Ο διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου και δημοσιογράφος Παναγιώτης Σωτήρης, δεν είναι ο μόνος που επισημαίνει την επικαιρότητα της σκέψης του Αντόνιο Γκράμσι. Ωστόσο στο νέο και εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του, «Ηγεμονία, στρατηγική, οργάνωση: Διαβάζοντας Γκράμσι σήμερα» (εκδόσεις Τόπος) προσεγγίζει το έργο του σπουδαίου διανοητή  διαλογικά με τις άλλες σημαντικές στιγμές της μαρξιστικής συζήτησης του 20ού αιώνα: από τον Λένιν και τον Λούκατς, μέχρι τον Αλτουσέρ ή τον Πουλαντζά, φωτίζοντας με έμφαση, όχι μόνο το εύρος του στοχαστή, αλλά και  την αναφορά του έργου του στο σήμερα.

Ads

Διευκρινίζει ότι «Τα κείµενα που περιλαµβάνονται σε αυτό το βιβλίο γράφτηκαν υπό το βάρος µιας συγκεκριµένης συγκυρίας. Εκείνης που ορίστηκε από µια κοινωνική έκρηξη και µια πολιτική κρίση χωρίς προηγούµενο στη µνηµονιακή Ελλάδα, από το “παράθυρο ευκαιρίας” για µια πολιτική ανατροπή και τελικά από µια βαθιά ήττα του λαϊκού παράγοντα. Γράφτηκαν, επίσης, εντός µιας απόπειρας αναµέτρησης µε το έργο του Αντόνιο Γκράµσι» και υπογραμμίζει μιλώντας στο tvxs.gr, την επείγουσα ανάγκη να επιστρέψει η Αριστερά στη συζήτηση για την στρατηγική. Μιλάει για μια συζήτηση που να περιλαμβάνει και ανθρώπους που είναι έξω από τα όρια των μηχανισμών, ανθρώπους με την εμπειρία των μεγάλων και των νέων κινημάτων, ανθρώπους που πραγματικά δουλεύουν ερευνητικά, ανθρώπους που δεν αποπνέουν την κουλτούρα του μηχανισμού και του διαδρόμου.

imageimage

Πότε ξεκινάει η σχέση σας με το έργο του Γκράμσι;

Ads

Πολλά χρόνια πριν. Πρέπει να ήταν το 1987 όταν μαθητής της Γ΄ Λυκείου και πάνω στην προετοιμασία για τις Πανελλήνιες έπεσα πάνω στο τεύχος του «Πολίτη» που ήταν αφιερωμένο στον Γκράμσι και τα 50 χρόνια από τον θάνατό του. Θα ξανασυναντηθώ με το έργο του Γκράμσι αρκετές φορές έκτοτε, όμως θα είναι κυρίως τα τελευταία 10 χρόνια που θα μπορέσω να ασχοληθώ συστηματικά, με ένα έργο που απαιτεί προσήλωση και μια ιδιαίτερη διανοητική πειθαρχία, αλλά ανταμείβει με διαρκείς εκπλήξεις. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 και μετά ξαναέπιασα τον Γκράμσι, είχα την τύχη να συναντήσω σε συνέδρια και σεμινάρια ορισμένους από τους ερευνητές που σήμερα είναι στη αιχμή της δουλειάς πάνω στον Γκράμσι, όπως τον Πήτερ Τόμας, τον Φάμπιο Φροζίνι, τον Τζουζέπε Κόσπιτο, τον Γκουίντο Λιγκουόρι και  αποφάσισα να δουλέψω πιο συστηματικά πάνω στο θέμα.

