Πριν από λίγες βδομάδες, ο Μπιλ Γκέιτς, σε συνέντευξη του στο CNBC, διατύπωσε την εκτίμηση ότι η μαζική κι ενθουσιώδης υποστήριξη που παρατηρείται από μεγάλα τμήματα της αμερικάνικης κοινωνίας απέναντι σε «σοσιαλιστικών καταβολών» πολιτικούς, όπως ο Μπέρνι Σάντερς  και η Αλεξάνδρα Οκάσιο-Κορτέζ, δεν θα έπρεπε απαραίτητα να προκαλεί πολύ έντονη ανησυχία στις οικονομικές ελίτ.

Ads

Ανέφερε δε,  κατά τη δική του οπτική, ότι ο εν λόγω «σοσιαλισμός» έδειχνε απλά πως υπάρχουν αρκετοί Αμερικάνοι που θέλουν φορολόγηση  του μεγάλου πλούτου, χωρίς να σημαίνει αυτό πως επιθυμούν και την κατάργηση του καπιταλισμού. Σημείωνε δε πως ακόμη κι ο ίδιος, ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ, θα έβλεπε θετικά την προοδευτική μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος (σε δικαιότερη βάση) αλλά και την αύξηση του φόρου μεγάλης κληρονομίας (τον οποίο ειρήσθω εν παρόδω η κυβέρνηση Τραμπ έχει μειώσει σε μηδενικά επίπεδα).

Από τη μεριά του, ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ, ο Γουόρεν Μπάφετ, έχει κατ’ επανάληψη ασκήσει εντονότατη κριτική στις ανισότητες που παράγει το αμερικάνικο φορολογικό σύστημα, βάσει του οποίου ο ίδιος έχει φτάσει στο σημείο να πληρώνει αναλογικά μικρότερο φόρο από την οικιακή του βοηθό ή τη ρεσεψιονίστ του.

Σύμφωνα με τη Monde Dipomatique, η συγκεκριμένη φαινομενική «διαταραχή συνείδησης» εκ μέρους του εύπορου κόσμου μπορεί να μη φαντάζει σε πολλούς ως κάτι το καινούργιο, έχει όμως αξιοσημείωτα διαφορετικά χαρακτηριστικά της παραδοσιακά χαρακτηριστικά της χριστιανικής φιλανθρωπίας. Κι αυτό γιατί εμπεριέχει ένα είδος πραγματικής ανησυχίας που ενυπάρχει μεταξύ ενός τμήματος των υπερ-πλουσίων των ΗΠΑ για τα επίχειρα των κοινωνικών ανισοτήτων στη χώρα.

Ads

Παράλληλα όμως σύμφωνα με το άρθρο, οι εν λόγω δηλώσεις φέρνουν στην επιφάνεια όχι μόνο μια εκδήλωση καλών προθέσεων αλλά και ένα πιο ριζοσπαστικό πολιτικό πλαίσιο. Κι αυτό γιατί πολιτικοί όπως ο Σάντερς, η Οκάσιο-Κορτέζ, αλλά και οι πολιτικοί σύμμαχοί τους, που αυτοπροσδιορίζονται ως «δημοκρατικοί σοσιαλιστές», δεν αναλώνονται σε παραδοσιακά αιτήματα, όπως η εθνικοποίηση των βασικών τομέων της αμερικανικής οικονομίας. Αντίθετα, η μεγάλη αποδοχή που συνάντησε η καμπάνια του Σάντερς στις προκριματικές για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις προεδρικές του 2016, είχε κυρίως να κάνει με την έντονη κριτική  που άσκησε στα υπέρογκα δίδακτρα των αμερικάνικων πανεπιστημίων, αλλά το αστρονομικό κόστος της υγειονομικής περίθαλψης. Κι αν το ύψος των διδάκτρων αποτελεί  μόνιμη πηγή άγχους για τα μεσαία  αλλά και τα ανώτερα μεσαία στρώματα, το εξωφρενικό κόστος της υγειονομικής περίθαλψης στην πραγματικότητα αφορά τους πάντες εκτός από τους πιο πλούσιους.

Ο σοσιαλισμός γίνεται δημοφιλής

Αυτές οι προτάσεις, σύμφωνα με τη Monde, δεν επιστρέφουν σε έναν σοσιαλισμό του παρελθόντος, που συνδέεται αποκλειστικά με βιομηχανικούς εργάτες αλλά και εργοστασιακές γραμμές παραγωγής. Κι αυτό γιατί ο «σοσιαλισμός» έχει αλλάξει κατά την ανθρωποκεντρική εποχή της οικολογικής κρίσης. Κάπως έτσι, οι υποστηρικτές του Σάντερς δεν έχουν κάποιο φετίχ με τις εικόνες εργοστασιακών φουγάρων. Αντίθετα, περιορίζονται σε πιο «γήινα» αιτήματα, όπως  η πλήρης απασχόληση αλλά και η ενεργειακή ανεξαρτησία (μέσω του πρασνατολισμού σε ΑΠΕ), κόντρα μάλιστα στα αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρει ο προσανατολισμός της κυβέρνησης Τραμπ για επαναλειτουργία των ανθρακωρυχείων.

