Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001, στις ΗΠΑ, οι επιβάτες τεσσάρων πολιτικών Boeing, τα οποία είχαν απογειωθεί το πρωί εκείνης της μέρας και με λίγη ώρα διαφορά το καθένας τους, από Βοστώνη, Ουάσιγκτον και Νιου Τζέρσεϊ, πέφτουν θύματα αεροπειρατείας. Λίγο αργότερα, καθοδηγούμενα από τους αεροπειρατές, τα δύο  από αυτά θα συντριβούν στους Δίδυμους Πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου στην Νέα Υόρκη, ένα στο Πεντάγωνο και το τέταρτο σε ανοιχτό χώρο.

Ads

Η συντριβή στους Δίδυμους Πύργους θα μεταδιδόταν σε όλον τον πλανήτη σε απευθείας μετάδοση, αφού έγινε στο κέντρο της Νέας Υόρκης, σε ώρα αιχμής, με πλήθος ελικοπτέρων τηλεοπτικών δικτύων να βρίσκονται και στον τηλεοπτικό «αέρα» για να μεταδώσουν πληροφορίες για την κίνηση.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους, που πραγματοποιεί επίσκεψη σε σχολείο της Φλόριντα, πληροφορείται, επίσης σε απευθείας σύνδεση, τα γεγονότα από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου και αμέσως κάνει την πρώτη του ανακοίνωση: «Πρόκειται για εθνική τραγωδία. Δύο αεροσκάφη συνετρίβησαν στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, σε μια ενδεχόμενη τρομοκρατική επίθεση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών».

Οι άμεσες συνέπειες των παραπάνω επιθέσεων ήταν 2.977 νεκροί, πάνω από 25.000 τραυματίες και τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε υλικές ζημιές.

Οι μεσοπρόθεσμες θα κρατούσαν 20 χρόνια.

Οι μακροπρόθεσμες είναι προφανές ότι δεν μπορούν να προβλεφθούν.

Ads

Ελάχιστες ώρες μετά, με την σκόνη να μην έχει κατακάτσει καν στα συντρίμμια των Δίδυμων Πϋργων, ο τότε υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ούρλιαζε στους βοηθούς του να βρουν στοιχεία για εμπλοκή του Ιράκ στις επιθέσεις. Δεν θα τα έβρισκαν ποτέ. Όπως δεν βρήκαν και τα «όπλα μαζικής καταστροφής» του Σαντάμ Χουσεϊν. Μάλιστα, τρία χρόνια μετά, ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος παραδέχθηκε ότι το Ιράκ δεν είχε εμπλοκή στην 11η Σεπτεμβρίου. Εκείνον τον Σεπτέμβρη όμως το πίστευαν οι 7 στους 10 Αμερικανούς.

Ωστόσο, λίγες ημέρες μετά από τις επιθέσεις ο Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε τα ονόματα των φερόμενων ως ενόχων που ήταν μέλη της Αλ Κάιντα, της οργάνωσης του Σαουδάραβα πολυεκατομμυριούχου, Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Δέκα ημέρες μετά, ο Αμερικανός πρόεδρος, στο Κογκρέσο ανακοίνωσε: «Η απάντησή μας θα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των άμεσων αντιποίνων και μερικών στρατιωτικών πληγμάτων. Οι Αμερικανοί πολίτες δεν θα πρέπει να περιμένουν μία μάχη αλλά μία μακρόχρονη στρατιωτική εκστρατεία». Και πρόσθεσε: «Κάθε λαός και κάθε περιοχή του κόσμου καλείται να επιλέξει μία εκ των δύο επιλογών: είτε θα ταχθείτε μαζί μας είτε με τους τρομοκράτες».

«Το παιχνίδι άρχισε», όπως θα έλεγε ο Σέρλοκ Χολμς.

Η εισβολή

Ο Μπους απαίτησε από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι και τότε κυριαρχούσαν στο Αφγανιστάν, να παραδώσουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν.