Ερευνώντας τον Γκράμσι, συνδιαλέγεστε παράλληλα με άλλους κορυφαίους θεωρητικούς. Η επιλογή αυτή έγινε για να τοποθετήσετε το έργο του σε ένα πλαίσιο  (μέσα από αντιθέσεις, ταυτίσεις και ιστορική συνέχεια) ή για χάρη της διεύρυνσης της συζήτησης;

Ο Γκράμσι ήταν ταυτόχρονα ένας κομμουνιστής ηγέτης της εποχής της Γ΄ Διεθνούς και ένας σημαντικός μαρξιστής. Τα ερωτήματά του είναι στην καρδιά των ερωτημάτων του μαρξισμού του 20ού αιώνα: η συνθετότητα των πολιτικών μορφών στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, το ερώτημα της ηγεμονίας ως ερώτημα για το πώς ασκείται η πολιτική στην αστική εποχή, η ήττα της Επανάστασης στη Δύση, η ειδική βαρύτητα της ιδεολογίας, το ειδικό καθεστώς της μαρξιστικής θεωρίας και της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

Δεν μπορείς παρά να τον προσεγγίσεις διαλογικά με τις άλλες σημαντικές στιγμές της μαρξιστικής συζήτησης του 20ού αιώνα: από τον Λένιν και τον Λούκατς, μέχρι τον Αλτουσέρ ή τον Πουλαντζά. Ας προσθέσω και έναν λόγο παραπάνω. Το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής μου δουλειάς είναι σε έναν διάλογο με τον Αλτουσέρ. Ο ίδιος ο Αλτουσέρ ταυτόχρονα είχε μια μεγάλη θεωρητική οφειλή στον Γκράμσι και όμως ήταν ιδιαίτερα επικριτικός, ιδίως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Η αναμέτρηση με αυτή την κάπως αντιφατική οφειλή, δηλαδή να αναφέρομαι στον Αλτουσέρ και ταυτόχρονα να προσπαθώ να διαβάσω Γκράμσι, ήταν μια επιπλέον πρόκληση.

Αναφέρετε ότι το βιβλίο γράφτηκε υπό τη συγκυρία της ελληνικής κρίσης χωρίς προηγούμενο στη μνημονιακή Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα «..από το “παράθυρο ευκαιρίας” για μια πολιτική ανατροπή και τελικά από μια βαθιά ήττα του λαϊκού παράγοντα». Πώς βοηθάει ο Γκράμσι τον αναστοχασμό στην συγκεκριμένη πολιτικοκοινωνική συνθήκη;

Η ελληνική κρίση με το βάθος της, τα εμφανή ρήγματα στην αστική ηγεμονία, η εμφάνιση στοιχείων βοναπαρτισμού στη συμπεριφορά του αστικού πολιτικού προσωπικού και ο τρόπος που στη δυναμική μιας σχεδόν εξεγερσιακής συνθήκης, ιδίως στην περίοδο 2010-2012 αναδυόταν η δυνατότητα ενός νέου ιστορικού μπλοκ, επίσης απαιτούσε μια επιστροφή στον Γκράμσι. Θέλω να πω, ήταν ο κατεξοχήν στοχαστής που πίστευα ότι μπορούσε να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των δυναμικών που αναπτύσσονταν, εάν αναλογιστούμε ότι τόσο το βάθος της πολιτικής κρίσης – που εκφράστηκε σε χωρίς προηγούμενο ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης – όσο και η δυναμική μιας σχεδόν εξεγερσιακής κοινωνικής έκρηξης παρέπεμπαν ακριβώς σε μια βαθιά κρίση στους ίδιους τους όρους άρθρωσης της αστικής ηγεμονίας.

