«Κι αν σου κάτσει;». Η γνωστή διαφημιστική φράση για την κλήρωση του Τζόκερ ηχεί διαρκώς στο υποσυνείδητο του απλού, καθημερινού ανθρώπου –όπως έχουμε μάθει να τον λέμε– κάθε φορά που αυτός βρίσκεται αντιμέτωπος με την τύχη του, στην πιο παιγνιώδη και τηλεοπτική της μορφή.

Ads

Η φράση διατυπώνεται ως ρητορικό ερώτημα απέναντι σε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων, που προσμένουν έξι τυχερούς αριθμούς για να αλλάξουν μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Όπως λένε, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, κι ως εκ τούτου κανείς δεν θα αναλογιστεί το μάταιο των πιθανοτήτων, παρά μόνο θα μπει ο ίδιος οικειοθελώς στην κληρωτίδα, γιατί στην τελική δεν έχει να χάσει και τίποτα.

Όπως λέει το λαϊκό άσμα της δεκαετίας του ’70, «ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα βρε ζωή / φέρε και καμιά εξάρες, φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες (…) δεν είμαι παιδί κακό, γιατί θέλεις να πονώ / έφτασε η ψυχή στο στόμα, μ’ ένα ασσόδυο ακόμα / απ’ τον κόσμο θα χαθώ».

Κι αν σου κάτσει; Τι συμβαίνει αν σου κάτσει να μην μπορείς να αλλάξεις με τίποτα την τύχη σου; Τι συμβαίνει αν σου κάτσει να μην έχεις να χάσεις τίποτα, γιατί ποτέ δεν είχες τίποτα; Να είσαι αυτός που γεννιέται στο περιθώριο; Να είσαι αυτός που γεννιέται παρίας, που γίνεται απόκληρος, που χάνει καθημερινά την αξιοπρέπειά του, που δίνει μάχη επιβίωσης για κάθε χιλιοστό και γραμμάριο της φυσικής και πνευματικής του ύπαρξης;

Ads

Κι αν σου κάτσει να είσαι αυτός που έχει «διαρκώς αρνητικές σκέψεις», γιατί «ο κόσμος τριγύρω του γίνεται όλο και πιο τρελός», γιατί αυτός ο κόσμος το μόνο που ξέρει είναι να σου αφαιρεί κάθε ίχνος της ανθρώπινης φύσης σου και να σε αγνοεί; Τι συμβαίνει; Τότε, δεν παίζεις Τζόκερ. Γίνεσαι ο Τζόκερ.

Το ψυχολογικό θρίλερ του Τοντ Φίλιπς και η συγκλονιστική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Χοακίν Φίνιξ, μας υπενθυμίζουν ότι όλοι όσοι ζουν με την ελπίδα μιας ζαριάς θα φοβηθούν να βρεθούν στην θέση του Άρθουρ Φλεκ, ενός ανθρώπου τον οποίο η περιρρέουσα βία συρρικνώνει διαρκώς στα τρίσβαθα των πιο ταπεινών ανθρώπινων ενστίκτων. Αλλά, όλοι τους θα ταυτιστούν μαζί του όταν εμφανιστεί ως Τζόκερ, ως ένας αλλόκοτος κλόουν που παίρνει όλη αυτή τη βία και την επιστρέφει συστημένη στον αποστολέα. Όλοι όσοι γίνονται παραλήπτες της κοινωνικής αδικίας θα παλέψουν με νύχια και με δόντια να αποφύγουν τον εξευτελισμό, τον ξυλοδαρμό, την φτώχεια. Αλλά, όταν συνειδητοποιήσουν ότι η πάλη τους δεν έχει αντίκρισμα, θα στραφούν σ’ εκείνον που πρώτος θα τους πει ότι «κανείς δεν μπορεί να σε πειράξει», αφού «δεν έχεις να χάσεις τίποτα». Κι αυτή η υπενθύμιση έρχεται από ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν για να μας περιγράψει ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον.

