Πριν απο 31 χρόνια (για την ταινία βρισκόμαστε στο 1968) ένα ντροπαλό αγόρι απο τη Γαλλία ετοιμάζεται να βουτήξει για να πιάσει ένα νόμισμα στο λιμάνι της Αιγιάλης, στην Αμοργό,  όταν ένας ψηλόσωμος Ιταλός με μυωπικά γυαλιά, μπάσα φωνή και αυταρχικό βλέμμα βουτάει στη θέση του και με μια ανάσα κερδίζει το νόμισμα και το θαυμασμό. Είκοσι χρόνια μετά (1988 για τη μεγάλη οθόνη) το σκληρό αγόρι επιστρέφει με την πιο βαθιά φωνή του Ζαν Ρενό για μια ακόμα πρόκληση, να διεκδικήσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή στην ελεύθερη κατάδυση απο τον παιδικό φίλο του.

Ads

Οι δύο αληθινοί δύτες έγιναν, με κάποιες αλλαγές, οι ήρωες του Λικ Μπεσόν στο «Απέραντο γαλάζιο» και τον Έντζο Μαγιόρκα στην πραγματικότητα – Μολινάρι στο φιλμ – υποδύθηκε στα 11 του χρόνια ο Gregory Forstner. Μισός Αυστριακός μισός Γάλλος, διάσημος εικαστικός καλλιτέχνης και συγγραφέας, ένας πολίτης του κόσμου, που νιώθει σαν σπίτι του τη θάλασσα, ο Forstner επιστρέφει στον τόπο και τα χρόνια της αθωότητας, με την ευκαιρία του πρώτου διεθνούς τουρνουά ελεύθερης κατάδυσης στην Αμοργό.

Συνέντευξη στην Εύη Φιαμένγκου 

Λένε πως το νερό έχει μνήμη. Και ο Gregory Forstner ομολογεί πως αισθάνεται καλά μόνο κοντά στο νερό, αλλά όχι απαραίτητα για να θυμάται. Μια βουτιά στο παρελθόν. Βαθιά στο νερό, ακόμα πιο βαθιά στη μνήμη. Ο διάσημος εικαστικός καλλιτέχνης – ο  πιτσιρικάς Ιταλός με τα γυαλιά που βουτάει στην Αμοργό για να πιάσει το νόμισμα και να κερδίσει το Γάλλο φίλο του στην πρώτη σκηνή από το «Απέραντο γαλάζιο» –  μας μιλάει για εμπειρίες ζωής, για σχέδια του μυαλού και για κάποια φαντάσματα.

Ads

image

Να γυρίσουμε πίσω 30 χρόνια, εσείς 11 χρονών τι θυμάστε; 

«Ήμουν παιδί, δε μπορούσα να καταλάβω την τύχη μου, αλλά το διασκέδασα και θυμάμαι τα πάντα απο το ταξίδι και την εμπειρία μου στην Αμοργό, όπως και στην Ίο και φυσικά τη συνάντηση μου με τον Λικ Μπεσόν, το Ζαν Ρενό, όλο το καστ. Ο Λικ Μπεσόν ήταν πολύ ευγενικός, ήταν 28 χρονών τότε, ήξερε τι ήθελε, είχε το θάρρος των συναισθημάτων του. Το έκανε πολύ εύκολο για μένα να κάνω αυτό που έπρεπε να κάνω, ένοιωσα πολύ άνετα μαζί του, ήταν ευχάριστος, προσιτός και συγχρόνως επαγγελματίας. Έγραψα για την εμπειρία μου στο βιβλίο «“L’odeur de la viande” (“The smell of meat”) που δημοσιεύθηκε πριν απο δύο χρόνια. Η Αμοργός ήταν ένα πολύ απλό, ακατέργαστο (με την καλή έννοια) νησί -αυτό ένιωσα- μακρυά απο τον τουρισμό. Τον περισσότερο χρόνο περιμέναμε τον κατάλληλο καιρό για να γυρίσουμε. Αυτό ήταν το πρώτο που έμαθα σαν ηθοποιός: τον περισσότερο χρόνο πρέπει να σκοτώνεις το χρόνο. Και το να σκοτώνω το χρόνο δεν ήταν πρόβλημα για μένα σε τέτοιο περιβάλλον. Είχα νοικιάσει ένα μικρό μοτοποδήλατο και θυμάμαι να κάνω βόλτα σε όλο το νησί, πάνω κάτω ξανά και ξανά όλη μέρα με απόλυτη ελευθερία, τελείως ασυνείδητος , χωρίς κράνος, με σορτς. Το τοπίο ήταν μπροστά μου, κάτω απο μένα, παντού, ένιωθα σα να έκανα βόλτα με ποδήλατο στο φεγγάρι». 