Η άρνηση των Ταλιμπάν  οδήγησε στην επιχείρηση «Διαρκής Ελευθερία» και στην εισβολή στο Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Από το 2015 μέχρι και την αποχώρηση η επιχείρηση βαφτίστηκε «Φρουρός της Ελευθερίας».

Ο Μπους βάφτισε την εισβολή «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» – ο οποίος κλιμακώθηκε τον Μάρτιο του 2003 με την επίθεση στο Ιράκ – ενώ οι ΗΠΑ επικαλέστηκαν το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, το οποίο δίνει το δικαίωμα σε ένα κράτος – μέλος να ζητήσει τη βοήθεια των άλλων μελών στην περίπτωση που κρίνει ότι απειλείται η ασφάλειά του.

Στις 7 Οκτωβρίου του 2001, ξεκινά η επίθεση και η εισβολή στο Αφγανιστάν, η οποία θα τερματιστεί σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, στις 30 του περασμένου Αυγούστου. Αρχικά οι ΗΠΑ υποστηρίχθηκαν από την Βρετανία και τον Καναδά, αλλά αργότερα συνασπίστηκαν 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων όλων των μελών του ΝΑΤΟ. Φυσικά και της Ελλάδας.

Το κύριο προπαγανδιστικό αφήγημα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ από τότε, είναι ότι η εισβολή μπορεί να είχε αφορμή την «εκδίκηση», αλλά οι στόχοι της ήταν η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας, η «ελευθερία», η «δημοκρατία», τα «ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες» και η «καταστροφή των Ταλιμπάν».

Το αφήγημα αυτό έγινε ελάχιστα πιστευτό. Απόδειξη είναι το μεγαλειώδες αντιπολεμικό κίνημα που ξεδιπλώθηκε σε όλον τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, ενάντια στην εισβολή.

Οι αιτίες

Εκτός όμως από το εύλογο αίτημα για ειρήνη, υπήρχαν σε αυτόν τον πόλεμο και άλλες παράμετροι που υπονόμευαν τον προπαγανδιστικό μηχανισμό των επιτιθέμενων.

Για παράδειγμα, το Αφγανιστάν βρίσκεται γεωγραφικά στο «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας και της Κίνας, των διαχρονικών εχθρών και ανταγωνιστών των ΗΠΑ, αλλά και της ανερχόμενης Ινδίας. Είναι δρόμος ενεργειακών αγωγών, αλλά και η ίδια η χώρα έχει πλούσιο υπέδαφος.

Επί 20 χρόνια οι ΗΠΑ εμπόδισαν την κατασκευή  αγωγών ενέργειας και εμπορικών δρόμων από τους ανταγωνιστές τους στην περιοχή και τους απέκλεισαν από τις αφγανικές πρώτες ύλες. Το να θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι όλη αυτή η γιγαντιαία πολεμική μηχανή πήρε μπροστά για να έχουν οι γυναίκες στην Καμπούλ πρόσβαση στην εκπαίδευση είναι σαν να θεωρούμε ότι ο Τρωικός Πόλεμος έγινε για την απαγωγή της Ελένης. Όσο όμορφη κι αν ήταν.

Η κατοχή

Τεκμήρια για το ότι ο στόχος των Αμερικανών δεν ήταν η δημοκρατία και η ελευθερία υπάρχουν πολλά. Καταρχήν, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους λειτουργούσαν ως αυτό που πραγματικά ήταν: Στρατός κατοχής. Αν εξαιρεθεί η Καμπούλ – και αυτή όχι εντελώς – η κατάσταση στην αφγανική ενδοχώρα σε ό,τι αφορά δικαιώματα και οικονομικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά χειροτέρευσε.

Επιπλέον, ο κατοχικός στρατός εγκαλείται για βασανιστήρια και άλλες παρανομίες. Για παράδειγμα, το 2005 και μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου του Αμπού Γκραΐμπ, των κεντρικών φυλακών της Βαγδάτης όπου ο αμερικανικός στρατός επιδιδόταν σε συστηματικά βασανιστήρια κρατουμένων, αποκαλύφθηκε επίσης ότι τα συστηματικά βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί και οι βιασμοί κρατουμένων αποτελούσαν τακτική του αμερικανικού στρατού από την εποχή της εισβολής στο Αφγανιστάν.

