Ο αποκλεισμός που επέβαλε ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στο Κατάρ, αλλά κυρίως λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του στον καταστροφικό πόλεμο στη γειτονική Υεμένη στο πλευρό της κυβέρνησης και κατά των υποστηριζόμενων από το Ιράν ανταρτών Χούτι, έχουν κάνει εδώ και καιρό πολλούς στη Μέση Ανατολή να τον αποκαλούν «μικρό Σαντάμ».

Ads

Τον Δεκέμβριο του 2015 οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες BND σε έκθεσή τους για την αλλαγή γενιάς στην ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας προειδοποιούσαν ότι πολλές εξουσίες συγκεντρώνονται στα χέρα του Μπιν Σαλμάν, υπουργού Άμυνας και δεύτερου τότε στη σειρά διαδοχής του θρόνου. Προέβλεπαν δε ότι θα προσπαθήσει να διαδεχθεί τον πατέρα του -τον 82χρονο βασιλιά Σαλμάν που πάσχει κατά πληροφορίες από τη νόσο Αλτσχάιμερ- και να εξελιχθεί σ’ έναν ηγέτη αλά Σαντάμ Χουσεϊν στον αραβικό κόσμο χρησιμοποιώντας την στρατιωτική ισχύ για να υλοποιήσει τα σχέδιά του.

Η σχέση των ΗΠΑ με τον Σαντάμ και τον Σαλμάν

Όπως σημειώνει το Foreign Policy, στη δεκαετία του ’80, οι Ηνωμένες Πολιτείες «αγκάλιασαν έναν τύραννο της Μέσης Ανατολής απλώς και μόνο διότι αντιτάχτηκε στο Ιράν» και η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να επαναλάβει το ίδιο λάθος. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένας αυταρχικός σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή πιστεύει ότι μπορεί να ενεργήσει με ατιμωρησία λόγω της ευθυγράμμισής του με την Ουάσινγκτον, όπως εν προκειμένω που συνεργάζονται στην αντιμετώπιση του Ιράν. Πράγματι, η άνοδος στην εξουσία του σαουδάραβα πρίγκιπα έχει εντυπωσιακές ομοιότητες με εκείνες του πρώην Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν.

Ads

Χρόνια πριν ο Σαντάμ γίνει κύριος εχθρός της Ουάσιγκτον, απολάμβανε σημαντική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες δυτικές χώρες. Αυτό τελείωσε αφού αποφάσισε να εισβάλει στο Κουβέιτ το 1990. Ωστόσο, η πρόκληση της σύγκρουσης και η παλαιότερη υποστήριξη στο Σαντάμ από την Ουάσιγκτον παρέχουν διδακτικά μαθήματα για την περιφερειακή πολιτική των ΗΠΑ σήμερα και τους μεγάλους κινδύνους να μην αντιδράσουν δυναμικά στη δολοφονία του Κασόγκι.

image

«Η σταδιακή και βίαιη κατοχύρωση της εξουσίας του Μπιν Σαλμάν, που χαρακτηρίζεται από τις διώξεις, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια των εσωτερικών αντιπάλων του, θυμίζει την «μεταρρυθμιστική» επίθεση εναντίον των διαφωνούντων στο κυβερνών κόμμα του Ιράκ το 1979 από τον νέο τότε πρόεδρο Σαντάμ Χουσεΐν», υποστηρίζει ο Toby Dodge, αναλυτής για τη Μέση Ανατολή στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου.

Η σχέση των ΗΠΑ με τον Σαντάμ Χουσεΐν ξεκίνησε το 1963, όταν σύμφωνα με τον πρώην υπάλληλο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, Roger Morris, η CIA υπό τον Πρόεδρο Τζον Κένεντι  «σχεδίασε σε συνεργασία με τον Σαντάμ Χουσεΐν ένα πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης του ιρακινού προέδρου Αμπντούλ Καρί Κασέμ», μετά την άρνηση του τελευταίου να προσχωρήσει στη νεοσύστατη Ενωμένη Αραβική Δημοκρατία και τη συμμαχία του με το κομμουνιστικό κόμμα του Ιράκ.

Ωστόσο, οι σχέσεις των ΗΠΑ με τον Σαντάμ άρχισαν να εδραιώνονται τον Φεβρουάριο του 1982, όταν η κυβέρνηση Ρέιγκαν απομάκρυνε το Ιράκ από τον κατάλογο των κρατών – υποστηρικτών της «διεθνούς τρομοκρατίας», ανοίγοντας το δρόμο για παροχή στρατιωτικής βοήθειας στο Ιράκ.

Αυτό συνέβη περίπου 17 μήνες μετά την εισβολή του Σαντάμ στο Ιράν, και την κατοχή της πλούσιας σε πετρέλαιο ιρανικής επαρχίας Khuzestan. Φοβούμενοι την εξάπλωση του ισλαμικού εξτρεμισμού τόσο στην περιοχή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, η Δύση με αρχηγό τις ΗΠΑ υποστηρίζει τον Σαντάμ, παρά το γεγονός ότι η εισβολή του στο Ιράν παραβίαζε κατάφωρα όλες τις διεθνείς συμβάσεις.