Γιατί αργήσατε τόσο να επιστρέψετε;

«Φαντάζομαι χρειαζόμουν ένα κίνητρο. Γεννήθηκα στο Καμερούν και ποτέ δεν επέστρεψα. Για τα μέρη που πραγματικά μετράνε , κυρίως όταν έχουν να κάνουν με την παιδική ηλικία, υποθέτω πως χρειαζόμαστε έξτρα κίνητρο για να επιστρέψουμε. Έπρεπε να έχει νόημα για να μην είναι απλά ανεκδοτολογικό. Όταν η πραγματικότητα συναντάει το παρελθόν  πρέπει να φέρνει κάτι νέο, διαφορετικό για να το συνδέει με το σήμερα, διαφορετικά το  συγκρίνουμε με τις αναμνήσεις, που πάντα αποτυγχάνει. Πρέπει να είναι στο πλαίσιο μια νέας εμπειρίας για να μην είναι απογοητευτικό».

Εκεί κάτω είναι ένας καλύτερος κόσμος, έλεγε ο Ζακ Μαγιόλ στην ταινία. Στα δικά σας μάτια πως είναι ο βυθός;

«Ο πατέρας μου μου έμαθε απο μικρό να βουτάω, να κάνω καταδύσεις. Μια απο τις πιο στενές επαφές που είχα μαζί του έγινε κάτω απο το νερό, χωρίς λόγια, με απλές, σύντομες χειρονομίες,  σε ένα κόσμο που δεν είναι φυσικός για τα ανθρώπινα πλάσματα αλλά, αν προσαρμοστείς γίνεται δεύτερο δέρμα, ένα μοναδικό, ιδιωτικό περιβάλλον, που μοιράζεσαι με πολύ λίγους ανθρώπους. Δεν είμαι σίγουρος αν αισθάνομαι καλύτερα στο βυθό, αλλά αισθάνομαι ήρεμος, πιο συνδεδεμένος με κάποιο τρόπο με τον έξω κόσμο. Σαν έφηβος έκανα scuba diving, καταδύσεις και λίγο ψαροντούφεκο, αλλά ποτέ δεν εκπαιδεύτηκα , ποτέ δεν πέρασε απο το μυαλό μου. Φυσικά ήμουν ευτυχισμένος, χαιρόμουν να κατεβαίνω βαθιά, όσο πιο βαθιά μπορούσα, αλλά δεν άλλαξα τη ζωή μου ποτέ δεν έκανα ο,τιδήποτε για να το κάνω σκοπό ζωής. Ακόμα κολυμπάω, ειδικά σε ανοικτή θάλασσα, μου αρέσει το κολύμπι των μεγάλων αποστάσεων, μόνος. Δε μπορώ να κολυμπάω με άλλους ή σε αγώνες, θέλω να είμαι μόνος ή το πολύ με ένα πρόσωπο, αλλά ποτέ δε βρήκα κανένα που θα απολαμβάνει το κολύμπι όπως εγω, με το δικό μου τρόπο».

image

Ο βυθός είναι το άγνωστο, η μοναξιά, η ησυχία, ο φόβος.. είναι γοητευτικό συναίσθημα ο φόβος; 