Την ίδια στιγμή, το μέγεθος της ήττας τελικά του λαϊκού παράγοντα και η επίγνωση των πραγματικών ορίων των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς, επίσης έθετε ερωτήματα που μόνο με μια επιστροφή στο έργο του Γκράμσι μπορούσαν να απαντηθούν: Πώς μπορούμε να αποτιμήσουμε το είδος «οργανικής κρίσης» που βιώσαμε;  Φτάσαμε ποτέ σε εκείνο το επίπεδο στρατηγικού στοχασμού που θα αναλογούσε σε μια πρακτική της ηγεμονίας; Μπορούσαν οι πολιτικοί σχηματισμοί της αριστεράς να παίξουν ρόλο «σύγχρονου Ηγεμόνα»; Βοηθήθηκαν οι υποτελείς τάξεις να πλησιάσουν την «ολοκληρωμένη αυτονομία»;

Η  «ηγεμονία» κατά Γκράμσι είναι  μία από τις κυρίαρχες έννοιες με τις οποίες ασχολείστε στο βιβλίο. Αφού αναδείξατε τον τρόπο με τον οποίο αναδύεται η έννοια μέσα από την μαρξιστική παράδοση μέχρι την σοσιαλδημοκρατία του 20ού αιώνα, περάσατε στα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι. Ποια είναι η ειδική αξία των συγκεκριμένων κειμένων στα οποία επιμένετε;

Στο βιβλίο προσπαθώ να εντάξω το «ερευνητικό πρόγραμμα» του Γκράμσι σε ένα νήμα συζήτησης που διαπερνά την ιστορία του μαρξισμού, ως απορία και πρόκληση, ήδη από τα νεανικά έργα του Μαρξ. Ένα νήμα που αφορά μια νέα πρακτική της πολιτικής, ανταγωνιστική προς την αστική, μια πρακτική που να στηρίζεται στη συμμετοχή, τη συλλογική επινοητικότητα και τον  μετασχηματισμό. Σε αυτό το φόντο προσπαθώ να δω πώς η έννοια της ηγεμονίας την οποία ο Γκράμσι δανείζεται από τη συζήτηση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, όπου έχει κυρίως τη σημασία της ηγεσίας του προλεταριάτου απέναντι στις υπόλοιπες υποτελείς τάξεις, στον Γκράμσι εξελίσσεται σε έναν πολύ συνολικότερο στοχασμό τόσο για τους όρους άρθρωσης της εξουσίας και την πολιτική πρακτική στην αστική εποχή, όσο και για τη δυνατότητα των υποτελών τάξεων να συγκροτήσουν όρους μιας δικής τους ανταγωνιστικής πρακτικής της ηγεμονίας και άρα της αυτοκυβέρνησής τους σε μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτό ακριβώς με ωθεί στο να προσεγγίσω τόσο τα ίδια τα Τετράδια της Φυλακής, ένα κείμενο πειραματικό και ανολοκλήρωτο, αλλά και ταυτόχρονα ανοιχτό και δυναμικό, όσο και μια σειρά από παρεμβάσεις στην εξέλιξη της μαρξιστικής σκέψης.

Αφού αναλύετε τι δεν είναι η ηγεμονία κατά τον Γκράμσι σημειώνετε στον ορισμό της: «Απαιτείται η οργάνωση όλων των θεσμών της εργατικής ηγεμονίας: η ανάδυση μιας εναλλακτικής αφήγησης για το προς τα που πρέπει να κινηθεί μια χώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανταγωνιστικού προς τον καπιταλισμό παραγωγικού προτύπου». Στον σύγχρονο παγκόσμιο χάρτη, υπάρχουν αριστερές δυνάμεις που αντιλαμβάνονται ως τέτοια στην πράξη την αριστερή ηγεμονία;

Δύσκολη ερώτηση. Με κίνδυνο να ακουστώ αφοριστικός θα έλεγα ότι τα υπαρκτά ρεύματα της αριστεράς, στον τόπο μας και διεθνώς, απέχουν πολύ από το να μπορούν να έχουν ένα ηγετικό ρόλο στην προσπάθεια των υποτελών τάξεων να διεκδικήσουν μια ανταγωνιστική εκδοχή ηγεμονίας. Δηλαδή, δεν κατορθώνουν να μετασχηματίσουν τις αντιστάσεις, την οργή, τη διαμαρτυρία, σε εναλλακτική αφήγηση για την κοινωνία, όχι με την έννοια ενός προγράμματος που προτείνεται από τα πάνω, αλλά μιας συλλογικής επεξεργασίας. Ούτε λειτουργούν ως εργαστήρια για μια εναλλακτική εκδοχή πολιτικής διανοητικότητας, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων ως εκλογικοί μηχανισμοί.

