Ο Ντόναλντ Τραμπ δίνει τις τελευταίες μέρες ένα ρεσιτάλ ρατσιστικού παραληρήματος, συμπαρασύροντας στον εκτροχιασμό του, όχι μόνο έναν όχλο υποστηρικτών του που περίμεναν άλλωστε πώς και πώς το coming out του προέδρου τους για να αποκτήσουν υπόσταση οι ξενοφοβικές απόψεις τους, αλλά και θέτοντας σε τροχιά αυτοκαταστροφής και τη φήμη της ισχυρότερης χώρας του κόσμου.

Ads

Στο στόχαστρό του έχουν μπει τέσσερις προοδευτικές γερουσιάστριες του Δημοκρατικού Κόμματος, η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές από τη Νέα Υόρκη, η Ιλχάν Ομάρ από τη Μινεσότα, η Αγιάνα Πρίσλεϊ από τη Μασσαχουσέττη και η Ρασίντα Τλάιμπ από το Μίσιγκαν. Πρόκειται για μια ομάδα πολιτικών γνωστή ως «το απόσπασμα», η οποία ασκεί δριμεία κριτική τόσο στον Αμερικανό πρόεδρο, όσο και στην νυν ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Όλες τους είναι γυναίκες. Καμία από τις τέσσερις δεν είναι λευκή. Όλες ωστόσο έχουν γεννηθεί στις ΗΠΑ, εκτός από την Ομάρ, η οποία πήγε στις ΗΠΑ σε ηλικία 12 ετών ως πρόσφυγας και πήρε την αμερικανική υπηκοότητα 5 χρόνια αργότερα. Σημειώνεται πως Κορτέζ έχει γεννηθεί στη Νέα Υόρκη και κατάγεται από το Πουέρτο Ρίκο και η Ρασίντα Τλαϊμπ γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν από Παλαιστίνιους μετανάστες.

Η αρχή έγινε στο σύνηθες «πεδίο της μάχης» για τον Ντόναλντ Τραμπ, στο Twitter. «Είναι τόσο ενδιαφέρον να βλέπω προοδευτικές γερουσιάστριες του Δημοκρατικού Κόμματος, που προέρχονται από χώρες οι κυβερνήσεις των οποίων είναι μια ολοκληρωτική και απόλυτη καταστροφή, να λένε κακόβουλα στους πολίτες των ΗΠΑ πώς πρέπει να διοικείται η κυβέρνησή μας», έγραψε ο Τραμπ στο Twitter και ξεστόμισε την εξόφθαλμα ρατσιστική «συμβουλή» του: «Να πάνε πίσω και να βοηθήσουν στο να φτιαχτούν τα τελείως διαλυμένα και κατακλυσμένα από εγκληματικότητα μέρη απ’ όπου κατάγονται, αντί να ασκούν κριτική στις ΗΠΑ», έγραψε.

Η τοποθέτηση του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στις τάξεις των Δημοκρατικών με αποκορύφωμα την αντίδραση της Νάνσυ Πελόσι, η οποία δήλωσε πως το αληθινό σύνθημα της προεδρίας Τραμπ δεν είναι το «Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά» αλλά το «Κάντε την Αμερική… άσπρη ξανά», αν και βρίσκεται σε ανοιχτή κόντρα μετην ομάδα των 4. Μόλις ένας γερουσιαστής των ρεπουμπλικάνων, ο Τζόνι Ερνστ από την Αϊόβα παραδέχτηκε ότι τα επίμαχα tweet ήταν ρατσιστικά, όμως.

Το αφτί του Αμερικανού προέδρου δεν ίδρωσε όμως, καθώς την επομένη, μιλώντας σε εκδήλωση στον κήπο του Λευκού Οίκου για τα προϊόντα «Made in America», δεν έχασε την ευκαιρία να εξαπολύσει νέα επίθεση εναντίον των 4 γερουσιαστριών, χωρίς να τις κατονομάζει ούτε κι αυτή τη φορά. «Αυτή η ομάδα παραπονείται διαρκώς. Είναι άνθρωποι που μισούν τη χώρα μας. Θέλουν να τρέφουν ένα άσβεστο μίσος», είπε. «Μπορούν να φύγουν αν θέλουν», επανέλαβε. «Σας ενοχλεί που πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τα tweets σας ρατσιστικά;», τον ρώτησε τότε μια δημοσιογράφος. «Δεν με απασχολεί επειδή πολλοί άνθρωποι συμφωνούν μαζί μου», ήταν η απάντηση που της έδωσε.