«Όποιος αντιμετωπίζει το φόβο θα σας πει το ίδιο: είναι ένα απαραίτητο συναίσθημα για να είσαι καλός σε οτιδήποτε κάνεις. Όταν ξεκινάω  ένα σχέδιο φοβάμαι οτι δε θα είναι καλό, αλλά την ίδια στιγμή έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες μου. Πρέπει να βρω τη σωστή ισορροπία να είμαι προσεκτικός και τολμηρός. Ο φόβος σε βοηθάει να γνωρίσεις συγχρόνως τα όρια σου και τη δύναμη του σώματος και του μυαλού σου. Οι ελεύθεροι δύτες πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτά τα συναισθήματα».

Πως θα ζωγραφίζατε το βυθό;

«Δεν είμαι σίγουρος. Είναι πολύ δύσκολο να βάλεις αίσθημα στην εικόνα. Μου πήρε πολύ καιρό να ζωγραφίσω και να σχεδιάσω τοπία γιατί ποτέ δεν είχα κανένα πρόβλημα να αντιμετωπίσω τη φύση. Άρχισα να ζωγραφίζω φιγούρες γιατί υποθέτω έπρεπε να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου και τους άλλους ανθρώπους στην κοινωνία, αλλά μόνος στη φύση πάντα ένιωθα ηρεμία και όταν άρχισα να ζωγραφίζω ποτέ δεν αισθάνθηκα  την ανάγκη να το παρουσιάσω.  Ας πούμε ότι σκέφτομαι πως είναι το συναίσθημα να είσαι κάτω απο τη θάλασσα δε θα ζωγραφίσω ένα δύτη, δεν έχει νόημα. Η αίσθηση μπορεί να βγει απο ένα χρώμα, μια ανοικτή ή κλειστή πόρτα, δεν έχει σημασία στ αλήθεια, μπορείς να ζωγραφίσεις το θάνατο ζωγραφίζοντας τον ήλιο. Σαν καλλιτέχνης πρέπει να λες ψέμματα για να φθάσεις την  πραγματικότητα μαζί με κάποια αλήθεια…

image

«Ζωγραφίζει όπως γράφει, όπως κολυμπάει, όπως αγαπάει,όπως ζει, χωρίς συμβιβασμούς…», διαβάζω σε μια κριτική για εσάς. Αν είναι έτσι είστε τυχερός…

«Εύκολο να το γράφεις, όχι τόσο εύκολο να το κάνεις. Η τύχη δεν έχει τόσο πολλή σχέση, είναι κυρίως δουλειά, προσπάθεια, είναι οι επιλογές που κάνουμε. Προσπαθώ να ζω τη ζωή που επέλεξα. Φυσικά νιώθω τυχερός που είχα καλό ξεκίνημα στη ζωή μου, φαγητό στο τραπέζι και γονείς προστατευτικούς. Δεν ξεκινάμε όλοι με τις ίδιες προοπτικές στη ζωή- απο αυτή την άποψη αισθάνομαι πολύ τυχερός».

image

Ο κινηματογράφος έχετε σκεφθεί γιατί δε σας κέρδισε;

«Έκανα κάποια διαφημιστικά στην τηλεόραση, λίγα κάστινγκ, αλλά όταν ήμουν παιδί και έφηβος δεν με γοήτευσε ιδιαίτερα να γίνω ηθοποιός. Ήμουν ευτυχισμένος να κολυμπάω, να βουτάω και να ζωγραφίζω. Η επιθυμία επέστρεψε χρόνια αργότερα, αλλά τότε ήμουν πολύ απορροφημένος αφοσιωμένος την τέχνη. Είναι όλα θέμα ανάγκης, Μπορεί αργότερα να είμαι ανοικτός να ξαναπαίξω, θα δούμε…»

Η ζωή σας μια βόλτα στον πλανήτη. Που νιώθετε σπίτι σας;

