Για τους περισσότερους ο τελευταίος σαμουράι είναι ο Κεν Γουατανάμπε, ο οποίος ενσάρκωσε το ρόλο του Κατσουμότο στην ομώνυμη ταινία. Οι παραγωγοί της ταινίας υποστήριξαν ότι βασιζόταν σε αληθινή ιστορία και όχι άδικα, καθώς η ταινία είναι μεν προϊόν μυθοπλασίας, αλλά είναι εμπνευσμένη από ιστορικά γεγονότα, όταν η κάστα των σαμουράι αντιτάχτηκε στον εκσυγχρονισμό της Ιαπωνίας και ενεπλάκη σε εμφύλιες διαμάχες και εξεγέρσεις. Μόνο που ο πραγματικός τελευταίος Σαμουράι δεν ήταν Κατσουμότο, αλλά ο Σαίγκο Τακαμόρι.

Ads

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας που έχει μείνει στην ιστορία ως ένας υπερασπιστής των αρχαίων αξιών των σαμουράι, που αρχικά βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους τον 19ο αιώνα. Είναι ο τελευταίος μαχητής που πάλεψε απέναντι στην ανηλεή πολιτική του εκδυτικισμού της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας και ενέπνευσε την κρίση ταυτότητας του έθνους του, σύμφωνα με το National Geographic.

Οι σαμουράι, όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται στην ιαπωνική ιστορία, ήταν μια τάξη ατρόμητων πολεμιστών, που ουσιαστικά κυριάρχησε στην Ιαπωνία για περισσότερα από 600 χρόνια, από τα μέσα του 12ου αιώνα. Η θέση τους στο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της ιαπωνικής φεουδαρχίας υπήρξε σημαντική, καθώς λειτούργησαν αρκετές φορές ως ρυθμιστές της ροής των ιστορικών γεγονότων. Απέκτησαν παγκόσμια φήμη για τις ικανότητές τους στο χειρισμό των όπλων, ιδιαίτερα στο ξίφος, και τα κατορθώματά τους έγιναν θρύλοι της ενδοχώρας.

Παράλληλα, διακρίθηκαν για τη στρατιωτική ανδρεία, την πειθαρχία, το θάρρος και την αφοσίωση τους. Οι πολιτικές αλλαγές έφεραν το τέλος της εποχής τους, αλλά οι σαμουράι πάλεψαν πριν έρθει το τέλος τους. Βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Σαίγκο Τακαμόρι, ο οποίος αγωνίστηκε ενάντια στον μοντερνισμό και έγινε ένας από τους μεγάλους εθνικούς ήρωες της Ιαπωνίας στην πορεία.

Ads

image

Ξένες επιρροές

Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ΗΠΑ αποφάσισαν να επεκταθούν στην Ιαπωνία και στον υπόλοιπο κόσμο. Η Ιαπωνία, σε μια προσπάθεια να κρατήσει μακριά τις ξένες επιρροές και να προστατεύσει τον πολιτισμό της, είχε βρεθεί σε μια υπό αυτοεπιβαλλόμενη απομόνωση. Ωστόσο, οι Ιάπωνες, αντιμέτωποι με τα αμερικανικά πολεμικά πλοία, είδαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή και άνοιξαν τα λιμάνια τους. Η Ιαπωνία υπέγραψε τελικά τη Συνθήκη του Kanagawa, την πρώτη μεταξύ των δύο εθνών. Η αμφιλεγόμενη συνθήκη αποκάλυψε αδυναμίες στην κυβέρνηση της Ιαπωνίας, μια στρατιωτική δικτατορία γνωστή ως shogunate, που είχε ουσιαστικά κυριαρχήσει το έθνος ως φεουδαρχικό κράτος από τις αρχές του 17ου αιώνα. Η πολιτική επανάσταση ξέσπασε το 1868, όταν η δικτατορία έπεσε από την εξουσία, και ο αυτοκράτορας Meiji πήρε τον έλεγχο. Η πρωτεύουσα μετακινήθηκε από το Κιότο, στο παλιό κέντρο της shogunate, το Έντο, το οποίο μετονομάστηκε σε Τόκιο.

Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας. Οι ηγέτες της πίστευαν ότι η Ιαπωνία θα μπορούσε να αντισταθεί στους ξένους μόνο αν καταφέρει να αφομοιώσει τη νοοτροπία τους. Συνεπώς για αυτούς ο εκσυγχρονισμός ήταν το κλειδί για την προστασία του έθνους, καθώς οι δύο αιώνες απομόνωσης είχαν καταστήσει το κράτος ευάλωτο στον έξω κόσμο. «Εμπλουτίστε τη χώρα, ενισχύστε τον στρατό», ήταν το μότο στην εποχή του Meiji. Το νέο καθεστώς άρχισε να διαλύει το παλιό φεουδαρχικό σύστημα και να οικοδομεί μία σύγχρονη μαχητική δύναμη.

Ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι σε αυτές τις δραματικές αλλαγές. Μάλιστα, οι μεταρρυθμίσεις Meiji δίχασαν τους σαμουράι. Κάποιοι υποστήριξαν αυτό το σύγχρονο όραμα για την Ιαπωνία, θεωρώντας πώς θα συνέβαλε στη διατήρηση της εθνικής αυτονομίας, αλλά υπήρχαν και άλλοι που πίστευαν ότι με αυτές τις αλλαγές απειλούνταν ο πολιτισμός και ο τρόπος ζωής τους. Ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας πραγματικός ήρωας σαμουράι που προσωποποίησε τη βαθιά σύγκρουση μεταξύ των παλαιών τρόπων και των νέων προόδων.

Τα πρώτα χρόνια

image

Ο Σάιγκο Τακαμόρι γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1828 στην επαρχία Σατσούμα, ως το μεγαλύτερο από τα 7 παιδιά ενός άπορου πια σαμουράι πολεμιστή. Ο πατέρα του, παρά τη δεινή θέση που είχε περιέλθει, μεγάλωσε τα παιδιά του με τον αυστηρό τρόπο των σαμουράι, στέλνοντάς τα παράλληλα να βιώσουν τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση για την οποία ήταν εξάλλου γνωστή η Σατσούμα εκείνη την εποχή.

Ο Σάιγκο δεν ήταν μόνο ένας καλά εκπαιδευμένος πολεμιστής, αλλά ήταν αφοσιωμένος και στις ιδέες του νεο-Κομφουκιανισμού και του Βουδισμού. Έγινε ευρέως γνωστός για την πίστη και την ευσέβεια του. Για παράδειγμα, όταν πέθανε ο άρχοντάς του, ο Σάιγκο αποφάσισε να ακολουθήσει την αρχαία πρακτική του junshi, όπου μετά το θάνατο ενός άρχοντα, ο υπάλληλος αυτοκτονεί. Μαζί με ένα φίλο του πήδηξε σε μα λίμνη και το ρεύμα έφερε τα σώματα τους πίσω στην ακτή. Ο φίλος του είχε πνιγεί, αλλά ο Τακαμόρι επιβίωσε.

Ο νέος άρχοντας της Σατσούμα ήταν πολύ καχύποπτος με την δημοτικότητα του Σαίγκο κι έτσι αποφάσισε να τον εξορίσει σε απομονωμένα νησιά. Οι περίοδοι αυτοί έδωσαν την ευκαιρία στον τελευταίο σαμουράι να εξασκήσει τις δεξιότητες του στην ποίηση, να εξασκηθεί στη σούμο πάλη και να προβληματιστεί για το διεφθαρμένο και άδικο σύστημα της Ιαπωνίας. Ο Σάιγκο είχε χάσει την πίστη του στους ανθρώπους, είχε απογοητευτεί σε τέτοιο βαθμό που πολλές φορές στα ποιήματα του αποκαλούσε τους υπόλοιπους ανθρώπους “κτήνη”. Δεν νοιαζόταν καθόλου για τη φήμη, τις κοινωνικές τάξεις και τα χρήματα.

Ο Σαίγκο επέστρεψε στη Σατσούμα και είχε ηγετικό ρόλο στους πολιτικούς και στρατιωτικές συγκρούσεις στα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1868 τα στρατεύματα του Σάιγκο κατέλαβαν το Έντο, νικώντας τις δυνάμεις της shogunate. Ως μέρος των μεταρρυθμίσεων που εισήχθησαν αργότερα από τον Meiji, το αρχαίο φεουδαρχικό σύστημα της κυβέρνησης της Ιαπωνίας, bakufu, καταργήθηκε. Οι συνέπειες αυτής της παλινόρθωση Μεϊτζί θα επανέλθουν για να στοιχειώσουν τον Σαίγκο.

Το κόστος του εκσυγχρονισμού

image

Αμέσως μετά την παλινόρθωση  ο Σαίγκο επέστρεψε στη Σατσούμα, αλλά το 1871 στάλθηκε στο Τοκίο ως επικεφαλής της νεοσύστατης αυτοκρατορικής φρουράς. Ωστόσο, ένιωθε ότι δυσκολευόταν να ακολουθήσει τους νέους τρόπους στην πρωτεύουσα. Απεχθανόταν τη νέα μανία για την δυτική μόδα και συνέχιζε να ντύνεται με τις παραδοσιακές ενδυμασίες της περιοχής του.

Ο Σαίγκο ανησυχούσε όλο και περισσότερο για τα νέα πολιτικά μέτρα που εισήγαγε η κυβέρνηση. Το 1871 το σύστημα του han καταργήθηκε και τα φεουδαρχικά εδάφη πέρασαν στην κρατική ιδιοκτησία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι περιφερειακοί διοικητές να λάβουν υπέρογκους μισθούς και νέες κυβερνητικές θέσεις.