Είναι το βιβλίο μια απάντηση στο πώς αντιλήφθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ την ηγεμονία και στους όρους με τους οποίους κυβέρνησε;

Το βιβλίο δεν γράφτηκε με αυτή την πρόθεση. Και με έναν τρόπο δεν αποτελεί μια τοποθέτηση για την κατάσταση της ελληνικής αριστεράς. Την ίδια στιγμή, προφανώς και έχει ως αφετηρία ερωτήματα που αφορούν και την ελληνική αριστερά. Θα έλεγα ότι παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πολιτική δύναμη που εκπροσώπησε την τεράστια κοινωνική δυναμική που βγήκε στο προσκήνιο με την ελληνική κρίση, ταυτόχρονα δεν μπόρεσε να είναι το πεδίο μετασχηματισμού της σε μια ηγεμονική πρακτική.

Αυτό θα απαιτούσε μια αντίληψη της πολιτικής που να μην περιορίζεται στην κοινοβουλευτική λογική αλλά στο ξεδίπλωμα μορφών λαϊκής αυτό-οργάνωσης και εξουσίας, μια προγραμματική επεξεργασία, που να μετασχηματίζει τη διαμαρτυρία σε στρατηγική μετασχηματισμού, μια (αυτό)μορφωτική λειτουργία που θα διαμόρφωνε όρους μιας νέας διανοητικότητας και πολιτικοποίησης των υποτελών τάξεων και προφανώς μια ετοιμότητα ρήξης με τις αστικές δυνάμεις και στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η απουσία όλων αυτών των στοιχείων μπορεί να εξηγήσει την αδυναμία επεξεργασίας μια στρατηγικής ρήξης, την απεμπόληση ακόμη και της ώθησης που έδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και τελικά την παλινωδία και την αποδοχή εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Με έναν τρόπο μπορούμε μέσα από τον Γκράμσι να στοχαστούμε τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να καταφύγουμε σε αβαθείς ερμηνείες, όπως η «προδοσία». Σε αυτή την περίπτωση θα βλέπαμε τα όρια μιας εκδοχής μεταρρυθμιστικού αριστερού ευρωπαϊσμού, συνδυασμένη με μια καθαρά κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής εκπροσώπησης, που δεν μπορούσε να έχει μια πραγματικά ηγεμονική πρακτική, ούτε να συγκροτήσει τους όρους ενός νέου ιστορικού μπλοκ.

Αν και ο Γκράμσι όπως μας μεταφέρεται μέσα από το βιβλίο σας, είναι εξαιρετικά επίκαιρος, μπορεί να έχει εφαρμογή η θεωρία του στην σύγχρονη κοινωνία; Πώς μπορούμε να στοχαστούμε μια εποχή που βλέπουμε πως η δεξιά αλλά και η ακροδεξιά αντλούν την ηγεμονία τους από την συναίνεση σύγχρονων εργατών κι όχι προνομιούχων ψηφοφόρων;

Μια από τις πιο σημαντικές πλευρές του τρόπου που ο Γκράμσι στοχάστηκε την πολιτική πρακτική στην αστική εποχή, συμπεριλαμβανομένης και της επεξεργασίας της έννοιας της ηγεμονίας, είναι ακριβώς το γεγονός ότι στην αστική εποχή το πεδίο της πολιτικής συμπεριλαμβάνει και τις υποτελείς τάξεις. Προφανώς και η «συμπερίληψη» αυτή γίνεται με όρους που αναπαράγουν τη συνθήκη της υποτέλειας, όμως είναι ένα βασικό στοιχείο. Αυτό αποτυπώνει και η κεντρικότητα του έθνους. Ωστόσο, ο Γκράμσι εντοπίζει ήδη προς το τέλος του 19ου αιώνα τη μετάβαση σε νέα ηγεμονική πρακτική, που δεν στηρίζεται στην ενεργό συμμετοχή των υποτελών τάξεων όσο στην αποσυσπείρωση, τον κατακερματισμό και την εξατομίκευση, αυτό που περιγράφει ως «παθητική επανάσταση».

