Ο Spyros Enotiades είναι ηθοποιός ειδικών και για ακρίβεια, επικίνδυνων αποστολών. Η γκάμα του είναι εξαιρετικά περιορισμένη: Ειδικεύεται σε ρόλους αρχηγού καρτέλ, και μεγαλομεσάζοντα μαφιόζων. Αυτή είναι η ιστορία της σχέσης του με τη DEA, την Αμερικανική Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών, μία ιστορία που παραπέμπει ευθέως σε σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Ads

Όπως εξηγεί στο New Yorker o Randall Jackson, πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας και σήμερα δικηγόρος σε γραφείο της Νέας Υόρκης «τίποτα δεν είναι πιο αποτελεσματικό από τη διείσδυση ενός ‘δικού σου ανθρώπου’ σε εγκληματική οργάνωση, κάποιον που να μπορεί να δώσει στοιχεία από πρώτο χέρι».

Μεταξύ 2010 και 2015, σύμφωνα με έλεγχο των ειδικών λογαριασμών του αμερικανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύθηκε το 2016 η DEA «χρησιμοποίησε» περισσότερες από 18.000 «πηγές». Οι περισσότεροι από τους πληροφοριοδότες ήταν κακοποιοί οι οποίοι είχαν κάνει συμφωνία: Μικρότερη ποινή με αντάλλαγμα πληροφορίες για τις εγκληματικές οργανώσεις στις οποίες ήταν μέλη, ή για στόχους της DEA με τους οποίους εξακολουθούσαν να έχουν επαφές.

Στην αρχή μιας επιχείρησης η DEA ζητά από έναν πληροφοριοδότη να συστήσει τον στόχο σε ένα μυστικό πράκτορα της ή μια «εμπιστευτική πηγή» -όπως ένας ηθοποιός- με αφορμή μία «επιχειρηματική ευκαιρία». Στην περίπτωση που ο στόχος «τσιμπήσει το δόλωμα» τα δύο μέρη διαπραγματεύονται τις λεπτομέρειες του deal κατά τη διάρκεια συναντήσεων και η «πηγή» καταγράφει το περιεχόμενο των συνομιλιών με μια συσκευή τόσο μικρή που χωράει πίσω από το κουμπί ενός ανδρικού πουκαμίσου. Υπάρχουν «πηγές» που επιλέγονται για την τεχνογνωσία τους, για παράδειγμα, στον τομέα των αερομεταφορών ή των τραπεζών, έτσι ώστε να είναι σε θέση να μιλήσουν πειστικά στους στόχους για θέματα που αφορούν τη μεταφορά ναρκωτικών με ιδιωτικό αεροπλάνο ή τη μεταφορά μεγάλων χρηματικών ποσών.  Και υπάρχουν άλλες, όπως ο Spyros Enotiades, ο οποίος είναι από τους αγαπημένους της DEA.

Ads

Το όνομα του Σπύρου Ενωτιάδη έγινε γνωστό σε κάποιους δημοσιογράφους το 2011, στο πλαίσιο επιχείρησης που έστησε η DEA στη Λιβερία, η οποία κατέληξε με τις συλλήψεις ενός Νιγηριανού διακινητή ναρκωτικών και ενός Ρώσου πιλότου. Ο Ενωτιάδης, ο οποίος έπαιξε έναν Λιβανέζο οικονομικό σύμβουλο, κατέθεσε σε δίκη αναφορικά με τον ρόλο του στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων. Οι ηχογραφήσεις των συνομιλιών του με τους εμπόρους ήταν χωρίς υπερβολή εντυπωσιακές κυρίως για την ταχύτητα και τη μαεστρία με την οποία δημιούργησε σχέση μαζί τους. Ο Robert Russillo, πρώην πράκτορας της DEA που εργάστηκε με τον Ενωτιάδη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αποδίδει την επιτυχία του στους «κοσμοπολίτικους τρόπους» του και στην ικανότητα του να «φέρνει τους ανθρώπους σε ευχάριστη θέση». Όταν ο Ενωτιάδης έπαιξε τον Yianni, παρουσίασε τον Ιρανό-Αμερικανό πράκτορα ως τον «υιοθετημένο γιο» του.

