Ο συριακός στρατός μπήκε πριν λίγες μέρες στον ανταρτοκρατούμενο τομέα της Ντεράα και ύψωσε τη σημαία της χώρας στο λίκνο της εξέγερσης εναντίον του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, την πόλη απ’ όπου ξεκίνησε το 2011 ο εμφύλιος πόλεμος.

Ads

Ο Μπασάρ αλ-Ασαντ, ο άνθρωπος που τουλάχιστον για τους Αμερικανούς ήταν «θέμα χρόνου» να πέσει, επικράτησε με τη βοήθεια της Ρωσίας, του Ιράν και της Χεζμπολάχ.

Ο κυβερνητικός στρατός τις τελευταίες εβδομάδες προελαύνει προς τα νοτιοδυτικά, κοντά στα σύνορα με το Ισραήλ και την Ιορδανία, σε μια από τις τελευταίες μεγάλες περιοχές που ελέγχονται ακόμη από αντικυβερνητικούς μαχητές.

Απευθυνόμενος με ανοικτή επιστολή προς τα στρατεύματά του, ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ υποστήριξε πως πλησιάζουν να κερδίσουν τον πόλεμο. «Η νίκη μας είναι κοντά», γράφει με την ευκαιρία και της 73ης επετείου από την ίδρυση του συριακού στρατού.

Ads

Τα συριακά στρατεύματα υποστηρίζονται στρατιωτικά από τη Ρωσία και το Ιράν, καθώς και από τους μαχητές της λιβανικής Χεζμπολάχ και ιρακινούς, ιρανούς και αφγανούς πολιτοφύλακες.

Αυτή τη στιγμή, επτά χρόνια μετά την έναρξη της σύγκρουσης, οι δυνάμεις του καθεστώτος έχουν καταφέρει να ανακαταλάβουν από τους αντάρτες και τους τζιχαντιστές ολόκληρες περιφέρειες και ελέγχουν πλέον σχεδόν τα δύο τρίτα της επικράτειας, περιλαμβανομένου μεγάλου μέρους των κύριων πόλεων, των οδικών αξόνων καθώς και πολλές μεθοριακές διαβάσεις.

Μπόρεσαν να σημειώσουν πρόοδο στο πεδίο έπειτα από φονικούς βομβαρδισμούς, αλλά και συμφωνίες συνθηκολόγησης που επιβλήθηκαν στους αντάρτες και επέφεραν την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων μαχητών με τους οικείους τους από τομείς που ανακατελήφθησαν από το καθεστώς.

«Από τη Χομς και την Παλμύρα μέχρι το Χαλέπι, από την Καλαμούν και την Ντέιρ Εζόρ μέχρι την Ανατολική Γούτα και τη Δυτική Γούτα, άλλες πόλεις και άλλες εκστρατείες. Υποχρεώθηκαν τελικά να φύγουν –ταπεινωμένοι, υποχώρησαν– αφού τους δώσατε μια πρόγευση της πικρής ήττας», αναφέρει ο Άσαντ σ’ αυτή την επιστολή που δόθηκε και στη δημοσιότητα.

Η νέα προτεραιότητα των δυνάμεων του Άσαντ είναι να ανακαταλάβουν την επαρχία Ιντλίμπ (βορειοδυτική Συρία) που ελέγχεται από τους τζιχαντιστές και μερικές ανταρτικές παρατάξεις.

Οι Αμερικανοί τα έχουνε χαμένα

Την ίδια ώρα η Ουάσιγκτον είναι πάρα πολύ απασχολημένη με τα γεγονότα για να σκεφτεί ότι σήμερα υπάρχουν περίπου 500.000 λιγότεροι Συριανοί από όσους υπήρχαν όταν μια ομάδα αγοριών ψέκαζε στους τοίχους των κτιρίων της Ντεράα «Οι άνθρωποι απαιτούν την πτώση του καθεστώτος» πριν από επτά χρόνια.