Τα στοιχεία προήλθαν από έγγραφα της Ανακριτικής Υπηρεσίας του στρατού, τα οποία απέκτησε έπειτα από δικαστική μάχη η Αμερικανική Ενωση Πολιτικών Δικαιωμάτων (ACLU). Σε αυτά αναφέρονται βασανισμοί κρατουμένων στην κεντρική φυλακή του Μπαγκράμ, κοντά στην Καμπούλ και σε μία μικρότερη κοντά στην πόλη Κανταχάρ. Οι Αμερικανοί στρατιώτες στο Αφγανιστάν τραβούσαν φωτογραφίες των θυμάτων τους, όπως και οι συνάδελφοί τους στο Ιράκ.

Το 2010, σε ακόμη ένα παράδειγμα, η διεθνής κοινή γνώμη πληροφορήθηκε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για συστηματικές δολοφονίες αμάχων από «βαριεστημένους» Αμερικανούς στρατιώτες που σκότωναν «για πλάκα» και συνέλεγαν κρανία και δάχτυλα.

Σύμφωνα με εκτενές δημοσίευμα της «Washington Ρost», που επικαλείται απόρρητα έγγραφα της δικογραφίας, πέντε Αμερικανοί στρατιώτες κατηγορήθηκαν επίσημα για τις δολοφονίες αμάχων στην επαρχία Κανταχάρ, όπου υπηρετούσαν σε επίλεκτη ομάδα ταχείας επέμβασης. Οι δολοφονίες έγιναν μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου 2010 και σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων «διεπράχθησαν σαν βάρβαρο “άθλημα” από στρατιώτες που είχαν αδυναμία στο χασίς και το αλκοόλ».

Μπορεί ο αμερικανικός στρατός να προσπαθούσε – όταν δεν μπορούσε να τα καλύψει – τέτοιου είδους εγκλήματα ως «μεμονωμένα» και ως συμπεριφορά «ναρκωμανών» και «αλκοολικών» στρατιωτών, αλλά η συχνότητα των αποκαλύψεων αυτές τις δύο δεκαετίες σε Αφγανιστάν και Ιράκ αλλά και τα τεκμήρια των βασανισμών κρατουμένων παραπέμπουν σε «άγραφη» τακτική.

Η εκτόξευση της παραγωγής ναρκωτικών

Τα δυτικά ΜΜΕ προβάλουν την αύξηση των κοριτσιών που πάνε σχολείο, τις γυναίκες δικηγόρους και βουλευτές, καθώς και τη μείωση κατά 50% της βρεφικής θνησιμότητας την περίοδο της κατοχής, αλλά αυτά τα στοιχεία αφορούν ελάχιστα αστικά κέντρα. Αντίθετα, άλλοι δείκτες, όπως αυτοί του οργανωμένου εγκλήματος, των βίαιων θανάτων αμάχων, των τρομοκρατικών επιθέσεων κλπ, άνθισαν σε όλη τη χώρα.

Για παράδειγμα, μέχρι το 2016, η παραγωγή οπίου είχε αυξηθεί κατά σχεδόν 25 φορές από τα επίπεδα παραγωγής του 2001, φτάνοντας από 185 τόνους το 2001 σε 4.800 τόνους το 2016. Ενώ, η παραγωγή ηρωίνης στο Αφγανιστάν αυξήθηκε κατά 40 φορές από την ώρα που το ΝΑΤΟ ξεκίνησε τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας».

Από αυτήν την άποψη, κανείς δεν μπορεί επίσημα και με βεβαιότητα να απαντήσει, πού πήγαν τα 8 δικεκατομμύρια δολάρια που δαπάνησαν οι ΗΠΑ για την «εξάλειψη» της παραγωγής ναρκωτικών στο Αφγανιστάν.