« Η μητέρα μου γεννήθηκε  στην Αλγερία, μεγάλωσε στην Καζαμπλάνκα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Αυστρία, έζησε στο Λονδίνο, την Αφρική, εγω γεννήθηκα στο Καμερούν, καταλήξαμε στη Νίκαια και μείναμε εκεί για ένα διάστημα. Πριν εγκατασταθώ στις ΗΠΑ με κάποιο αφελή τρόπο ένιωθα πολίτης του κόσμου. Όταν μετακόμισα στη Νέα Υόρκη ένιωσα Ευρωπαίος. Είναι λίγο κλισέ, αλλά έχει κάποια αλήθεια:  μετά απο λίγο καιρό, όταν αφήνεις αυτό που λέμε πατρίδα  δεν ανήκεις πραγματικά πουθενά πια. Αισθάνομαι ότι είμαι στο σπίτι μου οπουδήποτε είμαι  κοντά στο νερό». 

Έχετε παραδεχθεί στο παρελθόν: «Δε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα η κληρονομιά των ναζί. Βασικά μ’ ενδιαφέρει όπως οποιοδήποτε άλλο, όχι περισσότερο… για ένα Γερμανό ή Αυστριακό εγγονό της εποχής μου δεν είναι κάτι ξεχωριστό να έχει ναζί παππού ή θείο στην οικογένεια. Είμαι η τρίτη γενιά που αντιμετωπίζει αυτά τα θέματα. Ποτέ δεν ένιωσα αυτό που λένε ενοχή όπως η γενιά του πατέρα μου». Ούτε περηφάνια, ούτε ενοχή, δηλαδή αποστασιοποίηση;

«Έγραψα ένα κείμενο με τίτλο «Mon Héros» («Ο ήρωας μου») για το ναζί παππού μου. Πρέπει να το διαβάσετε να καταλάβετε την ειρωνεία και την αλήθεια που έχει. Αλλά θα σας πω κάτι που μπορεί να μη θέλουν όλοι να διαβάσουν αλλά θα προσπαθήσω να το εξηγήσω, ελπίζω οτι εξηγεί τουλάχιστον τον τίτλο. Κάποτε ρώτησα μια Αυστριακή ξαδέρφη μου λίγο μεγαλύτερη απο μένα αν ήξερε κάτι περισσότερο για τον παππού μας (εγω δεν ξέρω πολλά), μου απάντησε οτι είχε κάνει κάποια έρευνα και ανακάλυψε οτι δεν ήταν τόσο σημαντικός ναζί των SS, δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, ένας απλός αξιωματικός της «Totenkopf». Μου είπε οτι ένιωσε κάποια απογοήτευση (χωρίς ενοχή) ξέροντας οτι δεν είναι κανείς σπουδαίος των SS. Η αλήθεια είναι οτι  αισθάνθηκα όπως εκείνη, είναι ένα παράξενο συναίσθημα, δύσκολο να το εξηγήσω. Με κάποιο τρόπο το μόνο συναίσθημα που ένα παιδί  ή εγγόνι ψάχνει απο τους γονείς και παππούδες είναι η περηφάνια, ακόμα περισσότερο για τα αγόρια – δεν ξέρω. Η αγάπη δεν έχει καμία σχέση, με το καλό ή το κακό. Μπορεί να αγαπάς ένα τέρας – έτσι είναι τα πράγματα. Όταν ήμουν παιδί η γιαγιά μου μου έλεγε οτι μοιάζω στον παππού μου περισσότερο απ’ οτι ο πατέρας μου. Το έλεγε και ήταν περήφανη για μένα όταν μου έδειχνε τις φωτογραφίες – νόμιζα ότι ήταν ωραίος,  έτσι ήμουν κι εγω περήφανος. Εκείνη την εποχή φυσικά δεν είχα ιδέα για τον πόλεμο, τι σημαίνει αν είσαι απο την καλή ή την κακή πλευρά της ζωής του θανάτου της κοινωνίας της πολιτικής, βασικά ήμουν περήφανος για μια αφηρημένη έννοια». 