Τον Δεκέμβριο του 1983 ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν στέλνει τον Ντόναλντ Ράμσφελντ ως προεδρικό απεσταλμένο για την κάλυψη του Σαντάμ και την ομαλοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ.

image

Η υποστήριξη των ΗΠΑ στον Σαντάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου περιελάμβανε, σύμφωνα με το Washington Post, «ευρεία ανταλλαγή πληροφοριών, παροχή όπλων και βομβών και διευκόλυνση της απόκτησης χημικών και βιολογικών όπλων».

Η καταστροφική χρήση των χημικών όπλων του Σαντάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, τόσο εναντίον στρατιωτικών και πολιτικών στόχων του Ιράν, όσο και του δικού του λαού, δεν αποθάρρυνε την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA, τα δύο τρίτα όλων των χημικών όπλων του Ιράκ που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιήθηκαν τους τελευταίους 18 μήνες της σύγκρουσης, όταν κορυφώθηκε η αμερικανική και ιρακινή συνεργασία. Μεταξύ άλλων χρησιμοποιήθηκαν στη βομβιστική επίθεση με χημικά όπλα το Μάρτιο του 1988 στην ιρακινή πόλη Halabja, που οδήγησε στο θάνατο 5.000 αμάχων. Κατά τον γνωστό ειρωνικό τρόπο, η επίθεση αυτή θα χρησιμοποιηθεί αργότερα από τη διοίκηση του Τζορτζ Μπους το 2003 ως μέρος της επιχειρηματολογίας του για εισβολή στο Ιράκ και την εξάλειψη των ανύπαρκτων όπλων μαζικής καταστροφής.

Λίγους μήνες μετά την επίθεση στην Halabja, τον Σεπτέμβριο του 1988, ο Αμερικανός Υφυπουργός Richard Murphy έγραψε για το ζήτημα των χημικών όπλων ότι «η σχέση ΗΠΑ-Ιρακ είναι σημαντική για τους μακροπρόθεσμους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους μας». Η κυβέρνηση Τραμπ επαναλαμβάνει αυτή την επιχειρηματολογία όταν συζητά τη σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας, παρά τη δολοφονία του Κασόγκι και την καταστροφική επίθεση στην Υεμένη, με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο να αναγγέλλει πρόσφατα ότι η Σαουδική Αραβία είναι μια «σημαντική στρατηγική συμμαχία των Ηνωμένων Πολιτειών».

Δεν ήταν λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι την παραμονή της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ, ο Σαντάμ αισθανόταν ότι είχε άνευ όρων υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή το αίσθημα είχε ενισχυθεί και από τη συνάντηση του Σαντάμ με την τότε πρέσβειρα των ΗΠΑ στο Ιράκ, μία εβδομάδα πριν από την εισβολή στο Κουβέιτ.

Μέχρι σήμερα, ακαδημαϊκοί, εμπειρογνώμονες, όπως ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και ο αρθρογράφος της FP Stephen M. Walt, υποστηρίζουν ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν κακώς το πράσινο φως στον Σαντάμ» για να εισβάλει στο Κουβέιτ.

Τελικά, όχι μόνο χρειάστηκαν περισσότερα από 500.000 αμερικανικοί στρατιώτες για να απομακρύνουν τον Σαντάμ από το Κουβέιτ, με 382 απώλειες των ΗΠΑ, αλλά και τεράστιο ανθρωπιστικό και οικονομικό κόστος για τον ιρακινό και τον αμερικανικό λαό που ταυτόχρονα οδήγησε στην άνοδο τρομοκρατικών ομάδων όπως το Ισλαμικό Κράτος και αλλοίωσαν την περιφερειακή ισορροπία εξουσίας υπέρ του Ιράν.

Σήμερα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης Τραμπ και η υποστήριξή του στον Σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν είναι προς την ίδια κατεύθυνση. Η υποστήριξη της Ουάσινγκτον στο Ριάντ έχει την ίδια δικαιολογία: την αντιμετώπιση του Ιράν. Ο Τραμπ προσυπέγραψε την εκκαθάριση των αντιπάλων του Σαλμάν, την επίθεση στην Υεμένη, σφαγιάζοντας άμαχους, την μετατροπή του Κατάρ σε υποτελές κράτος, την αδρανοποίηση του πρωθυπουργού του Λιβάνου. Η δολοφονία Κασόγκι είναι μόνο η τελευταία αποτρόπαια απόφαση του Μπιν Σαλμάν, στην οποία επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντέδρασαν.

Η επιθυμία να καταπολεμηθεί το Ιράν επισκιάζει για άλλη μια φορά μια αυξανόμενη απειλή για την περιοχή: αυτή του ανεξέλεγκτου, φιλόδοξου Σαουδάραβα πρίγκιπα, ο οποίος εγκληματεί στην Υεμένης και δολοφονεί έναν δημοσιογράφο στην προσπάθειά του να εδραιώσει την απόλυτη εξουσία του.

Ο Μπιν Σαλμάν τρομοκρατεί ακριβώς όπως έκανε ο Σαντάμ. Μάλιστα, όχι μόνο κατέστησε σαφή την προθυμία του να χρησιμοποιήσει τη δύναμη του Ριάντ ενάντια στις γειτονικές χώρες, αλλά η χώρα του εξακολουθεί να απολαμβάνει τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο δίνοντάς του έτσι τη δυνατότητα να διαταράξει την παγκόσμια οικονομία.

Όλα αυτά με την άνευ όρων στήριξη που παρέχεται στη Σαουδική Αραβία από τις ΗΠΑ.