Ωστόσο, όλες οι εκθέσεις και οι αναλύσεις επί του θέματος συμπέραναν, ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που φέρουν το κύριο βάρος του πολέμου των ναρκωτικών στο Αφγανιστάν, συχνά συνυπάρχουν με τους έμπορους οπίου και συνεργάζονται με τα διεφθαρμένα δίκτυα της αφγανικής κυβέρνησης, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

Υπάρχουν όμως και άλλες, περισσότερο ενδιαφέρουσες πτυχές από τη συνήθη – και υπαρκτή – διαφορά. Από το 2017 ήρθαν στο φως της διεθνούς επικαιρότητας δημοσιεύματα που ενέπλεκαν ευθέως δυτικές κρατικές μυστικές υπηρεσίες με την άνθηση της παραγωγής ναρκωτικών στο Αφγανιστάν. Το Sputniknews επικαλέστηκε μια «πηγή» μυστικής υπηρεσίας, με έδρα στον Περσικό Κόλπο και με τεράστια πείρα σε όλη την περιοχή που το Πεντάγωνο χαρακτηρίζει ως το «τόξο της αστάθειας», που αφηγείται την ιστορία της συνεργασίας του με έναν Αυστραλό μυστικό πράκτορα που υπηρέτησε στο Αφγανιστάν.

Η πηγή ήταν κατηγορηματική: «Οι εξωτερικές επιχειρήσεις της CIA χρηματοδοτούνται από αυτά τα κέρδη. Η κατηγορία ότι οι Ταλιμπάν χρησιμοποιούν το εμπόριο της ηρωίνης για να χρηματοδοτήσουν τις επιχειρήσεις τους είναι κατασκευασμένη παραπληροφόρηση».

Το κόστος

Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και χρήμα στα 20 χρόνια της κατοχής αποτιμάται κατά προσέγγιση. «Όσον αφορά τις ζωές που χάθηκαν, προφανώς δεν είναι εύκολο να το πούμε ακριβώς. Ο αριθμός των θυμάτων του συνασπισμού καταγράφεται πολύ καλύτερα από τους Ταλιμπάν και τους Αφγανούς πολίτες» σχολίασε πρόσφατα το BBC.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου Μπράουν υπολογίζει τις απώλειες στις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας σε 69.000 ανθρώπους. Σε 51.000 αντίστοιχα εκτιμάται ο αριθμός των αμάχων και των ενόπλων που σκοτώθηκαν.

Σύμφωνα με την αποστολή βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών στο Αφγανιστάν (Unama), σχεδόν 111.000 άμαχοι έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί από τότε που άρχισε να καταγράφει συστηματικά τις απώλειες αμάχων το 2009.

Περισσότεροι από 3.500 στρατιώτες του συνασπισμού έχασαν την ζωή τους από το 2001 και περίπου τα δύο τρίτα από αυτούς είναι Αμερικανοί. Περισσότεροι από 20.000 Αμερικανοί στρατιώτες έχουν τραυματιστεί.

Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το Αφγανιστάν έχει τον τρίτο μεγαλύτερο εκτοπισμένο πληθυσμό στον κόσμο.

Από το 2012, περίπου πέντε εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν και δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, είτε εκτοπισμένοι στο εσωτερικό του Αφγανιστάν είτε καταφεύγοντας σε γειτονικές χώρες.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου Μπράουν αναφέρει  επίσης το χρηματικό κόστος του πολέμου για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών πόρων και των κονδυλίων ανοικοδόμησης τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Πακιστάν, εκτιμώντας το σε 978 δισ. δολάρια έως το 2020.

Ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, εκτιμά το συνολικό κόστος σε περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, αν και προτείνει και τον αριθμό του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων.

Μεταξύ 2010 και 2012, όταν οι ΗΠΑ είχαν για κάποιο διάστημα περισσότερους από 100.000 στρατιώτες στη χώρα, το κόστος του πολέμου αυξήθηκε σε περισσότερα από 100 δισ. δολάρια ετησίως, σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης.

