Καθώς οι συμμετέχοντες στις συνομιλίες μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και άλλων πετρελαιοπαραγωγών εταιρειών του OPEC με τη Ρωσία, με στόχο την περιορισμό της παραγωγής προκειμένου να αντισταθμιστεί η κατάρρευση στη ζήτηση λόγω της έξαρσης του κοροναϊού, έφευγαν άπραγοι από τη Βιέννη, όλοι ήταν σίγουροι για ένα πράγμα: ο μεγάλος χαμένος από την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων ήταν οι ΗΠΑ.

Ads

Κι αυτό γιατί ενώ όλες οι προηγούμενες πετρελαϊκές κρίσεις οφείλονταν σε σοβαρές μεταβολές είτε στη ζήτηση είτε στην παραγωγή, η κατάρρευση των τιμών του 2020 έχει ασυνήθιστα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: έχει να κάνει τόσο με ένα μαζικό σοκ αναφορικά με τη ζήτηση όσο και με μια παράλληλη εκτόξευση στην παραγωγή.

Η πρόταση της Σαουδικής Αραβίας (κατά συνέπεια και των ΗΠΑ) δεν χωρούσε παρερμηνείες.  Ζήτησε τον δραστικό περιορισμό της παραγωγής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ραγδαία πτώση της ζήτησης. Από τη δική της μεριά, η Ρωσία είχε εδώ και μέρες διαμηνύσει ότι δε θα αντιμετώπιζε θετικά μια τέτοια πρόταση. Κάπως έτσι ήταν προφανές σε όλους ότι οι συνομιλίες της Βιέννης ήταν εξαρχής καταδικασμένες.

Με αυτά τα δεδομένα η μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου το Σαββατοκύριακο που ακολούθησε της κατάρρευσης των συνομιλιών της Παρασκευής δεν προκάλεσαν την παραμικρή εντύπωση. Άλλωστε ο πόλεμος των πετρελαϊκών τιμών είναι κάτι το απολύτως αναμενόμενο… Υπάρχουν όμως και κάποιες πολύ σημαντικές παράμετροι στην όλη υπόθεση, όπως επισημαίνει το Foreignpolicy.

Ads

Ο πρώτος έχει να κάνει με το μεγάλο ρίσκο που παίρνει η Σαουδική Αραβία «παίζοντας» με τις πετρελαϊκές τιμές, προκειμένου να επαναφέρει τη Ρωσία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Μόσχα δείχνει πιο ανθεκτική στις χαμηλότερες τιμές, από ότι η ιδια, έχοντας προσθέσει σημαντικά στα συναλλαγματικά της αποθέματα, ενώ το δημοσιονομικό μαξιλάρι της Σαουδικής Αραβίας έχει μειωθεί από την εποχή της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου το 2014. Μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών θα υπονόμευε την επενδυτική εμπιστοσύνη στο Ομάν. Από την άλλη, εφόσον η Σαουδική Αραβία υπαναχωρήσει, πιθανότατα θα πληγεί η αξιοπιστία της πετρελαϊκής πολιτικής της.

Δεύτερον, η αδυναμία του OPEC να καταλήξει σε συμφωνία με τη Ρωσία είναι πιθανό να προκαλέσει ακόμη πιο μακροπρόθεσμη ζημιά στο εν λόγω καρτέλ. Υπενθυμίζεται πως πριν από ένα μόλις χρόνο, ένας άλλο μεγάλος παίκτης στον χώρο του πετρελαίου, το Κατάρ, απέσυρε τη συμμετοχή του στον OPEC. Κατά συνέπεια λοιπόν μια τυχόν αποτυχία του Οργανισμού να καταλήξει σε συμφωνίες με άλλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες θα σηματοδοτούσε μια σοβαρή αδυναμία στη διαχείριση δύσκολων καταστάσεων.

Σε τρίτο -και  δεδομένα σημαντικότερο- επίπεδο έρχεται η αγωνία των ΗΠΑ. Κι αυτό γιατί μια παρατεταμένη κρίση τις πετρελαϊκές τιμές θα προκαλούσε ανυπολόγιστες ζημιές στην παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου, στην οποία βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η αμερικάνικη οικονομία. Υπάρχει δε ο φόβος ότι ο αντίκτυπος της κατάρρευσης των τιμών μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από τον αντίστοιχο του 2014 και να προκαλέσει μόνιμη βλάβη.

Ακόμη περισσότερο πολλοί εκτιμούν πως μια παρατεταμένη κρίση θα έχει ευρύτερες συνέπειες στην αμερικάνικη οικονομία, ακόμη και την τοπική σε διάφορες πολιτείες,  όπου η σχιστολιθική παραγωγή αποτελεί βασικό τροχό.

Από την άλλη, ο Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι η αμερικάνικη βιομηχανία πετρελαίου είναι πνιγμένη στα χρέη. Ξέρει λοιπόν πως η πίεση που ασκεί με αυτό τον τρόπο στον Ντόναλντ Τραμπ -και μάλιστα οκτώ μήνες πριν από τις αμερικάνικες εκλογές- είναι τεράστια. Αρκετοί αναλυτές μάλιστα θεωρούν πως με αυτό τον τρόπο ο Ρώσος πρόεδρος προχωρά σε αντίποινα για την πρόσφατη εκστρατεία ενεργειακών κυρώσεων εκ μέρους της Ουάσινγκτον, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τον αγωγό Nord Stream 2, κυρώσεις που έγιναν δυνατές από την εξάπλωση της παραγωγής του πετρελαίου από σχιστόλιθο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πρόκειται για την ίδια μέθοδο, με την οποία η Κίνα απειλούσε να αντιδράσει απέναντι στην επιβολή δασμών εκ μέρους των ΗΠΑ επιβάλλοντας από τη μεριά της δασμούς στις εξαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου στις ΗΠΑ. Κατά την ίδια λογική λοιπόν, η κίνηση της Μόσχας αποκαλύπτει ότι η αμερικανική «κυριαρχία στην ενέργεια» έχει τα όριά της.