image

Πιστεύετε στους δεσμούς αίματος;

«Πιστεύω οτι κληρονομείς γονίδια. Aλλα το οτι ο παππούς μου ήταν ναζί δεν έχει σχέση με γονίδια. Έχει να κάνει με το γενικό πλαίσιο, τη μόρφωση και τι επιλογές έχεις μπροστά σου – όχι οτι αυτά αποκλείουν την ενοχή και την ευθύνη. Το να ξέρεις την αλήθεια και να τη δουλεύεις σε βοηθάει να καταλάβεις τον εαυτό σου, αλλά δε σε κάνει τέρας, ούτε υπέροχο άνθρωπο επειδή  οι πρόγονοι σου ήταν τέρατα ή υπέροχοι άνθρωποι. Το γενικό πλαίσιο είναι ακόμα πιο σημαντικό ίσως απο τα γονίδια, η ζωή απλά συμβαίνει και κάνεις οτι νομίζεις καλύτερο με το πλαίσιο που σου δόθηκε και τις δυνατότητες σου».

Πως κάποιος αντιμετωπίζει τα φαντάσματα του παρελθόντος;

«Δε μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό των άλλων. Αν πάρω το παράδειγμα του πατέρα μου που έχει το επίθετο του παππού μου, άφησε την Αυστρία σε νεαρή ηλικία και επανεφεύρε τον εαυτό του στην Αφρική. Ποτέ δε μου μίλησε γερμανικά, υποθέτω είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό μαζί μου, το να μη δώσει τη γλώσσα της ίδιας του της μητέρας στο γιο του μιλάει απο μόνο του, δε χρειάζεται να είναι κανείς ψυχίατρος».  

Λένε πως η Τέχνη λειτουργεί και θεραπευτικά. Το δέχεστε;

«Κάθε είδους έκφραση βοηθάει να αντιμετωπίσεις τα θέματα σου, αλλά δε σκοτώνεις τα φαντάσματα, απλά ζεις μαζί τους. Γίνονται κομμάτι σου και προχωράς». 

Για κάποιον που δεν έχει την εμπειρία του βυθού πως θα περιγράφατε το συναίσθημα;

«Δεν είμαι δύτης, νιώθω πολύ ταπεινά όταν σκέφτομαι τον Enzo Maiorca και τον Jacques Mayol που γνώρισα στα 11, όπως και όλους τους μεγάλους αθλητές και αθλήτριες που διαγωνίζονται στην ελεύθερη κατάδυση και θα γνωρίσω στην Αμοργό. Αλλά για τα δικά μου μέτρα και δυνατότητες  καταλαβαίνω την αίσθηση. Ένας συγγραφέας δε χρειάζεται να ζει όλες τις περιπέτειες των χαρακτήρων απο τα βιβλία του για να τους καταλάβεις και να τους αγαπήσει. Όλοι έχουμε διαφορετικούς λόγους για να πάμε κάτω, βαθιά…»

image

Ποιά είναι τα επόμενα σχέδια σας;

«Τον Οκτώβριο θα παρουσιάσω στη Νέα Υόρκη τη νέα μονογραφία μου που καλύπτει 15-20 χρόνια απο τη δουλειά μου. Κάναμε ήδη την παρουσίαση στο Παρίσι και τη Νίκαια τον περασμένο μήνα. Ακολουθεί η Νέα Υόρκη και μετά το Βερολίνο. Αυτη την εποχή ετοιμάζω ατομική και ομαδική έκθεση. Σχεδιάζω ακόμα να επιστρέψω στην Αφρική, αλλά  ακόμα δεν ξέρω πότε και πως. Γράφω όταν δεν ζωγραφίζω και φυσικά κολυμπώ.  Ελπίζω να κολυμπήσω και να κάνω ψαροντούκεφο στην Αμοργό. Και έχω αυτό το όνειρο  να αγοράσω ένα σπίτι στη θάλασσα/ωκεανό – δε μου αρέσουν οι πόλεις – και το προσπαθώ, θα πάρει καιρό, είναι ένα σχέδιο ζωής». 

