Το βράδυ της 15ης Ιουλίου 1971, από τα στούντιο του NBC στην Καλιφόρνια, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, απευθύνθηκε στο έθνος, κάνοντας ένα «δραματικό» διάγγελμα, γι’ αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε «μια σημαντική εξέλιξη στις προσπάθειες να οικοδομήσουμε μια βιώσιμη ειρήνη στον κόσμο». 

Ads

Ο Νίξον στο διάγγελμα αυτό δήλωσε ότι έστειλε τον Χένρι Κίσινγκερ, τον σύμβουλό του για θέματα Εθνικής Ασφαλείας, για μυστικές συνομιλίες στο Πεκίνο με τον Κινέζο πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι, για να επιδιώξει την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών που βρίσκονταν σε πολύ κακό σημείο από την Κινεζική επανάσταση του 1949. 

Στην Κίνα και στις ΗΠΑ, οι δύο ηγέτες διαβάζουν ταυτόχρονα την ακόλουθη δήλωση για να δείξουν την συμφωνία τους για μια νέα διπλωματική πορεία: «Ο πρωθυπουργός Τσου εν Λάι και ο Δρ. Χένρι Κίσινγκερ, σύμβουλος του προέδρου Νίξον για θέματα εθνικής ασφάλειας, πραγματοποίησαν συνομιλίες στο Πεκίνο από τις 9 έως τις 11 Ιουλίου του 1971. Γνωρίζοντας την επιθυμία του προέδρου Νίξον να επισκεφτεί τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ο πρωθυπουργός Τσου Εν Λάι, εξ ονόματος της κυβέρνησης της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, απηύθυνε πρόσκληση στον Πρόεδρο Νίξον να επισκεφτεί την Κίνα σε μια κατάλληλη ημερομηνία πριν από τον Μάιο του 1972. Ο Πρόεδρος Νίξον δέχτηκε την  πρόσκληση με ευχαρίστηση». 

Ο Νίξον, ωστόσο, άμα της ανακοίνωσης της επίσκεψης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις εικασίες για το τι σήμαινε το ταξίδι αυτό για τις παγκόσμιες υποθέσεις και ιδιαίτερα για την Ταϊβάν, έναν σημαντικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή. «Οι δράσεις μας στην αναζήτηση μιας νέας σχέσης με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας δεν θα είναι εις βάρος των παλαιών φίλων μας», δήλωσε ο Νίξον. «Δεν στρέφονται κατά κανενός άλλου έθνους. Αναζητούμε φιλικές σχέσεις με όλα τα έθνη. Οποιοδήποτε έθνος μπορεί να είναι φίλος μας χωρίς να είναι εχθρός ενός άλλου έθνους». 

Ads

Οι ανακοινώσεις για το ταξίδι του Νίξον στην Κίνα ήταν μια στιγμή ορόσημο, σύμφωνα με το Timeline, για τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας, οι οποίες είχαν παγώσει από το 1949, όταν οι κομμουνιστές αντάρτες νίκησαν το Εθνικιστικό καθεστώς του Τσιάνγκ Καϊσέκ – που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ – μετά από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος ξέσπασε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ είχαν προηγηθεί συγκρούσεις μεταξύ των δυο πλευρών από τη δεκαετία του 1920. Η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ολοκλήρωσε επίσης τη μακρά διαδικασία κυβερνητικών αναταραχών στην Κίνα που είχε ξεκινήσει από την Κινεζική Επανάσταση του 1911. Ωστόσο, ήταν η «πτώση» της Κίνας στον κομμουνισμό – το 1949 – αυτό που οδήγησε τις ΗΠΑ να αναστείλουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με την χώρα για δεκαετίες. 

Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του – που ξεκίνησε με την εκλογή του στη Βουλή των Αντιπροσώπων το 1946 – ο Νίξον ήταν αντίθετος σε οποιαδήποτε κίνηση αφορούσε την επανέναρξη διπλωματικών σχέσεων με το Πεκίνο. Με τα χρόνια, έχτισε την πολιτική του φήμη, σε μεγάλο βαθμό με βάση τα ακλόνητα αντικομμουνιστικά του διαπιστευτήρια. Αρχικά ως βουλευτής και στη συνέχεια ως γερουσιαστής, ο Νίξον αναδείχτηκε σε βασικό πρωταγωνιστή της περιόδου της αντικομμουνιστικής υστερίας στις ΗΠΑ, που έχει μείνει γνωστή ως η περίοδος του «κόκκινου τρόμου» (The Red Scare). Κατά την περίοδο αυτή έγιναν επίσης έρευνες – που έφεραν και πολλές διώξεις – για πιθανή ανατροπή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ή της αμερικανικής κοινωνίας από κομμουνιστικά στοιχεία. Το αποτέλεσμα ήταν η καλλιέργεια μιας κουλτούρας φόβου που συνοδεύτηκε από έντονη καταστολή. 

