Η αποκάλυψη είχε σοκάρει την βρετανική κοινωνία. Επί δεκαετίες μυστικοί πράκτορες της αστυνομίας είχαν παρεισφρήσει σε ακτιβιστικές οργανώσεις και πολιτικές ομάδες και με ψεύτικες ταυτότητες προσέγγιζαν τα μέλη τους για να αντλούν πληροφορίες.

Ads

Κάποιοι πράκτορες μάλιστα έφτασαν στο σημείο να παντρευτούν γυναίκες – μέλη των ομάδων αυτών για να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Μετά την αποκάλυψη, οι γυναίκες που αγάπησαν έναν κατάσκοπο χωρίς να το γνωρίζουν κι έζησαν μια ψεύτικη ζωή, καταγγέλλουν ότι είναι θύματα μιας «συνωμοσίας βιασμού».

Τουλάχιστον 124 αριστερές, αντιρατσιστικές, οικολογικές και άλλες αντικομφορμιστικές ομάδες, που σε κάθε περίπτωση αμφισβητούσαν το σύστημα, είχαν μπει στο στόχαστρο και κατασκοπεύονταν από τη μυστική αστυνομία από το 1968. Οι μυστικοί αστυνομικοί παρακολούθησαν αποδεδειγμένα 22 αριστερές ομάδες, 10 περιβαλλοντικές ομάδες, 9 αντιρατσιστικές, 9 αναρχικές ομάδες, 12 ομάδες για τα δικαιώματα των ζώων και 8 οργανώσεις που σχετίζονται με το ιρλανδικό ζήτημα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων. Επίσης, κατασκόπευσαν εκστρατείες εναντίον του απαρτχάιντ, του εμπορίου όπλων, των πυρηνικών όπλων και της μοναρχίας, καθώς και τη δράση συνδικάτων.

Στόχος τους ήταν να μάθουν όσο περισσότερα μπορούσαν για το τι σκέφτονται, τι κάνουν και ποιες διαμαρτυρίες σχεδίαζαν οι «αντιφρονούντες». Οι άνδρες της μυστικής αστυνομίας αναλάμβαναν να υποδυθούν κάποιον που ποτέ δεν υπήρξαν. Σε αυτούς δίνονταν μια νέα ταυτότητα καθώς και όλα τα πλαστά νομικά έγγραφα που θα αποδείκνυαν ότι είναι ότι λένε. Κάθε αποστολή διαρκούσε το πολύ πέντε χρόνια, ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος μιας πιθανής αποκάλυψής τους. Έπειτα απλά εξαφανίζονταν από προσώπου γης.

Ads

Οι μυστικοί αστυνομικοί δεν έμειναν στο να συμμετέχουν σε συνελεύσεις και πορείες. Έπρεπε να αναπτύξουν σχέσεις με αυτούς που παρακολουθούσαν. Και σε πολλές περιπτώσεις οι σχέσεις αυτές δεν έμεναν σε φιλικό επίπεδο, αλλά έγιναν κι ερωτικές. Κάποιοι μάλιστα παντρεύτηκαν τις γυναίκες που παρακολουθούσαν και απέκτησαν παιδιά μαζί τους, χωρίς εκείνες να γνωρίζουν το παραμικρό. Μέχρι που έκαναν το μοιραίο λάθος κι όλα βγήκαν στη φόρα…

image

Μία από αυτές τις γυναίκες, η Ρόζα, μίλησε στο BBC για το πως έμαθε ότι ο άντρας που ερωτεύτηκε ήταν κατάσκοπος. Γνώρισε τον Τζιμ Σάτον το 2000 σε μία πάμπ στο Λονδίνο. Εκείνη τότε είχε έντονη ακτιβιστική δράση, συμμετέχοντας σε μία πολιτική ομάδα που λεγόταν «Επανάκτηση των Δρόμων». Ερωτεύτηκαν αμέσως και σχεδίαζαν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. Δέκα μήνες μετά από μία πολύ έντονη σχέση, ο Σάτον της είπε ότι ήθελε να πάει ένα ταξίδι για να καθαρίσει το μυαλό του. Θα ταξίδευε σε Τουρκία, Συρία και Νότιο Αφρική. Μετά από μήνες κι εφόσον ήταν άφαντος, επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά και της είπε οτι είχε φτάσει στον τελικό προορισμό του. Αφού και πάλι δεν επέστρεψε, αποφάσισε να ταξιδέψει και να ψάξει να βρει τις απαντήσεις που ζητούσε στη Νότιο Αφρική. Πήρε μια φωτογραφία του ανά χείρας κι άρχισε να ρωτάει όποιον έβρισκε μπροστά της, αν τον γνώριζε. Τζίφος. Επέστρεψε στη Βρετανία για να συνεχίσει την έρευνα της, μέχρι που αυτή κατέληξε σε ένα γραφείο της μυστικής αστυνομίας στο Λονδίνο. Δύο μέρες μετά εμφανίστηκε και της αποκάλυψε ότι ήταν αστυνομικός και το πραγματικό του όνομα ήταν Τζίμ Μπόιλινγκ. Όμως της είπε ότι δεν κατασκόπευε την ακτιβιστική ομάδα στην οποία ήταν μέλος, αλλά δούλευε σε μια διαφορετική υπόθεση.