Εξακολουθούν πάντως να υπάρχουν φωνές εντός των Δημοκρατικών, προερχόμενες κυρίως από την Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που επαναλαμβάνουν παραδοσιακά «σοσιαλιστικά» αιτήματα, όπως η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων εταιρειών. Την ίδια στιγμή, ακόμη και πιο μετριοπαθείς εκπρόσωποι του Δημοκρατικού Κόμματος αναγνωρίζουν ότι η τρέχουσα δημοτικότητα του «σοσιαλισμού» πηγάζει από το γεγονός ότι ο «καπιταλισμός έχει αφήσει πολλούς ανθρώπους στο περιθώριο».

Όλα τα παραπάνω εξηγούν τους λόγους για τους οποίους ο σοσιαλισμός -για πρώτη φορά στην αμερικάνικη ιστορία- φαίνεται να καταγράφει υψηλότερα ποσοστά δημοφιλίας έναντι του καπιταλισμού μεταξύ των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών (57% έναντι 47%). Και μπορεί στο σύνολο των ψηφοφόρων ο καπιταλισμός να παραμένει πιο δημοφιλής (56% έναντι 37% που τάσσεται υπέρ του σοσιαλισμού), όμως η δημοφιλία μειώνεται ραγδαία, πράγμα πρωτοφανές ιστορικούς και πολιτικούς αναλυτές που αναφέρονταν εκτενώς στα «αμερικάνικο παράδοξο» της παντελούς απουσίας της ουσιαστικής πολιτικής εκπροσώπησης του σοσιαλισμού.

Η «αμερικάνικη εξαίρεση» ενός αιώνα

Η εν λόγω παραδοξότητα είχε γίνει αντικείμενο εκτενούς μελέτης από τον διάσημο κοινωνιολόγο, Σέιμουρ Μαρτίν Λίπσετ. Σύμφωνα με την οπτική του Λίπσετ λοιπόν, οφειλόταν στη φύση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος (με την ηγεμονία δύο κομμάτων αλλά και την ιδιαιτερότητα του εκλεκτορικού σώματος), την εθνικά ετερογενή εργατική τάξη που ανανεωνόταν συνεχώς μέσω των μεταναστευτικών κυμάτων, την απουσία διαχρονικά κάποιας συμμαχίας μεταξύ πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων αλλά και τη προσκόλληση των Αμερικανών στις ατομικιστικές αξίες που είναι δυσμενείς για τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Παράλληλα, ο Λίπσετ εμβάθυνε σε μια κλασική μελέτη του κοινωνιολόγου, Βέρνερ Σόμπαρτ, με τίτλο «Γιατί δεν υπάρχει Σοσιαλισμός στις ΗΠΑ;». Σε αυτή τονιζόταν μια ιδιαίτερη έμφαση το ζήτημα της κοινωνικής κινητικότητας, που έδινε ακόμη και στους εκπροσώπους των πιο φτωχών στρωμάτων την ψευδαίσθηση ότι με πολλή δουλειά και μπόλικο πατριωτισμό θα μπορούσαν να φτάσουν στον παράδεισο του «αμερικάνικου ονείρου».

Το παράδοξο είναι ότι λίγο μετά από την εποχή τις έκδοσης της μελέτης του Σόμπαρτ, στις αρχές του 20ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του στις ΗΠΑ ένα σχετικά ισχυρό Σοσιαλιστικό Κόμμα υπό την καθοδήγηση του Βίκτορ Ντεμπς, το οποίο σημείωσε αξιοσημείωτες επιτυχίες. Συγκεκριμένα το 1912 ήλεγχε αρκετούς δήμους, όπως στο Μιλκγουόκι του Ουισκόνσιν, το Φλιντ του Μίσγκαν, το Σενέκταντι στη Νέα Υόρκη αλλά και το Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. Μάλιστα το κόμμα του Ντεμπς κέρδισε το 6% της λαϊκής ψήφου στις προεδρικές εκλογές, παίρνοντας πολύ καλά ποσοστά  σε πολιτείες όπως το Ουισκόνσιν (όπου η παρουσία -ιδιαίτερα κοινωνικά ευαίσθητων- Γερμανών μεταναστών έπαιξε καθοριστικό ρόλο), στη Νέα Υόρκη (με την έντονη παρουσία Ρώσων, Πολωνών και Εβραίων μεταναστών), καθώς επίσης και σε πολιτείες του Νότου με έντονο αγροτικό στοιχείο, όπως η Οκλαχόμα, το Αρκάνσας, το Τεξας και η Λουιζιάνα.

