Σκίτσο του Carlos Latuff για την εισβολή στη Λιβύη

Ads

Ποια είναι άραγε η διαφορά μεταξύ του πολέμου του Ομπάμα στη Λιβύη και του νεοσυντηρητισμού;

Του David Reff για το περιοδικό The New Republic (1/4/2011)

Λοιπόν, αυτό ήταν πραγματικά σύντομο! Συνήθως χρειάζεται να μεσολαβήσει αρκετός χρόνος από τη στιγμή που ο Λευκός Οίκος δικαιολογεί –με τον τρόπο του – μια στρατιωτική περιπέτεια στο Αμερικανικό κοινό, μέχρι να αποκαλυφθεί το τι πραγματικά συμβαίνει. Χρειάστηκε να δούμε πρώτα την πτώση του Σαντάμ Χουσείν για να ανακαλύψουμε πως η δικαιολογία της κυβέρνησης Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ -η απειλή των όπλων μαζικής καταστροφής- δεν ήταν παρά μια πρόφαση που βασίστηκε σε κατασκευασμένα στοιχεία. Αλλά από το τηλεοπτικό διάγγελμα του προέδρου Ομπάμα στις 29 Μαρτίου, στο οποίο ισχυρίστηκε πως η επέμβαση στη Λιβύη δεν αποσκοπούσε σε καθεστωτική αλλαγή, μέχρι την αποκάλυψη του Reuters πως είχε υπογράψει μια διαταγή η οποία επέτρεπε μυστικές αμερικανικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν την ομιλία -αν όχι νωρίτερα- χρειάστηκαν πάνω κάτω 24 ώρες. Και έτσι τώρα πηγαίνουμε στη Λιβύη, κάτι για το οποίο πίεζαν όλο αυτό τον καιρό οι νεοσυντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι οπαδοί του επεμβατισμού.

Ads

Στην ομιλία του ο πρόεδρος επέμεινε πως δεν υπήρχε καμία σύγκριση μεταξύ των περιπτώσεων του Ιράκ και της Λιβύης και πως η διεύρυνση των στόχων της αμερικανικής επέμβασης σε βαθμό τέτοιο που να «περιλαμβάνουν την καθεστωτική αλλαγή θα ήταν λάθος». Στην πραγματικότητα βέβαια, η Ουάσιγκτον έχει κάνει ακριβώς αυτό. Ο πρόεδρος Ομπάμα εστίασε την προσοχή του στις κυρώσεις του ΟΗΕ και στην πολυεθνική φύση της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων και καυχήθηκε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλέον παραχωρήσει το κύριο ρόλο στους «συμμάχους και εταίρους στο ΝΑΤΟ». Αλλά αυτά είναι υποκριτικές ανοησίες. Αν το δούμε από τη στρατιωτική πλευρά, το ΝΑΤΟ χωρίς το αμερικανικό στρατιωτικό κεφάλαιο δεν αποτελεί και καμία τρομερή δύναμη. Είναι αλήθεια πως σε πολιτικό επίπεδο, η Γαλλική κυβέρνηση έχει πιέσει σκληρά για πιο επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις με στόχο την παροχή υποστήριξης στην Λιβυκή αντίσταση. Αλλά, παρά τις διαβεβαιώσεις του προέδρου Ομπάμα για το αντίθετο, η συντριπτική υπεροχή των βομβών, πυραύλων και σφαιρών που χτυπούν τις δυνάμεις του Συνταγματάρχη Καντάφι προέρχεται από αμερικανικά πλοία και αεροσκάφη.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Μέχρι τις 28 Μαρτίου, μια μέρα δηλαδή πριν από την προεδρική ομιλία, οι ΗΠΑ είχαν εκτοξεύσει 199 πυραύλους Tomahawk εναντίον Λιβυκών στόχων κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Αυγή της Οδύσσειας». Ο συνολικός αριθμός των πυραύλων που εκτοξεύτηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις όλων των υπολοίπων χωρών, που συμμετέχουν σε αυτό που ο πρόεδρος Ομπάμα αρέσκεται να αποκαλεί «συνασπισμό δυνάμεων», είναι επτά. Επιπλέον, σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας, από τις 600 τηλεκατευθυνόμενες βόμβες ακριβείας που είχαν εκτοξευτεί μέχρι την ίδια μέρα, οι 455 προέρχονταν από αμερικανικά πολεμικά αεροπλάνα. Σε μια συνέντευξη τύπου που δόθηκε στο Πεντάγωνο, από τον Αντιναύαρχο Bill Gortney του Μεικτού Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, ένας δημοσιογράφος τόνισε στον Αντιναύαρχο πως τα πολεμικά αεροπλάνα AC-130 και το αεροπλάνο «καταστροφέας των τανκς» (“tank busting”) AC-10, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αμερικανικές δυνάμεις στις επιχειρήσεις σύμφωνα με τον Gortney,   θεωρούνται αεροσκάφη «εγγύς αεροπορικής υποστήριξης» (“combat support aircraft”). Η απάντηση του Gortney αποτελεί ένα ανεκτίμητο παράδειγμα της σύγχυσης του Πενταγώνου: «Δε θα τα χαρακτήριζα αεροπορικής υποστήριξης», είπε. «Είναι μαχητικά αεροσκάφη και προκαλούν χτυπήματα ακριβείας».