Μία ιδιότυπη περίπτωση… 

Ο Ενωτιάδης είναι Κύπριος, με προϋπηρεσία στα φαρμακευτικά και στη «νύχτα». Εκτός από ρόλο Ελλήνων και Λιβανέζων, κάνει επίσης, τον Ιταλό και τον Κούρδο και υπό μία έννοια, αποτελεί μία εντελώς ιδιότυπη περίπτωση μυστικού πράκτορα: Είναι 72 χρονών, έχει υποστεί τρία εγκεφαλικά και υποφέρει από τη μέση του. Καπνίζει δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα και τα γεύματα του είναι ό,τι χειρότερο για την κατάσταση της καρδιάς του. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που αναφέρει ο New Yorker, όπου η σύζυγος του του, μία λεπτή, πρόσχαρη γυναίκα, η Lu Ann, ζητά από τον σερβιτόρο μία μικρή διαφοροποίηση -να αφαιρέσει από την παραγγελία της το τηγανητό αυγό- και ο Ενωτιάδης αντιδρά ζητώντας να το βάλουν στο δικό του πιάτο. Είναι αφηγητής με κοφτερή μνήμη, ένας άνθρωπος που κάνει τις πιο απίθανες ιστορίες να μοιάζουν πιστευτές, που διακόπτει συχνά τους συνομιλητές του αλλά ζητά συγγνώμη όταν το κάνει και συνεχίζει την κουβέντα με περισσή ευγένεια. Είναι εξωστρεφής, εκφράζει την έκπληξη, τη χαρά και τον θυμό του στα ελληνικά και τραγουδάει στα ελληνικά νυχτερινά κέντρα με πάθος. Όλα αυτά του προσδίδουν ένα είδος «συναισθηματικής διαφάνειας», άρα -για τους άλλους- αξιοπιστία.

Μιλά άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά και βέβαια, ελληνικά και το «ρεπερτόριο» του περιλαμβάνει ρόλους όπως ο αρχηγός καρτέλ, ο μεσάζοντας ή ο διαχειριστής χρημάτων, τηλεφωνήματα και συναντήσεις πρόσωπο με πρόσωπο με τους στόχους της DEA. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχει εξελιχθεί σε μία από τις πιο μακροχρόνιες συνεργασίες και επιτυχημένες «πηγές» της Υπηρεσίας, συμμετέχοντας σε δεκάδες έρευνες και επιχειρήσεις με στόχους εμπόρους ναρκωτικών και όπλων στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, τη Νότια Αμερική και την Αφρική.

«Η άνεση με την οποία περνάει από τον έναν τύπο και χαρακτήρα ανθρώπου στον άλλον -και μάλιστα, διαφορετικής κουλτούρας- είναι απίστευτη» λέει ο Russillo. O Louis Milione, πρώην επικεφαλής της Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων της DEA, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε πέρυσι και είχε εποπτεύσει πολλές από τις επιχειρήσεις του Ενωτιάδη, τον περιγράφει ως εξής: «Έχει απίστευτα κότσια» (He’s got huge balls).

Οι «παίκτες ρόλων»

Οι επιχειρήσεις που έχουν στόχο να παγιδεύσουν ναρκέμπορους και όχι μόνο, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. «Η παραμικρή κίνηση, η παραμικρή λέξη αναλύεται από τον στόχο» εξηγεί ο Russillo. «Όσο εσύ νομίζεις ότι αυτός ο τύπος είναι απλά ένας κακοποιός, τόσο περισσότερο αυτός σκέφτεται κάτι που μπορεί να πάει στραβά».