Σήμερα η Ρόζα πιστεύει ότι κι αυτό ήταν ψέμα. Μόνο που το κατάλαβε εφόσον τον παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά μαζί του. Εξηγώντας γιατί συνέχισε τη ζωή της μαζί του λέει πως ήταν τόσο πληγωμένη που το βρήκε εύκολο να πιστέψει ότι δεν ήταν δυνατόν το κράτος να στείλει κάποιον υπό τον μανδύα του ειρηνικού πράσινου ακτιβιστή για να την κατασκοπεύσει. Η μεταξύ τους κατάληξη δεν ήταν καλή, καθώς ο Μποίλινγκ αποδείχτηκε συγκεντρωτικός και χειραγωγός, πράγμα που την οδήγησε να πάρει τα παιδιά της και να καταφύγει σε ένα καταφύγιο γυναικών στην Ουαλία, πριν πάρουν κι επισήμως διαζύγιο.

image

Η Λίζα, μια άλλη γυναίκα – θύμα, ήταν περιβαλλοντική ακτιβίστρια, όταν το 2004 γνώρισε τον Μαρκ Στόουν σε μια διαδήλωση. Της είχε πει ότι ήταν επαγγελματίας ορειβάτης και ο έρωτας μεταξύ τους δεν άργησε να φουντώσει. Έζησαν μαζί για έξι χρόνια, όταν κάποια στιγμή εκείνος εξαφανίστηκε ξαφνικά. Υπήρξαν φορές που κάτι δεν της πήγαινε καλά, καθώς παρότι σχεδίαζαν την ζωή τους από κοινού, δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποιο μέλος της οικογένειας του. Πίστευε όμως τις δακρύβρεχτες ιστορίες για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια που τον είχαν κάνει υποτίθεται να απομακρυνθεί από αυτήν. Κάποια μέρα του 2010 εξαφανίστηκε ξαφνικά αλλά γύρισε κι αποφάσισαν να πάνε ένα ταξίδι στην Ιταλία για να αναθερμάνουν τη σχέση τους. Όταν άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για να βρει ένα ζευγάρι γυαλιά, βρήκε και το διαβατήριό του. Η φωτογραφία ήταν η ίδια, αλλά ο Μάρκ της, δεν λεγόταν Στόουν αλλά Κένεντι. Όπως ανακάλυψε ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά. Η αποστολή του είχε τελειώσει και επέστρεφε όλα τα πλαστά έγγραφα που είχε -συμπεριλαμβανομένου του διαβατηρίου του. Όμως δεν πρόλαβε. Με δάκρυα στα μάτια αναγκάστηκε να της αποκαλύψει την αλήθεια και στάθηκε η αφορμή να ξεκινήσει η αποκάλυψη των μυστικών παρακολουθήσεων της βρετανικής αστυνομίας.

Όταν έγινε γνωστή η υπόθεση, η βρετανική αστυνομία είχε ζητήσει συγνώμη από τα θύματα, λέγοντας ότι έχει γίνει κατάχρηση εξουσίας από τους αστυνομικούς.

Αυτό όμως δεν είναι αρκετό.

«Αν τα βάλεις όλα αυτά μαζί, έχεις μια ομάδα αστυνομικών που είχαν συνωμοτήσει υπέρ του βιασμού», λέει η Ρόζα. «Ξέρουν ότι δεν ήμασταν ενήμερες και ότι δεν είχαμε συμφωνήσει σε αυτό. Πρόκειται για συμμορία και δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω διαφορετικά. Έχεις μέντορες, χειριστές, μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων στο παρασκήνιο που κατέγραφαν τα πάντα -και όπως φαίνεται σκηνοθετούσαν- τις ερωτικές τους σχέσεις και δραστηριότητες», λέει η Ρόζα.

Η Λίζα λέει ότι το πλήγμα στην εμπιστοσύνη της στον Μαρκ και την αστυνομία ήταν σαν βιασμός. «Είναι δύσκολο για μένα να το σκέφτομαι με αυτή τη λέξη αλλά αυτό ήταν αν το σκεφτείς», καταλήγει.