Ο Νίξον, ωστόσο, παρ’ ότι ταγμένος στρατιώτης του Ψυχρού Πολέμου, είδε την Κίνα με διαφορετικό τρόπο και κυρίως είδε σε αυτήν ευκαιρίες. Το 1967, πριν αναλάβει την προεδρία, έγραψε στο Foreign Affairs, «απλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε την Κίνα για πάντα έξω από την οικογένεια των εθνών, να την αφήσουμε να καλλιεργεί τις φαντασιώσεις της, να διατηρεί τα μίση και τις απειλές προς τους γείτονές της. Δεν υπάρχει θέση σε αυτόν τον μικρό πλανήτη για να ζουν ένα δισεκατομμύριο από τους δυνητικά πολύ ικανούς ανθρώπους του, θυμωμένοι σε απομόνωση». 

Ακόμα κι αν ο Νίξον σπάνια διατύπωνε την άποψη αυτή κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του για τον Λευκό Οίκο, την διατήρηση καθ’ όλη τη διαδρομή αυτή, μέχρι και την ορκωμοσία του. Εντός 30 ημερών από την ανάληψη του Οβάλ Γραφείου, έγραψε ένα σημείωμα στον Κίσινγκερ, λέγοντας: «Νομίζω ότι πρέπει να ενθαρρύνουμε την άποψη ότι η κυβέρνηση αυτή διερευνά τις δυνατότητες επαναπροσέγγισης με τους Κινέζους. Αυτό, φυσικά, πρέπει να γίνει ιδιωτικά και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να φτάσει στον τύπο από αυτή την κατεύθυνση». 

Μέσα σε λίγες μέρες ο Κίσινγκερ ενημέρωσε το Πεντάγωνο, την CIA και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι το γραφείο του στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας είχε αναλάβει την προετοιμασία μιας μελέτης για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα που θα περιελάμβανε εναλλακτικές προσεγγίσεις και ενδεχόμενους κινδύνους. 

Μέχρι το 1971, όμως, ο Νίξον είχε πια πιστέψει ότι ο δρόμος για την απεμπλοκή των ΗΠΑ από τον Πόλεμο του Βιετνάμ περνούσε από το Πεκίνο. Υπό τις συμβουλές του Κίσινγκερ, ο Νίξον ήλπιζε ότι η Κίνα θα μπορούσε να πιέσει τους συμμάχους της στο βόρειο Βιετνάμ να διαπραγματευτούν μια ειρηνευτική συμφωνία με τον αντι-κομμουνιστικό Νότο, με αντάλλαγμα τις διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τις δυνατότητες αύξησης του εμπορίου της χώρας. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ πίστευαν επίσης ότι η Κίνα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τη Δύση στον αποκλεισμό της Σοβιετικής Ένωσης, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Αμερικής. 

Ο Νίξον περίμενε μέχρι το Φεβρουάριο του 1972 για να επιχειρήσει αυτό που ο ίδιος ονόμασε «ιστορικό ταξίδι για την ειρήνη». Ο Νίξον, η σύζυγός του Πατ, η διπλωματική ομάδα του και μια μεγάλη δημοσιογραφική αποστολή, έφτασαν στο Πεκίνο στις 21 Φεβρουαρίου του 1972, γι’ αυτό που επίσης ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος χαρακτήρισε «την εβδομάδα που άλλαξε τον κόσμο». 

Στις ΗΠΑ πράγματι το ταξίδι έμεινε στην ιστορία και εκτιμάται ότι η επαναπροσέγγιση με την Κίνα απέτρεψε τη σύγκρουση των δυο χωρών για την Ταϊβάν, βελτίωσε σε μεγάλο βαθμό τη θέση των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο με την Σοβιετική Ένωση και ίσως συνέβαλε στον τερματισμό του Πολέμου στο Βιετνάμ. 

Εκτός από το Πεκίνο, ο Νίξον ταξίδεψε στο Χανγκζού και τη Σαγκάη. Σχεδόν αμέσως μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα της Κίνας, ο Πρόεδρος Μάο Τσε Τουνγκ τον κάλεσε για μια συνάντηση. Ο υπουργός Εξωτερικών Γουίλιαμ Ρότζερς αποκλείστηκε. Ο μόνος άλλος Αμερικανός εκτός από τον Κίσινγκερ ήταν ο Γουίνστον Λορντ, μέλος του προσωπικού του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, ο οποίος κρατούσε σημειώσεις. 

Η «South China Morning Post» έγραψε για το ταξίδι: «Ο Πρόεδρος Νίξον έσπασε δυο δεκαετίες εχθρότητας και απομόνωσης, μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, φτάνοντας στην χειμωνιάτικη πρωτεύουσα σε μια υποδοχή που ήταν σωστή και εγκάρδια και τράβηξε την προσοχή των τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων στο Πεκίνο». 