Όμως η κατάργηση του συστήματος han είχε σοβαρές συνέπειες για τους σαμουράι και σηματοδότησε το τέλος του τρόπου ζωής τους. Παράλληλα, με τη δημιουργία του αυτοκρατορικού στρατού και την εισαγωγή της υποχρεωτικής στρατολόγησης, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη για να υπηρετήσουν τη στρατιωτικούς θητεία οι σαμουράι. Έτσι περιέκοψαν όλους τους μισθούς τους με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να ξεκινήσουν να ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Οι σαμουράι άρχισαν να χάνουν το κύρος τους και να αντιμετωπίζονται σαν απλοί πολίτες, όπως οι αγρότες. Μάλιστα ένα διάταγμα του 1871 τους απαγόρευσε να έχουν το topknot chonmage, το χαρακτηριστικό τους κοτσάκι, επειδή έπρεπε να συμμορφωθούν στη νέα δυτική μόδα, ενώ μέχρι το 1876 τους απαγόρευσαν να κυκλοφορούν δημόσια με το σπαθί τους. Αυτά τα μέτρα θεωρήθηκαν απαράδεκτα για όσους αγωνίστηκαν μέχρι την πτώση της shoguate.

Ο Σαίγκο δεν άργησε να καταλάβει ότι ο εκσυγχρονισμός της Ιαπωνίας ήταν αναπόφευκτος και επιθυμητός από την μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου, αλλά δεν μπορούσε να προδώσει εκείνους που είχαν αγωνιστεί κάτω από την ηγεσία του. Απελπισμένος όπως ήταν, υποστήριξε τον πόλεμο με την Κορέα το 1873, με την ελπίδα να αναβιώσει το πνεύμα των σαμουράι μέσω της μάχης. Μετά την απόρριψη της πρότασής του, ο Σαίγκο παραιτήθηκε και επέστρεψε στη Σατσούμα, όπου ίδρυσε στρατιωτική ακαδημία.

Η σχολή του Σαίγκο προσέλκυσε πολλούς νέους σαμουράι και μέχρι το 1877 είχε περίπου 20.000 μαθητές. Η δημοτικότητα του σχολείου του πυροδότησε την υποψία της κυβέρνησης ότι ο Σίγκο δεν είχε ένα απλό σχολείο, αλλά ότι προπονούσε έναν στρατό για να ξεκινήσει μια εξέγερση. Όταν η κυβέρνηση προσπάθησε να κατασχέσει τα όπλα από το οπλοστάσιο της Σατσούμας το 1877, οι σαμουράι πήραν τα όπλα και όντως εξεγέρθηκαν.

Η δόξα παρά την ήττα

image

Ο Σαίγκο σχεδίαζε επίθεση στο Τόκιο, αλλά τα στρατεύματά του αποκρούστηκαν  και αποσύρθηκαν στη Σατσούμα, όπου ζήτησαν καταφύγιο στο όρος Σιρογιάμα. Μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου ήταν περιτριγυρισμένοι. Ο Σαίγκο ενημέρωσε τα στρατεύματά του ότι αυτή θα είναι η τελική τους μάχη και τους υποχρέωσε να πεθάνουν γενναία. Στη συνέχεια αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, φορούσε ένα κίτρινο κιμονό, είχε τη σπάθα στο χέρι και κατέβηκε την πλαγιά του λόφου με τους τελευταίους μαχητές. Εκεί τραυματίστηκε από σφαίρα στον δεξί του μηρό, που ρίχτηκε από το σύγχρονο στρατό, ο οποίος είχε δημιουργηθεί με την βοήθεια του.

Σύμφωνα με την παράδοση, έπεσε στο έδαφος και είπε σε έναν από τους υπόλοιπους μαχητές: “Ακριβώς εδώ πρέπει να το κάνετε. Σας παρακαλώ κάντε μου την τιμή να με αποκεφαλίσετε”. Αν και κάποιοι αμφισβητούν αυτή τη θεωρία, μία αναφορά περιγράφει λεπτομερώς, πως ακριβώς κάθισε κάτω σιγά – σιγά,  κοίταξε προς την κατεύθυνση του αυτοκρατορικού παλατιού, σήκωσε πανηγυρικά το σπαθί του και αποκεφαλίστηκε μόνος (μια τελετουργική πράξη που ονομάζεται seppuku), πριν προλάβουν να το κάνουν οι άλλοι.

Η ήττα ήταν αναπόφευκτη, εξαιτίας της μεγάλης υπεροχής του αυτοκρατορικού στρατού, αλλά η αξιοπρέπεια και το θάρρος του Σαίγκο να αντιμετωπίσει την ιαπωνική διαμάχη ανάμεσα στο καθήκον (giri) και το ανθρώπινο ένστικτο (ninjo), τον έκανε εθνικό ήρωα.