Και πράγματι – δυστυχώς – πολλοί άνθρωποι συμφωνούν μαζί του. Υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ φώναζαν ρυθμικά το σύνθημα «στείλε τις πίσω» κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης του, στο Γκρίνβιλ της Βόρειας Καρολίνας, όπου για πρώτη φορά μίλησε με ονόματα.

Το σύνθημα πρωτακούστηκε, όταν ο Τραμπ αναφέρθηκε στην Ιλάν Όμαρ που κατάγεται από τη Σομαλία, για την οποία είπε ότι έχει «ιστορικό παράφορου αντισημιτισμού». Συνέχισε λέγοντας πως «η Όμαρ συκοφάντησε τους γενναίους Αμερικανούς που προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την ειρήνη στη Σομαλία», ότι «αποπειράθηκε να υποβαθμίσει τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001» κι ότι «αντιμετωπίζει με περιφρόνηση τους σκληρά εργαζόμενους Αμερικανούς».

Σειρά είχε μετά η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές, την οποία επέκρινε για το γεγονός ότι συνέκρινε τις πρακτικές που εφαρμόζονται και τις συνθήκες που επικρατούν στους καταυλισμούς όπου οδηγούνται οι παράτυποι μετανάστες στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Οι συγκρίσεις του είδους έχουν σκοπό την άνοδο μιας επικίνδυνης, βίαιης άκρας αριστεράς», είπε εξοργισμένος και πρόσθεσε πως αυτό τον εξώθησε να πει « αν δεν τους αρέσει εδώ, ας φύγουν».

Η απάντηση του «αποσπάσματος»

«Δεν θα εξαναγκαστούμε να σωπάσουμε», ήταν το μήνυμα που έστειλαν από την πλευρά τους οι 4 γερουσιάστριες, τόσο μέσω Twitter όσο και σε συνέντευξη Τύπου που έδωσαν μετά τις ρατσιστικές επιθέσεις του προέδρου Τραμπ.

«Κύριε πρόεδρε, η χώρα από την οποία κατάγομαι και η χώρα στην οποία όλοι ορκιζόμαστε είναι οι ΗΠΑ», έγραψε η Κορτές και τόνισε πως ο Τραμπ είναι οργισμένος καθώς δεν μπορεί να δεχθεί μια Αμερική στην οποία « που περιλαμβάνει και εμάς».

«Θέλετε μια απάντηση σε έναν παντελώς αποτυχημένο πρόεδρο; Αυτός είναι η κρίση. Η επικίνδυνη ιδεολογία του είναι η κρίση. Πρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες σε βάρος του», σχολίασε η Τλάιμπ.

«Αυτή είναι η όψη του ρατσισμού. Εμείς είμαστε το πρόσωπο της Δημοκρατίας. Και δεν πάμε πουθενά. Μόνο πίσω στη Ουάσιγκτον για να δώσουμε τη μάχη για τις οικογένειες που περιθωριοποιούνται και δυσφημούνται καθημερινά», ήταν το μήνυμα της Αριάνα Πρίσλεϊ.

Η Όμαρ επισήμανε στη συνέντευξη Τύπου που έδωσαν ότι η προσοχή πρέπει να εστιαστεί στους λόγους που ο Τραμπ έχει στραφεί εναντίον των τεσσάρων βουλευτριών, δηλαδή την πολιτική του όσον αφορά τη μετανάστευση.

Δεν τον στέλνουν στη Δικαιοσύνη

Πάντως η Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψε την πρόταση να κινηθεί διαδικασία παύσης και παραπομπής στη Δικαιοσύνη του Ρεπουμπλικάνου προέδρου.

Ο εισηγητής του κειμένου, ο Δημοκρατικός βουλευτής Αλ Γκριν, επιδίωκε να κεφαλαιοποιήσει το κύμα των επικρίσεων σε βάρος του Τραμπ, αλλά η Βουλή τάχθηκε με 332 ψήφους έναντι 95, εναντίον του μέτρου. Ανάμεσα σε αυτούς που αποφάσισαν να μην στείλουν τον Τραμπ στο σκαμνί, ήταν πέραν της πλειοψηφίας των ρεπουμπλικάνων και 235 Δημοκρατικοί…

Η αυτοκαταστροφή των ΗΠΑ

Την ίδια στιγμή, το να σχολιάζουν οι δημοσιογράφοι τα ρατσιστικά σχόλια του Ντόναλντ Τραμπ και αμέσως μετά να μιλούν για την 50η επέτειο της ιστορικής αποστολής του Apollo 11 στη Σελήνη, κάνει πολλούς να αναρωτηθούν αν όντως μιλάνε για την ίδια χώρα;