Η συριακή εξέγερση ήρθε ως μέρος μιας αλυσιδωτής αντίδρασης στη Μέση Ανατολή που ονομάστηκε Αραβική Άνοιξη. Εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο, στη Λιβύη, εξεγέρσεις στο Μπαχρέιν, τη Συρία και την Υεμένη. Κοινός τόπος η ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων και οι διεκδικήσεις για ελευθερία, αξιοπρέπεια, κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία. Στη Συρία ο ξεσηκωμένος λαός είχε να αντιμετωπίσει τις καθεστωτικές δυνάμεις από τη μία και τις ένοπλες τζιχαντιστικές ομάδες που προσπαθούσαν να επιβάλουν σκοταδιστικούς νόμους. Μαζί και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ΗΠΑ και Ρωσία) καθώς και περιφερειακές (Ιράν, Τουρκία, μοναρχίες του Κόλπου), με τις δικές τους γεωστρατηγικές προσεγγίσεις, οι οποίες άλλοτε οδηγούσαν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και άλλοτε σε επί μέρους συνεργασίες.

Μέσα στην πολυπλοκότητα του συριακού εμφυλίου η πολιτική κοινότητα δεν περίμενε ότι ο συριακός ηγέτης θα διαρκέσει για πολύ καιρό. Από την άλλη ο Άσαντ ακολούθησε την πιο προφανή και άκρως αποτελεσματική στρατηγική του: τη στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης.

Με την πάροδο του χρόνου, οι συμμαχικές πολιτοφυλακές, οι τζιχαντιστές, οι περιφερειακές δυνάμεις της Συρίας, η παρέμβαση της Ρωσίας, καθιστούσαν δύσκολο τον εντοπισμό των συμφερόντων των ΗΠΑ στη σύγκρουση. Έτσι, η Ουάσινγκτον καταδίκασε την αιματοχυσία, έστειλε στρατό, βομβάρδισε το ισλαμικό κράτος, αλλά έμεινε έξω από την πολιτική σύγκρουση της Συρίας. Την πολιτική αυτή ακολούθησε ο Μπαράκ Ομπάμα αλλά και ο Ντόναλντ Τράμπ, ουσιαστικά παρέδωσαν τη Συρία στη Μόσχα μετά και την καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους.

Η Συρία, φυσικά, έδειξε ότι είναι διαφορετική από τη Ρουάντα, το Νταρφούρ και τη Σρεμπρένιτσα – για να υποδείξει μια ανάλογη τακτική – αλλά φάνηκε ότι ακόμη και εκείνοι που είναι πολύ έμπειροι στην ιστορία δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την επανάληψή τους.

Σύμφωνα και με την ανάλυση του foreignpolicy, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 αποσταθεροποίησε την περιοχή, «εξουσιοδότησε» το Ιράν, κατέστρεψε τις σχέσεις με τους συμμάχους της Ουάσιγκτον και τροφοδότησε την εξτρεμιστική βία, υπονομεύοντας τη θέση των ΗΠΑ στην περιοχή. Η αμερικανική αδράνεια στη Συρία έκανε το ίδιο: συνέβαλε στην περιφερειακή αστάθεια, ενδυνάμωσε το Ιράν, κακοποίησε τις σχέσεις με τους περιφερειακούς φίλους και ενίσχυσε τις διεθνικές τρομοκρατικές ομάδες.

image

Η ισχύς είναι χρήσιμη μόνο στην εφαρμογή της και η Ουάσιγκτον έχει αποδειχθεί είτε ανίκανη είτε απρόθυμη να διαμορφώσει γεγονότα στη Μέση Ανατολή, όπως στο παρελθόν – έτσι, απέκλεισε την επιρροή της. Αυτό μπορεί να είναι μια θετική εξέλιξη. Κανείς δεν θέλει να επαναλάβει το Ιράκ.

Αντίθετα η Ρωσία προσφέρθηκε και αποδείχθηκε ως καλύτερος, πιο ικανός εταίρος στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έσωσε τον Ασαντ και η Συρία είναι τώρα το επίκεντρο της στρατηγικής της Ρωσίας για την ανάδειξη της ισχύος της ως παγκόσμιας εξουσίας και την ανανεωμένη της επιρροή στη Μέση Ανατολή, επιρροή που εκτείνεται από τη Δαμασκό προς ανατολάς μέσω της περιφερειακής κυβέρνησης του Κουρδιστάν στο Ιράν και από τη νότια Συρία προς την Αίγυπτο.

