Περισσότεροι από 16 δημοσιογραφικοί οργανισμοί και περισσότεροι από 80 δημοσιογράφοι σε τέσσερις ηπείρους αποκάλυψαν, με κοινή έρευνά τους, πως το λογισμικό της ισραηλινής εταιρείας NSO, με την ονομασία “Pegasus” («Πήγασος»), χρησιμοποιείται από αυταρχικά καθεστώτα για την παρακολούθηση ακτιβιστών, πολιτικών, δημοσιογράφων και δικηγόρων.

Ads

Την έρευνα συντόνισε ένας μη κερδοσκοπικός δημοσιογραφικός οργανισμός με έδρα το Παρίσι, η Forbidden Stories, σε συνδυασμό με τη Διεθνή Αμνηστία, που είχαν αρχικά πρόσβαση σε αυτή τη λίστα με τα τηλέφωνα και μοιράστηκαν στη συνέχεια τις πληροφορίες με άλλους συνεργάτες στον χώρο των μίντια, στο πλαίσιο του Pegasus Project.

Το Pegasus είναι ένα λογισμικό παρακολούθησης, το οποίο εγκαθίσταται στο κινητό τηλέφωνο του στόχου. Όταν το ανυποψίαστο «θύμα» ανοίξει ένα δήθεν αθώο μήνυμα, ένα sms ή ένα μήνυμα από κάποια άλλη εφαρμογή, το λογισμικό μπορεί να εγκατασταθεί στο smartphone, το iPhone ή το Android του. Ωστόσο, δεν επιτρέπει μόνο την υποκλοπή κλήσεων, αλλά δίνει κι άλλες δυνατότητες. Μπορεί να υποκλέψει οποιοδήποτε περιεχόμενο βρίσκεται μέσα στο τηλέφωνο: φωτογραφίες, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επαφές, sms, ακόμη και μηνύματα που ανταλλάσσονται μέσω κρυπτογραφημένων εφαρμογών, όπως το Signal ή το WhatsApp. Το κινητό δηλαδή γίνεται ο χειρότερος εχθρός του ατόμου.

Ο «Πήγασος» έχει πουληθεί σε 40 κράτη, με τους υποψήφιους στόχους να αποτελούνται κατά βάση από δημοσιογράφους, πολιτικούς και ακτιβιστές.  

Ads

Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα: Είμαστε όλοι δυνητικά στόχοι τέτοιων λογισμικών; Πολλοί μπορεί να μας καθησυχάσουν, λέγοντας πως «οι αθώοι δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν». Είναι όμως έτσι;

Δεν είναι πολλοί αυτοί που θα σκέφτονταν πως το κινητό τους τηλέφωνο, το οποίο ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων δεν αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ, μπορεί να μετατραπεί σε μια κανονική συσκευή παρακολούθησης, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάποιον ο οποίος βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά, να κλέψει μηνύματα, φωτογραφίες κ.λπ, ή να ενεργοποιήσει το μικρόφωνο του κινητού και να αρχίσει την καταγραφή σε πραγματικό χρόνο. Όλα αυτά μπορεί να τα κάνει ο «Πήγασος».

Η εταιρεία NSO υποστηρίζει πως το λογισμικό χρησιμοποιείται μόνο από υπηρεσίες πληροφοριών των κυβερνήσεων και υπηρεσίες επιβολής του νόμου, έτσι ώστε να εισβάλλουν στο κινητό «εγκληματικών και τρομοκρατικών ομάδων». Η δημοσίευση όμως περισσότερων ονομάτων-στόχων το προσεχές διάστημα, πρόκειται να ρίξει κι άλλο φως στην υπόθεση.

Ακόμη βέβαια, δεν είναι γνωστό αν οι κυβερνήσεις προχώρησαν με επιτυχία το σχέδιό τους, κλέβοντας τα στοιχεία συγκεκριμένων ανθρώπων (όσων ασκούσαν κριτική ή αντιπάλων τους), αν
δηλαδή «το χακάρισμα ήταν επιτυχές», ή αν απλώς επρόκειτο για υποψήφιους στόχους.

Ένας από τους βασικούς στόχους των κυβερνήσεων, ήταν οι δημοσιογράφοι. Τις επόμενες μέρες πρόκειται να διαρρεύσουν κι άλλα ονόματα τα οποία εμφανίζονται στη διαρροή. Πρόκειται για δικηγόρους, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικές προσωπικότητες, ακαδημαϊκούς, επιχειρηματίες, διπλωμάτες, ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους και αρχηγούς κρατών.

Πρόκειται άλλωστε για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν πως οι κυβερνήσεις κάνουν κατάχρηση αυτού του λογισμικού, αλλά και ότι τελικά, μπορούν και οι ίδιοι να γίνουν αντικείμενα κατασκοπείας.