Οι «παίκτες ρόλων» που προσλαμβάνει η D.E.A. δεν λαμβάνουν επίσημη εκπαίδευση. Οι ποινικοί που γίνονται πληροφοριοδότες γνωρίζουν πώς να συμπεριφερθούν στους στόχους ώστε να μην δημιουργούν υποψίες. Αντίθετα, οι «πηγές» όπως ο Ενωτιάδης, μαθαίνουν πάνω στη δουλειά.

Ο Michael Braun, ο οποίος ήταν επικεφαλής στη DEA το 2000, λέει στο New Yorker: «Είναι πολύ συνηθισμένο να σου κολλήσουν ένα όπλο στο κεφάλι και να αρχίσουν τις δύσκολες ερωτήσεις. Το παραμικρό λάθος μπορεί να αποβεί μοιραίο». Σύμφωνα με τον Russillo «πηγή» που βοήθησε τη D.E.A. να βρει στοιχεία εναντίον στόχων στην Κολομβία βρέθηκε στο Μαϊάμι νεκρός με «κολομβιανή γραβάτα» (τρόπος εκτέλεσης των καρτέλ, όπου το θύμα βρίσκεται με τη γλώσσα τραβηγμένη μέσα από μια σχισμή στο λαιμό του).

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η D.E.A. έκανε τη δουλειά χωρίς «εξωτερική βοήθεια». Ο Michael Levine, πρώην πράκτορας που έχει γράψει βιβλία με τις εμπειρίες του στην Κεντρική και Νότια Αμερική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και του 1980, εξηγεί: «Παίζαμε τη ζωή της ρωσική ρουλέτα». Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Υπηρεσία άρχισε να αναθέτει τη δουλειά αυτή σε άτομα εκτός Υπηρεσίας, καθώς οι επικεφαλής αρνούνταν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των πρακτόρων.

«Δεν θεωρούσαμε τις πηγές αναλώσιμες» προσθέτει και σημειώνει ότι η D.E.A. έχει επενδύσει στην προστασία όλων, πηγών και πρακτόρων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ανάθεση σε ελεύθερους επαγγελματίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε «ανήθικες πρακτικές».

«Πώς μπορείς να εγγυηθείς την ασφάλεια και την προστασία τους;» αναρωτιέται ο Cyrille Fijnaut, ομότιμος καθηγητής Νομικής με ειδίκευση στο συγκριτικό ποινικό δίκαιο. «Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της παγίδας».

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση ενός πρώην εμπόρου ναρκωτικών του Carlos Sagastume, μέλος της FARC, ο οποίος βοήθησε στη σύλληψη, το 2008, του εμπόρου όπλων Viktor Bout και έλαβε αμοιβή για τη «δουλειά» 7,5 εκατ. δολάρια. Ο Ενωτιάδης από την άλλη, είχε, μέχρι το 2003, ένα πενιχρό εισόδημα από τη DEA. Από τότε ωστόσο, τα δεδομένα άλλαξαν, καθώς έχει κερδίσει περισσότερα από 6 εκατ. δολάρια, συμπεριλαμβανομένων 2 εκατομμυρίων ευρώ για την επιχείρηση στη Λιβερία. Όταν ξεκίνησε δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στο χρήμα: «Κάθε φορά που με καλούσαν να παίξω ένα ρόλο, ένιωθα σαν πρόκειται για μια παρτίδα σκάκι ή τάβλι που ήθελα να κερδίσω» λέει.