Το «Τζόκερ» εμφανίζεται στις κινηματογραφικές αίθουσες μια δεκαετία μετά το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης, που διεύρυνε σε πρωτοφανή βαθμό το ήδη αυξανόμενο από τη δεκαετία του ‘70 χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, διατηρώντας τους πρώτους στις ανώτερες βαθμίδες της κοινωνικής ιεραρχίας και εξαθλιώνοντας τους τελευταίους ακόμη περισσότερο. Σε οποιαδήποτε έρευνα οποιουδήποτε διακυβερνητικού οργανισμού η αλήθεια των αριθμών οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα: η κραυγαλέα κοινωνική ανισότητα αποτελεί την νέα κανονικότητα για τις ανθρώπινες σχέσεις στον 21ο αιώνα.

Αλλά, αυτό είναι δεν είναι το μόνο και δεν είναι το πιο επώδυνο. Η κοινωνική εμπειρία μάς οδηγεί και σ’ ένα επιπλέον: η νέα αυτή κανονικότητα δεν προβλέπεται να μεταβληθεί. Γιατί, οι συστημικοί θεσμοί δεν λειτουργούν με γνώμονα την προστασία των πολλών και ανωνύμων αλλά κατ’ αρχάς και πρωτίστως για τη δική τους επιβίωση. Οι θεσμοί της αντιπροσώπευσης, οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, οι θεσμοί της αγοράς, οι θεσμοί του κεντρικού σχεδιασμού, οι φορείς αυτών, τα πρόσωπα της εξουσίας και οτιδήποτε τη συνιστά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο επίπεδο δεν έχουν αναλάβει καμία ουσιαστική ευθύνη για την κρίση –μια ευθύνη που θα οδηγούσε τουλάχιστον σε μια ριζική μεταρρύθμισή τους, αν όχι ανατροπή. Αναπαράγονται σαν να μην έχει μεσολαβήσει το κρίσιμο γεγονός, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών –τις τύχες των οποίων έβαλαν οι θεσμοί στην κληρωτίδα του τουρμποκαπιταλισμού επί τέσσερις δεκαετίες– αναγκάζεται να ζει οριακές καταστάσεις.

Ο νεοφιλελευθερισμός αναδείχθηκε στα 70s και επικράτησε στα 80s –δεκαετίες στις οποίες παραπέμπει η μυθολογία του κινηματογραφικού Γκόθαμ– με την υπόσχεση που έδωσε το νεοσυντηρητικό κατεστημένο προς τις μεγάλες μάζες: όλοι μπορούν να γίνουν πλούσιοι αρκεί να αποδεχτούν τις ιδέες μιας ελεύθερης αγοράς χωρίς όρια, ενός πλούτου που δεν μοιράζεται αλλά διαχέεται από πάνω προς τα κάτω, κι ενός κοινωνικού κράτους που επιβάλλεται να συρρικνωθεί ώστε να πάψει να αποτελεί εμπόδιο στον τζόγο των ευκαιριών. Είναι όλα αυτά λόγος για να πάρει τα όπλα ένας τρελός κλόουν και να αρχίσει να σκοτώνει; Πολύ προτού προβληθεί στις αίθουσες, το «Τζόκερ» κατέλαβε τον δημόσιο διάλογο ωσάν να πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ ενοχλητικών αποκαλύψεων. Παραμένει, όμως, μια ταινία που φαίνεται να διαδραματίζεται στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’70-’80, με σαφείς αναφορές σε εμβληματικές ταινίες εκείνης της εποχής.

Εδώ κανείς οφείλει να λάβει υπόψη ότι  ο χαρακτήρας του Τζόκερ ξεπηδά από μια εικονογραφημένη μυθολογία όπου το αιτούμενο είναι η ιδέα της ίδιας της δικαιοσύνης. Ο κόσμος του Μπάτμαν, απ’ όπου ο Τζόκερ αναδεικνύεται ως ο υπέρτατος κακός, είναι ένας κόσμος που ζει διαρκώς υπό το καθεστώς του φόβου. Σ’ αυτόν τον κόσμο ακόμα και ο καλός ήρωας είναι ένας σκοτεινός τύπος βγαλμένος από εφιάλτη. Ο Άνθρωπος-Νυχτερίδα δεν είναι απλώς μια μορφή που καταπολεμά το έγκλημα χρησιμοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Κινείται στα όρια της νομιμότητας, όντας ο ίδιος ένας ζάμπλουτος μπον-βιβέρ γόνος, και εμφανίζεται ως η ένοχη συνείδηση των κακών, όντας ο ίδιος δέσμιος των βιωμάτων και των ματαιώσεών του. Και, τελικά, είναι ένας αυτόκλητος τιμωρός που πιστεύει ότι τον καθέναν τον ορίζουν οι πράξεις του. Απλώς οι δικές του είναι ταγμένες σε μια γενική θεώρηση περί καλού σκοπού.