Οι συγκεκριμένες επιτυχίες πάντως αποδείχθηκαν βραχύβιες. Μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ντεμπς και πολλοί άλλοι σοσιαλιστές ηγέτες που αντιτίθεντο στην αμερικάνικη παρέμβαση  φυλακίστηκαν. Παράλληλα, η Οκτωβριανή επανάσταση επιδείνωσε ιδεολογικές εντάσεις μέσα σε ένα κόμμα που ήδη αποδυναμωμένο από την κρατική καταπίεση, καθώς ο σοσιαλισμός της πλειοψηφίας των μελών του κόμματος έπαιρναν μεγαλύτερη έμπνευση από τη ρητορική του ευαγγελικού χριστιανισμού   παρά από τα έργα του Μαρξ και του Λένιν .

Αναλύοντας το «φαινόμενο Σάντερς»

Για να έρθουμε όμως στο σήμερα, πολλοί αναλυτές επισημαίνουν πως οι επιτυχίες του Μπέρνι Σάντερς στις προκριματικές του 2016 αλλά και η αυξανόμενη δημοφιλία του έχουν να κάνουν με την προσδοκία ότι αυτός θα μπορούσε να αλλάξει την πολιτική κατεύθυνση ενός από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι  ούτε ο ανεξάρτητος υποψήφιος, Ραλφ Νέιντερ, αλλά ούτε κι Ντεμπς  είχαν πετύχει τόσο μεγάλη διείσδυση στο εσωτερικό του αμερικάνικου πολιτικού κατεστημένου.

Από την άλλη, ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι η περίφημη κοινωνική κινητικότητα, που έκανε τους Αμερικάνους τόσο εχθρικούς απένατι στις σοσιαλιστικές ιδέες, έπαψε να ισχύει -στην ανοδική της πορεία- τα τελευταία 40 χρόνια. Με άλλα λόγια, είναι το τέλος του «αμερικάνικου ονείρου» που βάζει το προσκήνιο τον σοσιαλισμό στις ΗΠΑ, καθώς ακόμη κι αυτοί που θεωρητικά το είχαν κατακτήσει βρίσκονται πλέον σε κίνδυνο.

Σε αντίθεση με τη σημερινή πραγματικότητα, ο Λίπσετ θεωρούσε πως η εξαφάνιση της «αμερικάνικη εξαίρεσης» αναφορικά με τον σοσιαλισμό θα ερχόταν μέσω της δεξιόστροφης μετατόπισης των Αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, θεωρούσε πως τυχόν υιοθέτηση εκ μέρους τους της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων του δημόσιου πλούτου αλλά των μεταρρυθμίσεων για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας τους θα τα έφερνε πιο κοντά στο Δημοκρατικό Κόμμα του Μπιλ  Κλίντον.

Προφανώς, ο ίδιος ο Λίπσετ  δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι οι νεότερες γενιές θα θεωρούσαν κάποια στιγμή τους εαυτούς τους σοσιαλιστές ούτε ότι πολλοί υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος θα στρέφονταν προς τον Σάντερς, νιώθοντας εγκαταλελειμμένοι από ένα κόμμα, το οποίο υπό τον Μπάρακ Ομπάμα το 2008 είχε «κάνει τα στραβά μάτια», σε μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές πλούτου από τα κατώτερα προς τα ανώτερα στρώματα στην αμερικάνικη ιστορία.

Σήμερα ο φορείς των σοσιαλιστικών ιδεών στις ΗΠΑ επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν με διαφορετικούς όρους, θεωρώντας πλέον ότι  εκπροσωπούν περισσότερο τα συμφέροντα ομάδων όπως καθηγητες, νοσοκόμοι, επιστάτες ή υπαλλήλοι εστιατορίων, ανεξαρτήτως φύλου η χρώματος, σε σχέση με τους παραδοσιακούς λευκούς εργάτες, ανθρακωρύχους και μεταλλουργούς, όπου κυριάχησε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Προς το παρόν λοιπόν, οι αριστεροί υποστηρικτές των Δημοκρατικών προέρχονται από τη νεότερη γενιά μιας μεσαίας τάξης, η οποία  είναι εξαιρετικά ανήσυχη εξαιτίας της καθοδικής κοινωνικής κινητικότητας. Μένει να αποδειχθεί αν ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό αντίδοτο απέναντι στον δημαγωγία του Τραμπισμού.