Πάνω από τα σώματα και τις ζωές των γυναικών της Συρίας, δεν πέρασαν μόνο βομβαρδιστικά. Συνεχίζουν να συνθλίβονται από μια άγρια πατριαρχία, να δολοφονούνται καθημερινά από συζύγους, αδέρφια, ξαδέρφια, πατεράδες, έστω κι αν οι άνδρες αποτελούν μια μικρή μειοψηφία στη χώρα.

Ads

Όσες και όσοι παρακολουθήσαμε το ντοκιμαντέρ «Κάτω από τον ουρανό της Δαμασκού», που απέσπασε τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, θαυμάσαμε το έργο των εξόριστων από τη χώρα σκηνοθετών και των πραγματικά γενναίων πρωταγωνιστριών. Των νέων αυτών γυναικών, που παλεύουν διωκόμενες, για να αποκτήσουν φωνή και ζωή οι γυναίκες στη Συρία.

«Είναι ένας ακήρυχτος πόλεμος οι γυναικοκτονίες. Ο κόσμος στη Συρία ζει σε ένα αιμοσταγές καθεστώς, με το 99% των κατοίκων κάτω από το όριο της φτώχειας και το 75% των γυναικών κάτω από τη μπότα μιας πατριαρχικής μειονότητας» είπε ένας εκ των σκηνοθετών της ταινίας, ο Ταλάλ Ντερκί, μισός Κούρδος μισός Σύριος διωγμένος από τη χώρα του, τον οποίο είχε ξαναφιλοξενήσει με συνέντευξη το tvxs, με αφορμή το επίσης εξαιρετικό και υποψήφιο για όσκαρ «Πατέρες και γιοι».

Στην ταινία αυτή, μπορεί να μην μπαίνει η κάμερα στο στόμα των Ταλιμπάν όπως η προηγούμενη του Ντερκί, μπαίνει όμως στο στόμα της άγριας πατριαρχίας και δεν είναι λιγότερο τρομακτικό.

Ads

image

Ποια είναι η ιστορία που παρακολουθούμε στο «Κάτω από τον ουρανό της Δαμασκού;»

Μια σφιχτοδεμένη ομάδα πέντε γυναικών από τη Συρία αποφασίζουν να αναλάβουν ένα ριζοσπαστικό εγχείρημα: την παραγωγή ενός θεατρικού έργου που αποκαλύπτει την κουλτούρα μισογυνισμού και σεξουαλικής κακοποίησης, η οποία μαστίζει τη ζωή των γυναικών της χώρας από γενιά σε γενιά. Η Φαράχ, η Ελιανά, η Ινάνα, η Σουχίρ και η Γκρέις επιθυμούν να καταγγείλουν τη γυναικεία καταπίεση, όμως γνωρίζουν πως η παράσταση θα τους φέρει ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια στην ανεύρεση εργασίας.

Ενώνοντας τις δυνάμεις τους με εξόριστους Σύρους δημιουργούς, δηλαδή την Χέμπα Χαλίντ (στην πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους) και τον Ταλάλ Ντερκί (σκηνοθέτη του υποψήφιου για Όσκαρ Of Fathers and Sons), και τον Άλι Γουαζί, από την καρδιά της Δαμασκού, οι γυναίκες διασκορπίζονται σε μια πόλη ρημαγμένη από τον πόλεμο, ώστε να συλλέξουν προσωπικές ιστορίες που θα αποτελέσουν τη βάση του έργου τους. Καταγράφουν μαρτυρίες ανθρώπων από όλο το κοινωνικο-οικονομικό φάσμα, από γυναίκες ηθοποιούς και εργάτριες εργοστασίων μέχρι μητέρες και νοικοκυρές.