Απέναντι σ’ αυτόν τον σούπερ ήρωα, εμφανίζεται ο Τζόκερ ως η απόλυτη αντίθεση: πολύχρωμος και παρανοϊκός, εκφραστής ενός αδίστακτου υπόκοσμου που παραλύει την κοινωνική τάξη. Πάρα ταύτα, ο απόλυτος κακός μιας αστικής δυστοπίας κρύβει κι αυτός από πίσω του μια τραγική ιστορία, όπως ο Μπάτμαν. Το 1988 οι αναγνώστες της σειράς μάθαιναν για πρώτη φορά το παρελθόν του Τζόκερ. Ήταν ένας πρώην μηχανικός σε εργοστάσιο χημικών που τα παράτησε όλα για να γίνει κωμικός. Αποτυγχάνει και βρίσκεται σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Μην έχοντας άλλον τρόπο να στηρίξει την έγκυο γυναίκα του, δέχεται να βοηθήσει μια συμμορία κακοποιών, που θέλουν να ληστέψουν μια εταιρεία τυχερών παιγνίων, δίπλα στο εργοστάσιο. Ο άντρας ειδοποιείται ότι η γυναίκα του βρήκε τραγικό θάνατο στο σπίτι. Οι κακοποιοί τον εξαναγκάζουν να μείνει μαζί τους. Η εμφάνιση του Μπάτμαν τον αναγκάζει να πηδήξει σε χημικά απόβλητα. Η παραμόρφωση που του προκαλούν τα χημικά μαζί με την απώλεια όλων όσων αγαπάει στη ζωή τον οδηγούν στην παραφροσύνη.

Η πρόσφατη ταινία αφηγείται μια άλλη ιστορία, όπου όμως το τραγικό στοιχείο παραμένει. Αυτή τη φορά ο Τζόκερ δεν είναι άλλος ένας από μας που ρίχνει μια ζαριά και τα χάνει όλα. Ο παλιός Τζόκερ είχε πιστέψει στο νεοφιλελεύθερο όνειρο και τρελάθηκε. Είχε ένα μέλλον μπροστά του και το έχασε. Ο σημερινός Τζόκερ δεν έχει καν ζάρι να ρίξει. Δεν έχει καν δικαίωμα στο λάθος. Δεν έχει καν μέλλον. Δεν χάνει τα παιδιά του, είναι ο ίδιος το χαμένο παιδί. Ο έντυπος Τζόκερ στις απαρχές του νεοφιλελευθερισμού είναι μια τάξη που καταρρέει. Ο κινηματογραφικός Τζόκερ στην προσπάθεια επανεκκίνησης του νεοφιλελευθερισμού είναι μια τάξη ισοπεδωμένη. Ο Τζόκερ του Ρέηγκαν είναι άλλος ένας που δεν τα κατάφερε στα μάτια των υπολοίπων που εξακολουθούν να ελπίζουν σε εξάρες. Ο Τζόκερ του Τραμπ –για τον οποίo οι Ρεπουμπλικάνοι μαλώνουν αναμεταξύ τους αν είναι αντίγραφο του “Dutch” Reagan– είναι όλοι που δεν έχουν καμία ελπίδα να τα καταφέρουν· κι αυτοί είναι ολοένα και περισσότεροι σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο τρελός, βρίσκονται σε κοινή θέα μπροστά στα μάτια όλων και δεν τους βλέπει κανένας. Και σ’ αυτόν τον κόσμο ο Μπάτμαν είναι το καλύτερο αστείο. Δεν εμφανίζεται. Απλώς υπονοείται. Ο μελλοντικός καλός της υπόθεσης είναι αποτέλεσμα της ίδιας κοινωνικής βαρβαρότητας, που ανακυκλώνει τον πόνο εναλλάξ επί δικαίων και αδίκων.