Το να κατηγορήσουμε τον ναύαρχο για αυτόν τον διφορούμενο και ασαφή πολιτικό λόγο θα ήταν λάθος. Αν αυτό που οι ΗΠΑ κάνουν στη Λιβύη σήμερα είναι στην πραγματικότητα η παροχή αεροπορικής υποστήριξης τους εξεγερθέντες, ενώ  προσποιούνται πως διεξάγουν αυτό που ο πρόεδρος Ομπάμα περιέγραψε στο λόγο του σαν μια προσεκτική επιχείρηση που «εστιάζει στη διάσωση ζωών», τότε είναι λάθος του Λευκού Οίκου και όχι του Πενταγώνου. Στη τελική οι ανώτατοι αξιωματούχοι του τελευταίου απλά υποτάσσονται στα κελεύσματα της πολιτικής ηγεσίας και του Προέδρου ως αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων -όπως οφείλουν να κάνουν οι στρατιωτικοί που υπηρετούν στο στρατό δημοκρατικών χωρών. Όπως απεδείχθη, ακόμα και αυτή η εγγύς αεροπορική υποστήριξη δεν υπήρξε αρκετή για να επιτρέψει στους εξεγερθέντες να νικήσουν στο έδαφος, όπως καταδεικνύουν οι πρόσφατες αντεπιθέσεις των στρατευμάτων του Καντάφι. Πιθανώς αυτός είναι ο λόγος που τώρα γίνονται συζητήσεις για την αποστολή όπλων στις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, ακόμα και κάποιες προτάσεις που λένε πως οι στρατιώτες, οι οποίοι αποκαλούνται – δίχως αιδώ – από τους διοικητές του ΝΑΤΟ ως ειρηνοποιοί, μπορεί να αναπτυχθούν στη Λιβύη. Βέβαια χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ αυτοί οι στρατιώτες δε θα έχουν κανένα παραπάνω δικαίωμα να αυτοαποκαλεστούν «ειρηνοποιοί» από ότι είχαν τα ρωσικά στρατεύματα στο Τατζικιστάν το 1990 ή στην Νότια Οσετία και την Αμπχαζία σήμερα.

