών για τους αντιπάλους των ΗΠΑ – Ρωσία και Κίνα – και όχι ως ανησυχία της Ουάσιγκτον για την ευημερία των Αφρικανών.

«Ο προτεινόμενος νόμος των ΗΠΑ επιδιώκει να τιμωρήσει τις αφρικανικές χώρες για “ευθυγράμμιση” με τη Ρωσία», έγραφε χαρακτηριστικά ο τίτλος της νιγηριανής εφημερίδας «Premium Times» στις 20 Μαΐου, ενώ η «Daily Maverick», με έδρα τη Νότια Αφρική, προειδοποίησε ότι η ήπειρος θα μπορούσε να βρεθεί «σε διασταυρούμενα πυρά».

Για την ανάλυση του «Foreign Policy», αυτή η αντίδραση του αφρικανικού Τύπου δείχνει ότι το «μάλωμα» και ο πατερναλισμός των Αμερικανών, δεν κερδίζουν τις αφρικανικές ηγεσίες, όταν πρόκειται για την Ρωσία.

Ads

Ο προτεινόμενος, από τον Δημοκρατικό βουλευτή, Γκρέγκορι Μικς, νόμος, θα επιτρέψει στο Κογκρέσο να αξιολογήσει το εύρος της ρωσικής εμπλοκής στην ήπειρο, καθώς και να παρακολουθήσει τις επιχειρήσεις «παραπληροφόρησης» και τις δραστηριότητες ρωσικών μισθοφορικών εταιριών. Τελικά ο νόμος πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 27 Απριλίου, με 415 μέλη να ψηφίζουν υπέρ και μόλις εννέα κατά.

Βάσιμες ανησυχίες…

Ωστόσο, όπως σημειώνε το Foreign Policy, αυτός ο νόμος, πλέον, είναι μόνο ένα από τα πολλά σχετικά νομοθετήματα και η ευρύτερη εικόνα είναι ανησυχητική για τους Αφρικανούς παρατηρητές που φοβούνται την κλιμάκωση ενός «νέου Ψυχρού Πολέμου». Υπάρχει ήδη ο Νόμος για τον Στρατηγικό Ανταγωνισμό, που επιδιώκει να ενισχύσει τις ΗΠΑ στον ανταγωνισμό της με την Κίνα για επιρροή, όπως και ο Νόμος για την Καινοτομία και τον Ανταγωνισμό των 2.900 σελίδων, ο οποίος επίσης στοχεύει στην αντιμετώπιση της επιρροής της Κίνας στην Αφρική.

Για τους αναλυτές της διεθνούς πολιτικής  Odilile Ayodele και Mikatekiso Kubayi πρόκειται για νόμο «αναμφισβήτητα ψυχροπολεμικό». Το ότι αυτά τα νομοθετήματα μεγάλης κλίμακας εστιάζουν στην Κίνα και τη Ρωσία  «μιλά περισσότερο για δύναμη… παρά για μια γνήσια εταιρική σχέση με την Αφρική», έγραψαν.

Για το «Foreign Policy», ωστόσο, ο νόμος αντιμετωπίζει πραγματικές απειλές και η σχέση μεταξύ της Μόσχας και των στρατιωτικών κυβερνήσεων στο Σουδάν και το Μάλι δεν πρέπει να αγνοηθεί.

Στο Μάλι, Ρώσοι μισθοφόροι, με ντόπιους στρατιωτικούς, κατηγορούνται για σφαγή περίπου 300 αμάχων τον Μάρτιο, «τη χειρότερη θηριωδία που αναφέρθηκε στη δεκαετή ένοπλη σύγκρουση του Μάλι», σύμφωνα με την Human Rights Watch.

Επίσης, το δημοσίευμα υποστηρίζει πως ο νόμος προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ρωσικό «παιχνίδι» στην Αφρική, όπως οι συμφωνίες για ρωσικές εξορύξεις σε αντάλλαγμα όπλα, καθώ και τον εντοπισμό αφρικανικών κυβερνήσεων και αξιωματούχων «που έχουν διευκολύνει πληρωμές και άλλες απαγορευμένες δραστηριότητες» προς όφελο ατόμων και νομικών προσώπων στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω των δεσμών τους με την Ρωσία.

Το ερώτημα που εγείρεται σε αυτήν την περίπτωση είναι, εάν μια φτωχή αφρικανική χώρα που αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο από μια υπό κυρώσεις οντότητα, για παράδειγμα, θα μπορούσε στη συνέχεια να αντιμετωπίσει κυρώσεις η ίδια.