Το ερώτημα παραμένει: είναι όλα αυτά λόγος για να πάρει τα όπλα ένας τρελός κλόουν και να αρχίσει να σκοτώνει; Ο Τζόκερ ρωτά πρώτος: «τι γίνεται αν συνδυάσεις έναν ψυχικά διαταραγμένο, μοναχικό άνθρωπο με μια κοινωνία που τον εγκαταλείπει και του φέρεται σαν σκουπίδι;» Και πρώτος απαντά. Όμως, ο Τζόκερ, οι φίλοι του και οι εχθροί του, αυτοί που ζούνε ή πεθαίνουν γύρω του υπάρχουν για όσα λεπτά παίζει το φιλμ. Όταν το έργο τελειώνει, για τους θεατές που βγαίνουν απ’ την αίθουσα το ερώτημα αποκτά νόημα, διατυπωμένο αλλιώς: θα ήταν  όλα αυτά λόγος για να πάρει τα όπλα ένας τρελός κλόουν και να αρχίσει να σκοτώνει; Κι αυτή η ελαφρώς αλλαγμένη στον χρόνο διατύπωση είναι που κάνει το γέλιο του Τζόκερ τρομακτικό. Γιατί, δημιουργεί μια προβολή στο μέλλον. Είναι η συνειδητοποίηση πως για πολλούς όλα αυτά θα ήταν πράγματι λόγος. Είναι η συνειδητοποίηση μιας δυνητικής τελευταίας ζαριάς όλα ή τίποτα. Είναι η εξοικείωση με την ιδέα ότι ένας τύπος της διπλανής πόρτας, που δεν ενδιαφέρεται καν για την πολιτική, μπορεί με τις απεχθείς πράξεις του να δώσει λόγο ύπαρξης σε εκατομμύρια ανθρώπους που βιώνουν αόρατοι τα αδιέξοδά τους. Είναι το γέλιο που βγαίνει ως απάντηση στην απουσία ακόμα και μιας υπόσχεσης. Είναι το αόρατο χέρι που γράφει σε κάθε υψωμένο τοίχο «ένα γέλιο θα σας θάψει».

«Δεν πρέπει να είσαι αστείος για να γίνεις κωμικός;» ρωτά η μητέρα του Τζόκερ. Η ταινία του Φίλιπς, που έχει πυροδοτήσει εκ νέου τον δημόσιο διάλογο περί ανισοτήτων, μας υπενθυμίζει γιατί οι ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι ταυτίζονται με έναν αυτόκλητο τιμωρό. Το έχουν ξανακάνει. Όμως, αυτή τη φορά είναι τόσο πολλοί όσοι ζουν με την ελπίδα μιας ζαριάς, έχοντας χάσει τόσα πολλά, που δεν χρειάζεται να αποκτήσουν ταξική συνείδηση, να έχουν ενεργό επίγνωση της ταξικής τους ταυτότητας, για να φορέσουν οι ίδιοι το προσωπείο του τιμωρού. Σε κάθε ευκαιρία τιμωρούν, αρχής γενομένης από την κάλπη.

Δεν χρειάζεται να είσαι αστείος για να διακρίνεις την ειρωνεία της ιστορίας. Εκείνοι οι θεσμοί που προφήτεψαν το τέλος της Ιστορίας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να την επανεκκινήσουν κόντρα στον φαύλο κύκλο του πόνου και της τιμωρίας. Σε μια εποχή όπου η πάλη των τάξεων έχει ξεχαστεί και οι τάξεις παίζονται στα ζάρια, μπλοφάρει καλύτερα όποιος μπλοφάρει τελευταίος. Κι όταν το παραπαίον σύστημα γράφει στα σημαδεμένα του χαρτιά «ο θάνατός σου η ζωή μου» χωρίς άλλα περιθώρια, πώς μπορούμε να κατηγορήσουμε κάποιον που θα απαντήσει λίγο πριν ο ίδιος χαθεί για πάντα «η ζωή μου»;

Κι αν σου κάτσει να είσαι αυτός, τι κάνεις;