Σε αυτό το πλαίσιο, στην προέκταση του νήματος για την παθητική επανάσταση και με επίγνωση της βαρύτητας του εθνικισμού, αλλά και των σύγχρονων «μαζικών» κοινωνικών και πολιτικών μορφών, ο Γκράμσι προσεγγίζει και το φαινόμενο του φασισμού. Προφανώς και τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά σήμερα: θα μπορούσε κανείς να υπογραμμίσει μια ολοένα και πιο ισχνή «νομιμοποιητική βάση» και ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην αποσυσπείρωση, τον κατακερματισμό, τα διαβρωτικά αποτελέσματα του ρατσισμού (που οριακά γίνεται σχεδόν κοινωνικός κανιβαλισμός), την προληπτική υπονόμευση της ικανότητας των υποτελών τάξεων να στοχάζονται τη δυνατότητα εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης. Σε αυτό το φόντο μπορεί κανείς να συζητήσει φαινόμενα όπως η άνοδος της ακροδεξιάς αλλά και να στοχαστεί γιατί είναι επείγον για την Αριστερά να μπορεί να παρέμβει όχι για να «εκπροσωπήσει» αλλά για να μετασχηματίσει τις συλλογικές αντιλήψεις και τον «κοινού νου» των υποτελών τάξεων.

Υποστηρίζετε στο βιβλίο την ανάγκη ενός νέου ορισμού του λαού, που να βασίζεται στη σύγχρονη συνθήκη των υποτελών. Αυτό δεν είναι μια διεργασία που θα έπρεπε ήδη να έχει αρχίσει εδώ και καιρό στην αριστερά;

Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να ξαναδώ την έννοια του λαού και τον τρόπο που επιστρέφει στην πολιτική και θεωρητική συζήτηση. Μια από τις αφορμές είναι όλη η συζήτηση για τον αριστερό λαϊκισμό ως αναλυτική και στρατηγική κατηγορία, με αναφορά και στο έργο του Ερνέστο Λακλάου. Παρότι διαφωνώ με τον τρόπο που σε ορισμένες εκδοχές θεωριών του αριστερού λαϊκισμού ο λαός παρουσιάζεται κατά βάση ως κάτι που διαμορφώνεται μέσα από την πολιτική και ιδεολογική έγκληση – αντίληψη που ενέχει τον κίνδυνο να ταυτιστεί η αριστερή πολιτική με την επικοινωνία , την άρθρωση λόγου και τελικά μια εκλογική αντίληψη της πολιτικής – θεωρώ ότι  μπορούμε να ξαναδούμε την έννοια του λαού ως ακριβώς την συμπύκνωση της συμμαχίας και κοινής πολιτικής στόχευσης των υποτελών τάξεων.

Λέτε ότι κατά τη γνώμη επίσης ο ορισμός θα αποσυνδέει τον λαό από την εθνότητα, την καταγωγή ή την κοινή ιστορία και θα τον συνδέει με μια κοινή κατάσταση, παρόν και αγώνα. Με ποιο τρόπο θα κατακτήσει την εξουσία η εργατική τάξη σε μια κοινωνία στην οποία οι κυρίαρχες  δυνάμεις έχουν εγκατασταθεί μέσα από πρακτικές οι οποίες συνδέονται με την ίδια την “κουλτούρα” που κουβαλάμε από παιδιά; Και δεν έρχεται επίσης το παραπάνω σε αντίθεση με τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε το ΕΑΜ;