Όταν κάνει τον «Νονό»

Όταν κάνει τον «Νονό» ή τον τύπο που αναλαμβάνει να ξεπλύνει βρόμικο χρήμα, σκέφτεται τον εαυτό του ως επιχειρηματία. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, όπως εξομολογήθηκε, βασίζεται στις αναμνήσεις του από τον πατέρα του, Χάρη, έναν διανομέα φαρμάκων στην Κύπρο, στις μεσημεριανές συναντήσεις του με τα στελέχη της εταιρείας. «Αν μου ζητήσετε να παίξω το ρόλο ενός άντρα  του δρόμου, θα αποτύχω» λέει. Το κλειδί είναι να παρουσιάσει την υποτιθέμενη ταυτότητά του ως αυτονόητη αλήθεια. Δηλαδή, η συμπεριφορά του να είναι στο ύφος «ποιός είσαι εσύ που αμφισβητείς αυτά που λέω» και «αν είσαι τόσο σπουδαίος όσο λες φέρε μου τώρα 10.000 κιλά κοκαΐνη».

Όταν ήταν νεότερος, ήρθαν φορές που ήταν αναγκασμένος να σηκώσει τον τόνο της φωνής του ή να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. «Τώρα λέω ‘μην με κάνεις να θυμώσω’ και αντί να φωνάζω, κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου αναγκάζοντας τους άλλους να σκύψουν για να ακούσουν τι λέω. Είναι πολύ πιο αποτελεσματικό» εξηγεί.

Ο Ενωτιάδης μεγάλωσε με τα τρία αδέλφια του σε μια εύπορη οικογένεια στη Λευκωσία, όταν η Κύπρος ήταν υπό βρετανική κατοχή. Σε ηλικία 11 ετών γνωρίστηκε με μέλη της ΕΟΚΑ και άρχισε να διανέμει φυλλάδια. «Αυτό που έμαθα εκεί ως παιδί ήταν η μυστικότητα και η πίστη», λέει. «Κι αυτά δεν είναι διαπραγματεύσιμα». Στα δώδεκα, μετέφερε ένα πιστόλι για την Ε.Ο.Κ.Α. σε όλη τη Λευκωσία και στα δεκατρία, ανακρίθηκε από την αστυνομία μετά από διαδήλωση. Ήταν τότε που ο πατέρας του τον έστειλε σε γαλλικό καθολικό οικοτροφείο στην Αθήνα. Μόνο που νύχτα, φρόντιζε να το σκάει μαζί με τους φίλους του πηγαίνοντας σε μπαρ και νυχτερινά κέντρα. Με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου, το 1960, κάνει ένα πέρασμα από τον κυπριακό στρατό και πηγαίνει στο Λονδίνο για να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στο Northwestern Polytechnic. Μετά την αποφοίτησή του, το 1968, πήγε στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αυστρία και εργάστηκε για λίγο ως διευθυντής πωλήσεων για την Johnson & Johnson. Στα μέσα της δεκαετίας του 70, μετακόμισε στη Ροδεσία, όπου ξεκίνησε μια εταιρεία εισαγωγής φαρμακευτικών προϊόντων και επέστρεψε στην Κύπρο το 1980, για να δουλέψει στην εταιρεία του πατέρα του.

Ένα βράδυ του 1982, ο πατέρας του του είπε ότι ένας Κύπριος φαρμακοποιός με έδρα το Γιοχάνεσμπουργκ τον είχε προσεγγίσει για να αγοράσει 20.000 δισκία από την αμφεταμίνη Captagon, η οποία είχε κατασκευάσει η γερμανική εταιρεία Chemiewerk Homburg. Ο φαρμακοποιός ήθελε τον πατέρα του Ενωτιάδη να βάλει νέα ετικέτα στο φάρμακο, προφανώς για γλιτώσει τους τελωνειακούς φόρους όταν οι ταμπλέτες θα εξάγονταν στη Νότια Αφρική. Ο Ενωτιάδης μίλησε με έναν φίλο, επικεφαλής της κυπριακής Δίωξης Ναρκωτικών στην Αστυνομία της Κύπρου, ο οποίος του είπε ότι το φάρμακο πλασάρονταν ως ναρκωτικό. Ο φίλος του του είπε ότι έκανε τη σωστή κίνηση, καθώς ο πατέρας του μπορούσε να καταλήξει στη φυλακή. Και το 1988 άρχισε τη συνεργασία με τη DEA.