Όταν ο αμερικανικός στρατός άλλαξε τακτική και από το να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης επικεντρώθηκε περισσότερο στην εκπαίδευση των αφγανικών δυνάμεων, το κόστος μειώθηκε απότομα στα περίπου 45 δισ. δολάρια τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες στο Αφγανιστάν (από τον Οκτώβριο του 2001 έως τον Δεκέμβριο του 2020) ήταν 825 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ περίπου άλλα 130 δισεκατομμύρια δολάρια δαπανήθηκαν για έργα ανοικοδόμησης.

Αυτό φέρνει το συνολικό κόστος, με βάση τα επίσημα στοιχεία, σε περίπου 955 δισ. δολάρια μεταξύ 2001 και 2020, δηλαδή κοντά στην χαμηλότερη εκτίμηση του Μπάιντεν, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον είναι και η πιο κοντινή στην πραγματικότητα.

Όντως «μια τρύπα στο νερό»;

Το κυρίαρχο αφήγημα των ΜΜΕ διεθνώς για την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν και την εκ νέου επέλαση και κυριαρχία των Ταλιμπάν συνοψίζεται στην φράση – με διάφορες παραλλαγές και αποκλίσεις – «ντροπιαστικό φιάσκο».

Αυτή η ερμηνεία δεν λαμβάνει υπόψην τα γεωστρατηγικά οφέλη των αμερικανικών μονοπωλίων από τον 20ετή αποκλεισμό των ανταγωνιστών τους στην περιοχή. Επίσης, δεν λαμβάνει υπόψην την αλλαγή των διεθνών συσχετισμών αυτές τις δεκαετίες, η οποία επιβάλει και αλλαγή των αμερικανικών προτεραιοτήτων. Οι συσχετισμοί αυτοί σχετίζονται άμεσα με την οικονομική ενδυνάμωση της Ρωσίας και της Κίνας – το 2001 η Ρωσία μόλις έβγαινε από την χειρότερη οικονομική κρίση – που επέτρεψαν την ενεργητικότερη ρελάνς τους στην διαθνή σκακιέρα, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή της Συρίας.

Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ σήμερα προσανατολίζονται περισσότερο προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, εκεί που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη ένας οξύτατος ανταγωνισμός με την Κίνα, ενώ οξύνεται και το μέτωπο του αρκτικού κύκλου, όπου η Ρωσία εκμεταλλεύθηκε τον πόλεμο των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ, για να πατήσουν γερά στην περιοχή, η οποία είναι ενεργειακός – εμπορικός δρόμος, αλλά και «θησαυροφυλάκιο» πρώτων υλών.

Είναι προφανές λοιπόν ότι η αμερικανική πολεμική μηχανή προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες.

Ωστόσο, δεν ξεχνά το Αφγανιστάν. Για παράδειγμα, η αποχώρηση των Αμερικανών δεν ήταν τόσο «άτακτη» για να αφήσουν στους Ταλιμπάν στρατιωτικό εξοπλισμό η αξία του οποίου υπολογίζεται στα 85 δισ. δολάρια.

Ξέρουν πολύ καλά, ότι το Αφγανιστάν θα γίνει στο εξής ένα ακόμη πιο ενεργό «ηφαίστειο», αφού πλέον θα ορμήξουν για αρχή – με κάθε τρόπο και μορφή – Κίνα, Ρωσία, Πακιστάν, Ινδία, Τουρκία, Ιράν, Κατάρ, συνεπώς θέλουν να έχουν εν δυνάμει συμμαχίες επί του πεδίου, έτσι ώστε να μπορούν να επιστρέψουν αν χρειαστεί.

Ακόμη ένα στοιχείο που ενισχύει την άποψη πως οι Αμερικανοί δεν αποχώρησαν επειδή ηττήθηκαν στρατιωτικά, αλλά επειδή παρέδωσαν την εξουσία στους Ταλιμπάν, είναι και το γεγονός ότι η επικράτηση των τελευταίων επιταχύνθηκε με την αποχώρηση των αμερικανικών και ΝΑΤΟικών Ενόπλων Δυνάμεων, μετά τη συμφωνία της Ντόχα το 2020, μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι και να συνέβη πραγματικά, ο αφγανικός λαός θα εξακολουθεί να πληρώνει κάθε εξέλιξη, με το αίμα του.