Η ανάδυση του έθνους (και του έθνους-κράτους) είναι μια σημαντική πλευρά της νεωτερικότητας. Και εμπεριέχει μια μορφή αναγνώρισης των λαϊκών τάξεων, την ίδια ώρα που συγκαλύπτει τον ταξικό ανταγωνισμό. Είναι επίσης σαφές ότι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο οι υποτελείς τάξεις όχι μόνο συγκροτούνται και στη βάση της κοινής εθνικής αναγνώρισης, αλλά και μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες είναι εφικτό να αναδυθούν εκδοχές εθνικής ταυτότητας που να συνδυάζονται με αιτήματα χειραφέτησης και μετασχηματισμού.

Αυτό είναι κάτι που σίγουρα αποτυπώνεται και στη διερεύνηση του Γκράμσι γύρω από την έννοια του «εθνικού-λαϊκού» ως καθοριστικής πλευράς μιας πολιτικής των υποτελών τάξεων. Σίγουρα, αυτό μας πηγαίνει και σε εμπειρίες όπως αυτή του ΕΑΜ, αλλά και πιο πρόσφατα μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν έπρεπε να υποτιμούμε την πατριωτική διάσταση στο αντιμνημονιακό κίνημα. Όμως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι με την εργατική τάξη να είναι πολυεθνική ουσιαστικά δεν είμαι βέβαιος πόσο μπορεί το έθνος να αποτελεί πλέον το συνεκτικό στοιχείο. Γι’ αυτό και αναφέρομαι σε μια μετα-εθνική και από-αποικιακή σύλληψη του λαού. Με έναν τρόπο είναι μια αντιστροφή: αντί για την φαντασιακή κοινότητα μιας κοινής καταγωγής, η πραγματική κοινότητα του αγώνα και αντί για την κοινή εθνική ιστορία, το κοινό μέλλον μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

Στα μέσα περίπου του βιβλίου αναφέρετε  σε σχέση με τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής ηγεμονίας και τον «συλλογικό εργάτη» : «… ο Γκράμσι, υπογραμμίζει πως η ίδια η ουσία του κοινωνικού ανταγωνισμού μέσα στο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής, του φορντισμού συμπεριλαμβανομένου, επίσης δημιουργεί τη δυνατότητα επανοικειοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας σε νέες μορφές». Θέλετε να μας εξηγήσετε πώς;

Το απόσπασμα αυτό είναι από τη συζήτηση των σημειώσεων του Γκράμσι που άπτονται και της καπιταλιστικής παραγωγής, μια πλευρά του έργου του συνήθως παραμελημένη. Ο Γκράμσι υπογραμμίζει ότι μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή διαμορφώνεται ένας συλλογικός εργαζόμενος που αποκτά επίγνωση των πραγματικών όρων της καπιταλιστικής παραγωγής. Αυτό θεωρώ ότι είναι ένα στοιχείο που ισχύει και στις μέρες μας και ίσως πιο έντονα, εάν αναλογιστούμε ότι σήμερα ο αντίστοιχος συλλογικός εργαζόμενος μπορεί να υπόκειται σε μια πολύ πιο επισφαλή συνθήκη, όμως ταυτόχρονα έχει και πολύ περισσότερες δεξιότητες και άρα μεγαλύτερη ικανότητα να συνειδητοποιήσει ότι αποτελεί τον παραγωγό του κοινωνικού πλούτου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η φράση του Γκράμσι ότι «η ηγεμονία ξεκινά από το εργοστάσιο» αποκτά μια ευρύτερη δυναμική και διάσταση και συμπεριλαμβάνει τους αγώνες στην καπιταλιστική παραγωγή ως καθοριστική πλευρά της ανάδυσης μιας δυνάμει ηγεμονίας των υποτελών.