…με απουσία αυτοκριτικής

Μέρος του προβλήματος, υποστηρίζουν η Zainab Usman και η Katie Auth του ιδρύματος Carnegie Endowment for International Peace, είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν εμπλακεί με την Αφρική για δεκαετίες μόνο για «ανθρωπιστικούς λόγους και λόγους ασφάλειας».

Σε μια ήπειρο που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ξένων στρατιωτικών επιχειρήσεων και βάσεων, ο νεανικός και όλο και πιο κυνικός πληθυσμός της Αφρικής αντιλαμβάνεται την πολιτική των ΗΠΑ που επικεντρώνεται στην Κίνα και τη Ρωσία, ως έναν απαράδεκτο τρόπο δημιουργίας «συνεργασιών» με τις αφρικανικές χώρες.

Το εμπόριο ΗΠΑ – Αφρικής συνέχισε να μειώνεται από 142 δισεκατομμύρια δολάρια το 2008 σε μόλις 64 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021.

Ενώ η σχέση της Αφρικής με την Κίνα δεν είναι ομαλή και έχει πυροδοτήσει επανειλημμένα περιφερειακές διαμαρτυρίες, οι Αμερικανοί διπλωμάτες συχνά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τα οφέλη από τις υποδομής που έχει φέρει η Κίνα σε  χώρες όπως η Σενεγάλη, όπου στο πλαίσιο του θηριώδους επενδυτικού σχεδίου της Κίνας «One Belt and One Road», οι Κινέζοι έχουν χρηματοδοτήσει αυτοκινητόδρομους και πολιτιστικά κέντρα, αλλά και οι Σεϋχέλλες, οι οποίες προσελκύουν ενεργά τις κινεζικές επενδύσεις ως μέρος των φιλοδοξιών της χώρας να γίνει οικονομικός κόμβος.

Σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας έχει επιδεινώσει τα οικονομικά προβλήματα που προκαλούνται από την πανδημία, την οικονομική επιβράδυνση της Κίνας και την ξηρασία που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή.

Η Αίγυπτος, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιταριού στον κόσμο, βασιζόταν στη Ρωσία κατά περίπου 50% και στην Ουκρανία για 25% των σιτηρών της. «Θα νιώθουμε ντροπή αν διαπιστώσουμε ότι εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν εξαιτίας της επισιτιστικής ανασφάλειας. Δεν ευθύνονται για αυτό. Δεν έκαναν τίποτα κακό», δήλωσε στους «Financial Times» ο Αιγύπτιος υπουργός Οικονομικών Μοχάμεντ Μαάιτ.

Την περασμένη εβδομάδα, όταν η Ινδία απαγόρευσε τις εξαγωγές του μεγαλύτερου μέρους του σιταριού της, η Αίγυπτος ζήτησε να εξαιρεθεί. Ο ρωσικός αποκλεισμός των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας σταμάτησε την εξαγωγή περίπου 25 εκατομμυρίων μετρικών τόνων ουκρανικού σιτηρού που τώρα δεν μπορεί να φύγει από τη χώρα, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη.

Υψώνοντας επικριτικό δάχτυλο

Ορισμένοι δυτικοί αναλυτές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τα προβλήματα  εφοδιασμού σε τρόφιμα, ως επιχείρημα για το γιατί οι αφρικανικές κυβερνήσεις πρέπει να καταδικάσουν τη Ρωσία, αποτυγχάνοντας, όμως, να κατανοήσουν ότι, στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις στη Ρωσία είναι η κύρια αιτία για την οικονομική αναταραχή και τις επισιτιστικές απειλές.

Όπως έγραψε ο Nic Cheeseman στην Έκθεση για την Αφρική, η ιδέα ότι οι οικονομικές αδικίες στις «περιοχές με τις πιο οικονομικά εκμεταλλευόμενες περιοχές του κόσμου» πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως «ένα ραβδί με το οποίο μπορούν να χτυπηθούν οι αφρικανικές κυβερνήσεις για να τις αναγκάσουν να επιστρέψουν στη γραμμή, είναι εξίσου μπερδεμένη και προσβλητική.».

Ορισμένες αφρικανικές κυβερνήσεις έχουν καταδικάσει σθεναρά τις ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ο πρεσβευτής της Κένυας στον ΟΗΕ, Μάρτιν Κιμάνι, είπε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ λίγες μέρες πριν από την εισβολή της Ρωσίας ότι «πρέπει να ολοκληρώσουμε την ανόρθωσή μας από τη στάχτη των νεκρών αυτοκρατοριών με τρόπο που να μην μας βυθίζει ξανά σε νέες μορφές κυριαρχίας και καταπίεσης».