Κατά κάποιον τρόπο αυτό που κάποιοι χαιρετίζουν ως το Δόγμα Ομπάμα της αποκαλούμενης ανθρωπιστικής επέμβασης, δείχνει όσο τίποτε άλλο σαν μια  συγχώνευση του φιλελεύθερου επεμβατισμού της δεκαετίας του ’90, δηλαδή την περίοδο των επεμβάσεων στη Βοσνία, το Κόσοβο και τη Σιέρα Λεόνε, και του νεοσυντηρητικού επεμβατισμού της περιόδου του Μπους. Πράγματι, παρά τα όσα υποστηρίζουν οι φιλελεύθεροι οπαδοί του επεμβατισμού, οι οποίοι στηρίζουν τον Ομπάμα και τον πόλεμο στη Λιβύη, δεν υπάρχει τίποτα στην ομιλία του προέδρου που να μην μπορούσε να είχε ειπωθεί από τα χείλη του προέδρου Μπους – με μόνη διαφορά το θρησκευτικό μανδύα που είχε ο λόγος του τελευταίου. Ειδικότερα οι ομοιότητες με τη ρητορική της «εξαγωγής της δημοκρατίας και του πολέμου στο όνομα των αξιών» που χαρακτήριζε τον εναρκτήριο λόγο του Μπους μετά τη δεύτερη ορκωμοσία του το 2005 είναι εμφανείς. Οι υποστηρικτές του φιλελεύθερου επεμβατισμού φυσικά το αρνούνται αυτό και τονίζουν πως πιστεύουν στην πολυμερή προσέγγιση, κάτι το οποίο τους διαφοροποιεί από τους νεοσυντηρητικούς, καθώς επίσης και πως πιστεύουν στην ήπια ισχύ (ή στην έξυπνη ισχύ (“smart power”) όπως την όρισε τη Υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον) σε αντίθεση με τους νεοσυντηρητικούς οι οποίοι υποστηρίζουν τη «σκληρή ισχύ» (“hard power”).

Το πρόβλημα με αυτή τη θεώρηση είναι πως η ιδέα της πολυμέρειας, την οποία υιοθετούν οι οπαδοί του φιλελεύθερου επεμβατισμού, είναι μια ιδέα σύμφωνα με την οποία τα άλλα έθνη στηρίζουν ενεργά τις προσπάθειες της Αμερικής. «Ο κόσμος λειτουργεί καλύτερα όταν η Αμερική ηγείται», σύμφωνα με την προσφιλή ρήση του αείμνηστου Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, μια ρήση η οποία περικλείει εύστοχα την άποψη των φιλελεύθερων γερακιών πως μπορούν να έχουν παράλληλα αμερικανική ηγεμονία και πολυμέρεια, κάτι που κάποιος πιο σκεπτικός παρατηρητής θα μπορούσε να αποκαλέσει ηγεμονία χωρίς δάκρυα. Αλλά όλα αυτά αποτελούν διαφημιστικά ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Αυτές οι επεμβάσεις λαμβάνουν χώρα όταν οι ΗΠΑ παρέχουν τη δύναμή τους· στην αντίθετη περίπτωση δεν συμβαίνουν καν. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι υποστηρικτές του πολέμου στη Λιβύη -συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου- μπορούν να προσποιηθούν ότι το γεγονός πως τυπικά υπάρχει όντως ένας συνασπισμός δυνάμεων και πως οι ΗΠΑ τυπικά έχουν εκχωρήσει τον κύριο ρόλο της επιχείρησης στο ΝΑΤΟ (και πάλι, λες και το ΝΑΤΟ δεν είναι ένας θεσμός στον οποίο κυριαρχούν οι ΗΠΑ) κάνουν αυτήν την επέμβαση διαφορετικής φύσεως από αυτές που πραγματοποίησαν οι φρικτοί νεοσυντηρητικοί. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, με καθαρά θεσμικούς όρους, οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να αποκαλέσουν την εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία σαν μια επιχείρηση του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Στην πραγματικότητα, αυτά που διαχωρίζουν τις προσεγγίσεις του φιλελεύθερου και του νεοσυντηρητικού επεμβατισμού, όσον αφορά τις λεγόμενες στρατιωτικές ανθρωπιστικές επεμβάσεις, αποτελούν τέλειες απεικονίσεις της φροϋδικής ιδέας του ναρκισσισμού των μικρών διαφορών. Και οι δυο πλευρές θεωρούν πως είναι το καθήκον της Αμερικής να ανασχηματίσει τον κόσμο και να τον κάνει πιο δημοκρατικό. Και άσχετα από το ποιας πλευράς η αφήγηση κυριαρχεί, το αποτέλεσμα τείνει να είναι πάντα ο πόλεμος.

Η μετάφραση έγινε από τον Μιχάλη Ζωντό, για το μεταφραστικό project του Tvxs.