Στον επίλογο του βιβλίου αναφέρεστε στις σημερινές προκλήσεις και την ανάγκη να επιστρέψει η συζήτηση για την στρατηγική. Τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά που μετράει εδώ και καιρό ήττες;

Πιστεύω ότι δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε την πολύ μεγάλη ήττα του λαϊκού κινήματος την περασμένη δεκαετία, παρά τις μεγάλες δυνατότητες που διαμόρφωσε μια σχεδόν εξεγερσιακή κοινωνική έκρηξη, χωρίς να δούμε και να αναγνωρίσουμε τα μεγάλα στρατηγικά κενά της αριστεράς, την προγραμματική απρονοησία της και την απροθυμία να αναμετρηθεί με στρατηγικά ερωτήματα, σε πείσμα της μεγαλοστομίας ή των εύκολων διακηρύξεων. Αυτό αποτυπώθηκε και στην έλλειψη προετοιμασίας για την αναπόφευκτη σύγκρουση και ρήξη με την ΕΕ, στην απουσία ενός εναλλακτικού παραγωγικού υποδείγματος, στην αδυναμία στοχασμού των ερωτημάτων που αφορούν το κράτος, το μετασχηματισμό του αλλά και το ξεδίπλωμα μορφών δημοκρατικής συμμετοχής και αυτοοργάνωσης. Αυτά ακριβώς τα ερωτήματα είναι που πρέπει και σήμερα να συζητήσουμε, αντί για την παραπέρα ενσωμάτωση σε μια κοινοβουλευτική αντίληψη της πολιτικής.

Στο ελληνικό τοπίο τώρα, πρόσφατα ανακοινώθηκε η πρόθεση δημιουργίας δύο φορέων αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι μιλούν για πρωτοβουλίες επιτελείων χωρίς ουσιαστική εκπροσώπηση από την κοινωνία, άλλοι για την ανάγκη δημιουργίας νέων πόλων αντίστασης. Στην παρουσίαση του βιβλίου σας κάνατε αυτοκριτική λέγοντας πως όσοι έχουμε μετάσχει είμαστε μέρος του προβλήματος. Πού ανασαίνει η αριστερά σήμερα; Ποιες δυνατότητες υπάρχουν; Γιατί φαίνεται σαν να μην έχει καν τα εργαλεία να αρθρώσει έναν λόγο, να πείσει τον κόσμο να εμπνεύσει ένα όραμα;

Το να συζητάει η Αριστερά δεν είναι κακό. Είναι προτιμότερο από το να μη συζητάει. Αρκεί να συζητάει για τη στρατηγική, να κάνει πραγματική αποτίμηση, ουσιαστική αυτοκριτική, και να μην βαφτίζει «στρατηγική» μια συζήτηση που είναι κατά βάση προεκλογική. Τέτοιου είδους συζήτηση δεν τη χρειαζόμαστε. Επίσης δεν χρειαζόμαστε μόνο τη συζήτηση μεταξύ ενός δεδομένου στελεχιακού δυναμικού της αριστεράς. Χρειάζεται μια συζήτηση που να περιλαμβάνει και ανθρώπους που είναι έξω από τα όρια των μηχανισμών, ανθρώπους με την εμπειρία των μεγάλων και των νέων κινημάτων, ανθρώπους που πραγματικά δουλεύουν ερευνητικά, ανθρώπους που δεν αποπνέουν την κουλτούρα του μηχανισμού και του διαδρόμου. Αυτό σημαίνει και αναγκαστικά μικρότερο ρόλο για ανθρώπους που καλώς ή κακώς χρεωνόμαστε τις επιλογές που πήραν συλλογικότητες και ρεύματα της αριστεράς το προηγούμενο διάστημα. Το βασικό είναι να δούμε αυτή τη διαδικασία όχι σαν «συγκρότηση» αλλά περισσότερο σαν «εργαστήρι» και «πειραματική διαδικασία».