Ως εκ τούτου, υποστηρίζει η ανάλυση του Foreign Policy, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την στάση της Κένυας και πολλών άλλων κρατών που δεν συντάσσονται με την Δύση κατά της Ρωσίας, ως «φιλορωσικά». Ο Κιμάνι είπε ότι η Κένυα απείχε από τις ψηφοφορίες για να αποφευχθεί η εξέλιξη της σύγκρουσης σε παγκόσμιο ανταγωνισμό ισχύος, δηλώνοντας ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας στο μέλλον μπορεί να φαίνεται ότι «οπλοφορεί».

Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με την αφρικανική ουδετερότητα, η πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ, Linda Thomas-Greenfield, είπε ότι «πρέπει να κάνουμε πρόσθετη δουλειά για να βοηθήσουμε αυτές τις χώρες να κατανοήσουν τον αντίκτυπο του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία», ένα σχόλιο που υπονοούσε ότι οι Αφρικανοί ηγέτες χρειάζονταν «εκπαίδευση» σχετικά με τη δική τους κυρίαρχη λήψη αποφάσεων.

Όπως λέει ο Γκανέζος ιστορικός Samuel Adu-Gyamfi, οι μορφές δημοκρατίας που επιβλήθηκαν από τη Δύση έχουν αποτύχει στην Αφρική. Κατά την άποψή του, οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται από ιδρύματα όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα οδήγησαν σε υπανάπτυξη τις αφρικανικές χώρες, «όπως και οι πιο πρόσφατες “εισαγωγές”, όπως τα lockdown, οι ταξιδιωτικές απαγορεύσεις και εμβολιαστικές εντολές, που προωθήθηκαν στην Αφρική από ιδρύματα που κυριαρχούνται από τη Δύση», έγραψε στο «News Africa».

Η νεο-αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης

Η δυσαρέσκεια για τη νεοαποικιοκρατία οδηγεί επίσης στην αντίθεση στα δυτικά αιτήματα. Οι πολιτικές της Γαλλίας απέναντι στις πρώην αποικίες της έχουν προκαλέσει αυξανόμενες αντιδράσεις κατά της γαλλικής κυβέρνησης. Μια εννιάχρονη στρατιωτική δέσμευση στο Μάλι που απέτυχε να υποτάξει τους βίαιους εξτρεμιστές έχει προκαλέσει απογοήτευση και κατηγορίες για δολοφονίες πολιτών σε επιθέσεις με drone, ενώ στο Τσαντ η υποστήριξη της Γαλλίας στο στρατιωτικό καθεστώς έχει εξοργίσει τον λαό, ο οποίος θέλει έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη.

Η Αφρική, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, δεν ευθυγραμμίζεται με το πλαίσιο της Ουάσιγκτον για τον πόλεμο. Όπως έγραψε ο αρθρογράφος του Foreign Policy, Howard French, «η ανησυχία της Αμερικής για τον περιορισμό της εξάπλωσης της κινεζικής ή σοβιετικής επιρροής υπερίσχυσε των προβλημαρτισμών για την διακυβέρνηση και την δημοκρατία» για δεκαετίες στην πολιτική της Ουάσιγκτον για την Αφρική.

Και κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει. Τον Ιανουάριο, ένα άρθρο στο «Ghana Web» σημείωνε,ε ότι «στις περισσότερες περιπτώσεις, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνεχίζει να υποστηρίζει διεφθαρμένα καθεστώτα», επικαλούμενο τον Yoweri Museveni από την Ουγκάντα. «Οι δυτικές δυνάμεις συνέχισαν να παρέχουν στο καθεστώς του σχεδόν 2 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως», σημείωσε η Cheta Nwanze στο «Al Jazeera».

Εάν η Δύση θέλει να φέρει τις αφρικανικές χώρες στο «μαντρί» της (sic), καλά θα κάνει  να αναγνωρίσει και να κατανοήσει την κληρονομιά των δικών της πολιτικών σε αυτές τις χώρες, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσελκύει πραγματικά τους πολίτες και να παρέχει κίνητρα στους ηγέτες να «επιβιβαστούν» στο «πλοίο» της.

«Νέες» πολιτικές που οι Αφρικανοί αντιλαμβάνονται ως τιμωρία για την άσκηση της δικής τους γεωπολιτικής τακτικής, κινδυνεύουν να υπονομεύσουν τους μακροπρόθεσμους στόχους των ΗΠΑ στην ήπειρο.