Το αποτέλεσμα φανερώνει διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου οδυνηρού αφηγήματος: ιστορίες κακοποίησης, εκβιασμού, ακόμα και ιστορίες γυναικών που βρίσκονται δέσμιες συζύγων, αδερφών, πατεράδων, εργοδοτών και ανδρών σε θέσεις εξουσίας· ανθρώπων στους οποίους η πατριαρχία επιτρέπει να ασκούν ανεξέλεγκτη εξουσία, κρατώντας τις γυναίκες παγιδευμένες, στερώντας τους την πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

Όμως τα θέματα που πραγματεύονται τόσο το θεατρικό όσο και η ταινία είναι πολύ πιο επίκαιρα απ’ ό,τι φαίνεται… Μόλις οι δημιουργοί και οι συντελεστές κάνουν βήματα προόδου για τη διεκπεραίωση του αποκαλυπτικού τους πρότζεκτ, ένα μέλος της ομάδας παραιτείται αναπάντεχα. Καθώς φανερώνεται η αλήθεια πίσω απ’ την απόφασή της, όλοι οι συμμετέχοντες έρχονται –επώδυνα– αντιμέτωποι με την ίδια εκμετάλλευση που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν, αφού πέφτουν θύματα παρενόχλησης ακόμα και από τον παραγωγό της ταινίας.

Τα κορίτσια συλλέγουν μαρτυρίες γυναικών από σπίτια, εργοστάσια, ψυχιατρικές κλινικές στις οποίες καταλήγουν γυναίκες κακοποιημένες με διάφορους τρόπους. Οι σκηνοθέτες χειρίζονται με σεβασμό τις συνεντευξιαζόμενες. Όπως απαντά το Ταλάλ Ντερκί στο tvxs «Η κοπέλα που έμεινε μια βδομάδα στην κλινική για να συλλέξει μαρτυρίες ακόμα κλαίει και δεν μπορεί να συνέλθει».

Ο σκηνοθέτης προσθέτει, ότι το ντοκιμαντέρ εμπνεύστηκε από την ιστορία της Σαμπάχ Σάλεμ, γνωστής ηθοποιού η οποία είχε δεχτεί ανήθικη πρόταση από προϊστάμενο των μυστικών υπηρεσιών. «Δεν ανταποκρίθηκε και βρέθηκε στη φυλακή με την ενοχή της εμπορίας ναρκωτικών».

Η σκηνοθέτις Χέμπα Χαλίντ, περιγράφει πως χρειάστηκε να διακοπούν τα γυρίσματα, όταν ανακάλυψαν πως ο παραγωγός, -ο άνθρωπος που χρηματοδοτούσε το ντοκιμαντέρ- παρενοχλούσε σεξουαλικά τα κορίτσια, γεγονός που υπογράμμισε το μέγεθος της ζοφερής πραγματικότητας, που προσπάθησε να αναδείξει η ταινία.

«Όταν μάθαμε ότι παρενοχλεί τα κορίτσια του ντοκιμαντέρ, διακόψαμε τη συνεργασία και απάντησε με επιθετικότητα. Ανέβαζε στο you tube αποσπάσματα υποστηρίζοντας ότι του ανήκει η ταινία. Συνέχιζε να απειλεί τα κορίτσια ή να προσπαθεί να τις δωροδοκήσει».

Τελικά όμως τα κορίτσια προσέφυγαν στη δικαιοσύνη: «Γνώριζαν, πως η οικογένεια του είναι επιφανής και πλούσια. Το πιο πιθανόν ήταν, να φυλακιστεί για δύο χρόνια και μετά να συνεχίσει να τις απειλεί. Γι’αυτό αποφάσισαν να του ζητήσουν υπογεγραμμένη δήλωση πω δεν πρόκειται να τις πλησιάσει ποτέ ξανά» λέει ο Ταλάλ Ντερκι.

Πριν βραβευτεί στη Θεσσαλονίκη με τον Χρυσό Αλέξανδρο και εξασφαλίσει έτσι εισιτήριο για τα όσκαρ, η ταινία των τριών προβλήθηκε στην Berlinale του Βερολίνου.

«Είχαμε εξασφαλίσει βίζα στα κορίτσια να έρθουν να δουν την ταινία. Εκεί κατάλαβαν, πόσο κινδυνεύουν με την απόφαση τους να συμμετάσχουν. Οι δύο αποφάσισαν να μείνουν στο Βερολίνο. Οι υπόλοιπες, ήθελαν να γυρίσουν στη Συρία και να πολεμήσουν για τη ζωή τους, τη θέση της γυναίκας και την ίδια τη χώρα» λέει ο Ταλάλ Ντέρκι που φροντίζει όπως οι υπόλοιποι σκηνοθέτες, να είναι πάντα δίπλα στα κορίτσια που βρήκαν το θάρρος να παλέψουν.