«Όρθιος, μια λαμπερή χειμωνιάτικη ημέρα, στο Σινικό Τείχος της Κίνας, ένας χαλαρός Πρόεδρος Νίξον είπε ότι η αναζήτηση του εδώ για ‘έναν ανοιχτό κόσμο’, μπορεί να ρίξει τα τείχη που χωρίζουν την ανθρωπότητα. ‘Δεν θέλουμε τείχη, οποιουδήποτε είδους, μεταξύ των λαών και νομίζω ότι ένα από τα αποτελέσματα του ταξιδιού μας – ελπίζουμε – μπορεί να είναι ότι τα τείχη που έχουν ανεγερθεί, είτε είναι τείχη ιδεολογίας, είτε φιλοσοφίας, δεν θα χωρίζουν τους λαούς του κόσμου», συνέχιζε η εφημερίδα. 

Μεταξύ των συναντήσεων με διάφορα ηγετικά στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος – εκτός από τον πρόεδρο Μάο Τσε Τουνγκ – ο Νίξον ταξίδεψε στη χώρα, περιοδεύοντας στα μεγάλα αξιοθέατα της Κίνας. Η ευρεία ειδησεογραφική κάλυψη έδωσε στους Αμερικανούς μια πρώτη καλή ματιά στο φυσικό και πολιτιστικό τοπίο της κομμουνιστικής Κίνας.

Μετά την επιστροφή του Νίξον, δημοσκόπηση της Gallup διαπίστωσε, σύμφωνα με το Timeline, ότι πάνω από τα δυο τρίτα των Αμερικανών έκριναν ότι το ταξίδι ήταν επιτυχές, με το 18% να προβλέπει ότι θα είναι πολύ αποτελεσματικό αναφορικά με τη βελτίωση της παγκόσμιας ειρήνης και το 50% να προβλέπει ότι θα είναι αρκετά αποτελεσματικό. 

Η Gallup κατέγραψε επίσης την άποψη των Αμερικανών για τους Κινέζους. Αντίστοιχη έρευνα είχε γίνει το 1966. Σε αυτά τα έξι χρόνια οι θετικές γνώμες για τους Κινέζους αυξήθηκαν σημαντικά. Ποιο συγκεκριμένα οι Αμερικανοί απάντησαν ότι οι Κινέζοι είναι εργατικοί σε ποσοστό 74% (από 37% το 1966), έξυπνοι σε ποσοστό 32% (από 14%), πρακτικοί σε ποσοστό 27% (από 8%) και ειλικρινείς σε ποσοστό 20% (από μόλις 1%). 

Ο Νίξον κέρδισε επίσης από την μεγάλη δημοσιότητα που πήρε το ταξίδι. Η δημοτικότητά του αυξήθηκε από 49% που ήταν τον Ιανουάριο του 1972, σε 53% πριν από το ταξίδι τον Φεβρουάριο και τελικά σε 56% μετά την επιστροφή του.

Στο διά ταύτα, αν και ο Νίξον κατάφερε να ξεκινήσει μια μακρά και σταδιακή διαδικασία ομαλοποίησης των σχέσεων μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, το άνοιγμα που έκανε στην Κίνα απέτυχε να επηρεάσει τη διαπραγματευτική στάση του Ανόι και ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχίστηκε για ακόμη ένα έτος. Επίσης ο Νίξον δέχτηκε κάποια κριτική για το γεγονός ότι δεν δημοσιοποίησε τις προθέσεις του για την επαναπροσέγγιση με την Κίνα νωρίτερα κι έτσι δεν επέτρεψε να γίνει δημόσιος διάλογος επί του θέματος. 

Μεταγενέστερες αποκαλύψεις των αρχείων από την κυβέρνηση Νίξον, έδειξαν ότι ο Νίξον θεωρούσε κομβική την εμπιστευτικότητα των συνομιλιών με το Πεκίνο για την σφυρηλάτηση των σχέσεων με την Κίνα και θεωρούσε το θέμα αυτό, υπόθεση εθνικής – εάν όχι και παγκόσμιας – ασφάλειας και ειρήνης. 

«Χωρίς μυστικότητα, δεν θα υπάρξει καμία πρόσκληση ή αποδοχή για το ταξίδι στην Κίνα. Χωρίς μυστικότητα δεν θα υπάρξει καμία πιθανότητα επιτυχίας», έλεγε ο Νίξον στον στενό κύκλο του, στο Λευκό Οίκο. «Η συνάντηση της Κίνας θα ανασταλεί αν δεν υπάρξει απόλυτη μυστικότητα… Δεν είναι στρατιωτική δύναμη τώρα αλλά σε 25 χρόνια από τώρα θα είναι σημαντική δύναμη. Αν δεν κάνουμε τώρα αυτό που μπορούμε να κάνουμε για να τερματίσουμε αυτή την ολική απομόνωση, τα πράγματα θα γίνουν πολύ επικίνδυνα».