image

Το Ισραήλ, η Τουρκία και τα κράτη του Κόλπου εξακολουθούν να βλέπουν την Ουάσινγκτον ως ηγέτη, αλλά έχουν επίσης αρχίσει να αναζητούν βοήθεια για την εξασφάλιση των συμφερόντων τους στο Κρεμλίνο. Ο ισραηλινός πρωθυπουργός έχει γίνει προστάτης της πλευράς του Πούτιν ενώ ο Τούρκος Πρόεδρος και ο Ρώσος ομόλογός του είναι, μαζί με τους ηγέτες του Ιράν, εταίροι στη Συρία. Ο βασιλιάς Σάλμαν πραγματοποίησε την πρώτη επίσκεψη Σαουδάραβα μονάρχη στη Μόσχα τον Οκτώβριο του 2017 και τα Ηνωμένα Εμιράτα πιστεύουν ότι οι Ρώσοι πρέπει να είναι «στο τραπέζι» για συζητήσεις περιφερειακής σημασίας. Η εποχή κατά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόριζαν τους κανόνες του παιχνιδιού στη Μέση Ανατολή και διατηρούσαν μια περιφερειακή τάξη που την καθιστούσε σχετικά πιο εύκολη και λιγότερο δαπανηρή στην άσκηση της δύναμης των ΗΠΑ διήρκεσε 25 χρόνια. Τώρα έχει τελειώσει.

Η κατάσταση στη Συρία αποκαλύπτει συνάμα τη βαθιά αμφιθυμία των Αμερικανών απέναντι στη Μέση Ανατολή σε ό,τι αφορά τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον: το πετρέλαιο, το Ισραήλ και την κυριαρχία των ΗΠΑ στην περιοχή ώστε να εξασφαλίσουν τα άλλα δύο. Οι Αμερικανοί αναρωτιούνται γιατί οι στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ τεμαχίζουν τον Περσικό Κόλπο και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι έτοιμες να καταστούν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως. Επίσης βλέπουν πως μετά από δύο αδιευκρίνιστους πολέμους σε 17 χρόνια, κανείς δεν μπορεί να προσφέρει στους Αμερικανούς έναν αναμφισβήτητο λόγο για τον οποίο το καθεστώς Άσαντ είναι το πρόβλημά τους.

Οι ΗΠΑ ήρθαν στη Συρία όχι αποκλειστικά για το πετρέλαιο αλλά και για να εξυπηρετήσουν το Ισραήλ με την εξάλειψη ενός εχθρικού κράτους ή πολλών εχθρών εντελώς.
Τελικά, ακόμη και η συνάντηση Πούτιν-Τραμπ στο Ελσίνκι ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Τραμπ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Νετανιάχου, καθώς η Μόσχα υποσχέθηκε να προστατεύσει τα σύνορα του Ισραήλ με τη Συρία.

Ίσως τώρα υπάρξει μια ευκαιρία για τους Αμερικανούς να συζητήσουν τι είναι σημαντικό στη Μέση Ανατολή και γιατί. Ωστόσο, δεν θα είναι εύκολο. Το Κογκρέσο είναι πολωμένο. Η προσέγγιση της διοίκησης του Τραμπ στην περιοχή καθορίζεται από το «έντερο» του προέδρου. Έχει συνεχίσει τις πολιτικές του Ομπάμα για την καταπολέμηση των εξτρεμιστικών ομάδων, αλλά στη συνέχεια τα «έσπασε» με τους προκατόχους του και μετακόμισε την Πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ. Η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν είναι σε αδιέξοδο και ο Τραμπ θέλει να φύγει από τη Συρία «πολύ σύντομα», ακόμη και όταν ο σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια δεσμεύεται να παραμείνει όσο παραμένει το Ιράν.

Για πολλούς αναλυτές τώρα είναι η ώρα να διεξαχθεί συζήτηση για τη Μέση Ανατολή. Υπάρχει ένα συναρπαστικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο τα αμερικανικά συμφέροντα απαιτούν ενεργό ρόλο των Η.Π.Α. στην περιοχή. Υπάρχει ένα εξίσου συναρπαστικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι στόχοι των ΗΠΑ μπορούν να εξασφαλιστούν χωρίς τους πολέμους. Ενδιάμεσα είναι η πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή: αμφισημία και αδράνεια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η Συρία, η Ρωσία και το Ιράν θα συνεχίσουν να κερδίζουν.

Αυτό που φαίνεται πιο σίγουρο από ποτέ είναι ότι η Ουάσινγκτον βαδίζει σε ένα δρόμο επαναπροσδιορισμού της εξωτερικής της πολιτικής σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη προσπαθώντας να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στις διεθνείς υποθέσεις και αποτρέποντας συνασπισμούς δυνάμεων (π.χ Κίνας, Ρωσίας, Ευρώπης) που θα απειλήσουν αυτήν την πρωτοκαθεδρία.