Έχει πει: «Η δουλειά μου, μιλώντας γενικά, αφορά το παράλογο. Ζωγραφίζω γιατί δεν καταλαβαίνω τι κάνω στη Γη. Όταν ήμουν παιδί είχα μια εικόνα του Θεού να γελάει όπως μας κοιτάζει απο ψηλά. Χρόνια μετά βρήκα στο γέλιο του Δημόκριτου το ίδια αίσθηση του παραλογισμού για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Με τα έργο μου “Nazi Dogs” οι άνθρωποι μπορεί να σταθούν στο θέμα του πολέμου και να μην πάνε παρακάτω, αλλά αυτό είναι το παιχνίδι, υπάρχουν πάντα διαφορετικοί τρόποι να δεις τα πράγματα». 

«The Ship of Fools – Father and Son going fishing» 

Το The Ship of Fools είναι ένα βιβλίο απο το 15ο αιώνα του Sebastian Brandt, μια αλληγορία εικονογραφημένη απο τον Dürer και μετά τον Bosch που δείχνει ενα πλοίο  αγκυροβολημένο  στον παράδεισο των τρελών, που επιπλέει σε μια θάλασσα απο κρασί.

Η ζωγραφική μου εξηγείται απο μόνη της: ο πατέρας  μου κι εγω είμαστε κοντά στη στεριά, το πλοίο είναι έτοιμο να βυθιστεί  απο λεπτό σε λεπτό,  φοράμε και οι δυο γερμανικά κράνη. Έχουμε πρόσωπα σκύλων, αυτός είναι μεγαλύτερος και έχει τον έλεγχο, φοράει ρολόι, εγω εχω ενα καμάκι στον ώμο και είμαι χαμένος στις σκέψεις μου.»

image

«The Departure» – The waiting room»

Η σειρά δείχνει στρατιώτες με κεφάλια σκύλων/μάσκες να φροντίζουν ή να απειλούν κάποιον άλλο, πιθανά δύτη. Μπορείς να το δεις σαν τον παραδοσιακό Οιδίποδα ανάμεσα σε πατέρα και γιο. Ήταν εμπνευσμένο  απο γκραβούρες του 15ου αιώνα. 

image

Μonographie

Tο τελευταίο βιβλίο του κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις Dilecta

Βιογραφικό

Γεννήθηκε στη Ντουάλα, του Καμερούν, το 1975, απο Γαλλίδα μητέρα και Αυστριακό πατέρα. Στα 11 τον επέλεξε ο Λικ Μπεσόν για να παίξει το ρόλο του Έντζο Μολινάρι στο «Απέραντο γαλάζιο» – που ως μεγάλο υποδύθηκε ο Ζαν Ρενό.

Στην εφηβεία ανακάλυψε οτι ο παππούς του ήταν ναζί των SS, ένα θέμα για το οποίο έγραψε στο βιβλίο του «L ‘odeur de la viande» (Η μυρωδιά του κρέατος) που  κυκλοφόρησε το 2015. «Η γερμανική κάσκα πέρα απο την άμεση αναφορά έγινε στη δουλειά μου το σημείο κατατεθέν της ευθύνης της μετάδοσης μιας κληρονομιάς που ήταν σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης τρέλας».  

Μετά απο σπουδές στη ζωγραφική και τις εφαρμοσμένες Τέχνες, πολλές περιπλανήσεις, βραβεία και διακρίσεις, εκθέσεις ατομικές και ομαδικές, τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στην Αμερική, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ενώ τα έργα του φιλοξενούνται σε μουσεία και γκαλερί όλου του κόσμου.

image

image