Οι αχνές εικόνες του διάσημου «μικρού βήματος» του Νηλ Άρμστρονγκ πάνω στο φεγγάρι, αλλά παράλληλα «μεγάλου για την ανθρωπότητα», μεταδόθηκαν ζωντανά σε όλο τον πλανήτη που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την κατάκτηση του διαστήματος από τον άνθρωπο. Επρόκειτο για την κορωνίδα, ίσως, της επίδειξης της soft power των ΗΠΑ, σηματοδοτώντας την παγκόσμια επιρροή των ιδεών και αξιών της χώρας και την ικανότητά της να πείσει άλλα έθνη να στρατευτούν πίσω από εκείνη.

Παρόλο που ο πόλεμος του Βιετνάμ βρισκόταν σε εξέλιξη και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων περιέγραφαν τη βία του, οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν «πρωταθλητές» του ελεύθερου κόσμου, νικώντας το ψυχροπολεμικό αντίπαλο δέος τους, τη Ρωσία, στη μάχη του τεχνολογικού ανταγωνισμού. Επιπλέον, οι Αμερικανοί πρόσθεσαν μια πινελιά «ταπεινοφροσύνης» στη μεγάλη αυτή πράξη τους, δίνοντας έμφαση στην οικουμενικότητά της. «Ήρθαμε ειρηνικά για όλη την ανθρωπότητα», γράφει η πλάκα που έμεινε για πάντα στο έδαφος της Σελήνης.

Υπήρχαν και άλλες στιγμές – ορόσημα της αμερικανικής επιρροής αργότερα, όπως η λήξη του Ψυχρού Πολέμου, όπου Η Σοβιετική Ένωση απλώς έπαψε να υπάρχει, εξαντλημένη από τη μάχη της με τον εαυτό της και τις ελευθερίες. Υπήρξε ο Πόλεμος του Κόλπου, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκρότησαν έναν παγκόσμιο συνασπισμό για την επιβολή των κανόνων των Ηνωμένων Εθνών και εγκαινίασαν την εποχή των «έξυπνων» βομβών. Και στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον ενεπλάκη στις υποθέσεις της Βοσνίας και του Κοσυφοπεδίου. Στη συνέχεια η Ουάσιγκτον αμφισβητήθηκε έντονα για την σκηνοθετημένη εισβολή στο Ιράκ το 2003 και τον δίχως τέλος πόλεμο που ξεκίνησε.

Τώρα όμως οι ΗΠΑ φαίνεται να πιάνουν εκ νέου ιστορικό – χαμηλό της φήμης τους. Με τα ρατσιστικά κατά των 4 προοδευτικών γερουσιαστριών των Δημοκρατικών, ο Ντόναλντ Τραμπ, που εδώ και δύο χρόνια έκλεινε το μάτι στην ξενοφοβία, έδωσε απροκάλυπτη έκφραση σε αυτές τις πεποιθήσεις, διαιρώντας τη χώρα πιο βαθιά.

Αυτό που ίσως δεν καταλαβαίνει ο Τραμπ, όμως, είναι πως πρόκειται για μια τακτική που δεν θέτει μόνο σε κίνδυνο τη φήμη των ΗΠΑ αλλά και την εμβέλεια επιρροής της χώρας. Όπως υπενθυμίζει στο Foreign Policy ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, Joseph Nye, ο οποίος είναι και ο πατέρας του όρου «soft power», όταν η χώρα βρισκόταν στο παγκόσμιο επίκεντρο των επικρίσεων λόγω του Βιετνάμ, η αμερικανική κοινωνία που δεν ταυτίστηκε με τις γεωστρατηγικές αποφάσεις της χώρας αλλά και η τεχνολογία, κατάφεραν να διασώσουν τη δύναμη επιρροής των ΗΠΑ. Σε μια εποχή όμως που ο Τραμπ έχει ανοίξει εμπορικό πόλεμο με την Κίνα κι όχι μόνο, αν ο ρατσισμός, η διχόνοια και το μίσος που σχετίζονται με τη διοίκηση του Αμερικανού προέδρου επιβεβαιωθούν σε μεγάλο βαθμό και από την αμερικανική κοινωνία, τότε η ισχύς των ΗΠΑ στη μετά – Τραμπ εποχή δεν θα φτάσει ποτέ στα επίπεδα που ήταν πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο εκείνος.