Αξίζει να σημειωθεί πως, εταιρείες όπως η NSO, λειτουργούν μέσα σε μια αγορά εντελώς ανεξέλεγκτη, παρέχοντας εργαλεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν μέσα καταστολής για αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Σαουδική Αραβία, το Καζακστάν και το Αζερμπαϊτζάν για παράδειγμα.

Μετά τις αποκαλύψεις του Edward Snowden, η αγορά υπηρεσιών επιτήρησης, όπως αυτές που παρέχει η NSO, αναπτύχθηκε, την ώρα που η κρυπτογράφηση στο διαδίκτυο υιοθετήθηκε μαζικά. Έτσι, το ίντερνετ έγινε πολύ πιο ασφαλές, και η μαζική συγκομιδή πληροφοριών πολύ πιο δύσκολη. Αυτό όμως προκάλεσε τον πολλαπλασιασμό εταιρειών όπως η NSO, οι οποίες «έλυσαν τα χέρια» των κυβερνήσεων, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν μηνύματα, e-mail και κλήσεις. Η NSO δηλαδή, παρακάμπτει την κρυπτογράφηση μέσω του hacking.

Πριν από δύο χρόνια, ο David Kaye, ο τότε ειδικός του ΟΗΕ σε θέματα ελευθερίας της έκφρασης, είχε ζητήσει να υπάρξει ένας σοβαρός έλεγχος στις πωλήσεις τέτοιων λογισμικών, όπως της NSO, στις κυβερνήσεις. Έκανε λόγο για μια βιομηχανία «εκτός ελέγχου και χωρίς περιορισμούς στην παροχή πρόσβασης σε εργαλεία κατασκοπείας, σχετικά χαμηλού κόστους, τα οποία προηγουμένως κατείχαν μόνο οι πιο προηγμένες κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών». Φαίνεται πως κανείς δεν τον άκουσε.

Επικριτές της παραπάνω άποψης ισχυρίζονται πως η κατασκοπεία είναι αυτό που πρέπει να κάνουν οι υπηρεσίες πληροφοριών. «Αν δεν έχετε κάνει τίποτα λάθος, δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε». Ο ορισμός όμως του τι συνιστά «λάθος» απουσιάζει.

Ο «Πήγασος» ήρθε να βάλει τέλος σε τέτοιες σκέψεις. Νομοταγείς άνθρωποι, πολίτες που κατοικούν σε δημοκρατίες, όπως για παράδειγμα αρχισυντάκτες εφημερίδων στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν διαφεύγουν της αδικαιολόγητης επιτήρησης. Κι εδώ γεννάται το ερώτημα: οι δημοσιογράφοι, στην περίπτωση αυτή, σε ποια από τις 2 κατηγορίες βρίσκονται; Ανήκουν σε εγκληματική ομάδα ή είναι τρομοκράτες; Προκύπτει άλλωστε πως, πολλοί από τους δημοσιογράφους που βρέθηκαν στα αρχεία, ως στόχοι, είχαν ένα κοινό: είτε ήταν τοπικοί ρεπόρτερ, είτε φημισμένοι αστέρες, ερευνούσαν τη διαφθορά και τα πολιτικά σκάνδαλα.

Επιπλέον, η παρακολούθηση τέτοιων ανθρώπων, στην πραγματικότητα δεν αφορά μόνο τους ίδιους. Είναι ένας τρόπος να στερηθούν οι πολίτες την πρόσβαση σε πληροφορίες για τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις. Όταν κανείς μπει στο τηλέφωνο ενός δημοσιογράφου, μπορεί να κλέψει τρομερά ευαίσθητες πληροφορίες: Πάνω σε τι δούλευε; Ποιες είναι οι πηγές του; Που κρύβει τα έγγραφα; Ποιοι είναι οι κοντινοί του; Ποιες πληροφορίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον εκβιασμό ή τη δυσφήμισή του;

Δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τρόποι άμυνας των δημοσιογράφων δεν είναι πολλοί. Ένας από τους κυριότερους όμως, είναι η συνεργασία: με αυτό τον τρόπο άλλωστε αποκαλύφθηκε και η περίπτωση που εξετάζουμε.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι δυτικές χώρες, στις οποίες τα καθεστώτα είναι –φαινομενικά τουλάχιστον – δημοκρατικά, δεν έχουν το μονοπώλιο σε τέτοιες τεχνολογίες. Φαίνεται να μπαίνουμε λοιπόν σε μια νέα εποχή παρακολούθησης, όπου κανείς μας δεν είναι ασφαλής. Ή μάλλον, θα είμαστε ασφαλείς, αν τα κάνουμε όλα «σωστά».

Με πληροφορίες από Guardian