«Η κυβέρνηση Μπους για χρόνια προσπαθούσε να απομονώσει παράγοντες με τους οποίους η τουρκική κυβέρνηση θεωρούσε ότι έπρεπε να ενταχθούν (σε μια διαδικασία επίλυσης προβλημάτων) – το Ιράν, η Συρία, η Χεζμπολάχ, η Χαμάς, είναι κάποιοι από αυτούς. Η κυβέρνηση Ομπάμα σε γενικές γραμμές υποστηρίζει την πολιτική της ένταξης. Οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις, λοιπόν, βρίσκονται στο μεταίχμιο της τροποποίησης, από καλές -παρά θεμελιώδεις διαφωνίες- σε μια πραγματική ταύτιση αντιλήψεων». Του Niyazi Dalyancı

Ads

Αυτή ήταν η εκτίμηση του αμερικανικού περιοδικού Newsweek όταν ο Ομπάμα επισκέφτηκε την Τουρκία τον Απρίλιο του περασμένου έτους. Ωστόσο, ένα χρόνο μετά φαίνεται πως όταν η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε την πολιτική της εμπλοκής με το Ιράν, τη Συρία, τη Χεζμπολάχ, το έκανε σε τέτοιο βαθμό που οι σχέσεις με τον Λευκό Οίκο του Ομπάμα, πάγωσαν.

Μετά το «Όχι» που κατέθεσε η Τουρκία στις 10 Ιουνίου, στην ψηφοφορία του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για το νέο γύρο κυρώσεων στο Ιράν, το πάγωμα αυτό έχει γίνει πιο φανερό από ποτέ.

Μια εβδομάδα μετά την ψηφοφορία, ο Philip Crowley, εκπρόσωπος τύπου του υπουργείου εξωτερικών των ΗΠΑ, είπε ότι η κοινή συνάντηση για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας μεταξύ Αμερικανών και Τούρκων ειδικών «αναβάλλεται για μια μελλοντική ημερομηνία καθώς η Αμερικανική πλευρά αδυνατεί να παραβρεθεί στη συνάντηση».

Ads

Την επόμενη μέρα ήρθε η μαζική επίθεση μιας διόλου αμελητέας δύναμης ανταρτών του PKK (Κουρδικό Κόμμα Εργατών) προς ένα στρατιωτικό μεθοριακό φυλάκιο στα βουνά που συνορεύουν με το Ιράκ, η οποία άφησε 9 νεκρούς.

Τρεις ημέρες μετά, το PKK χτύπησε και πάλι -αυτή τη φορά στην Κωσταντινούπολη- με μια τηλεκατευθυνόμενη βόμβα που στόχευε ένα στρατιωτικό λεοφωρείο, σκοτώνοντας πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων κι ένα μικρό κορίτσι, κόρη αξιωματικού που πήγαινε στο σχολείο της με το λεωφορείο.

Αυτή η αλυσίδα γεγονότων οδήγησε στην έναρξη δημόσιου διαλόγου στην Τουρκία για το κατά πόσον η διόγκωση των φαινομένων «τρομοκρατίας» ήταν αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης εξωτερικής πολιτικής ή όχι. Από τις αρχές Μαΐου, ο αριθμός των στρατιωτών που έχουν πεθάνει εξαιτίας επιθέσεων του PKK έχει φτάσει τους 30.

Οι πρωτοβουλίες που παίρνονται από την κυβέρνηση για να γίνει η Τουρκία μια τοποτηρήτρια δύναμη υπό την καθοδήγηση του υπουργού εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, αποτελούν για τους περισσότερος σχολιαστές την κύρια αιτία πίσω από αυξανόμενη απομόνωση της χώρας από τους Δυτικούς της συμμάχους.

Μετά την κατηγορηματική απόρριψη των κυρώσεων κατά του Ιράν οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον αρθρογράφο της Hurrivet Eyup Can, χειροτέρεψαν περισσότερο κι από την περίοδο όταν η τουρκική Βουλή είχε απορρίψει την εγκατάσταση αμερικανών στρατιωτών σε τουρκικό έδαφος, πριν την εισβολή στο Ιράκ το 2003. Ο Can, που δεν ανήκει στους φανατικούς κριτικούς της κυβέρνησης, υποστηρίζει ότι η Άγκυρα έχει συνδέσει της ελπίδες της για βελτίωση των σχέσεων με την Ουάσιγκτον με την αποκήρυξη της φράσης «οι φανατικοί της κυβέρνησης του Ισραήλ».

Ο πόλεμος λέξεων μεταξύ του Ταγιπ Ερντογάν, πρωθυπουργού της Τουρκίας, και του Ισραήλ έχει ξεκινήσει από την επεισοδιακή τηλεοπτική αναμετάδοση της συνομιλίας του Ερντογάν με τον Ισραηλινό πρόεδρο Σιμόν Πέρεζ στο Νταβός το Γενάρη του 2009, όταν ο πρώτος επέπληξε τον δεύτερο λέγοντάς του: «Εσύ ξέρεις πώς να σκοτώνεις ανθρώπους!»

Έπειτα ακολούθησε η Ισραηλινή επιδρομή στο τουρκικό πλοίο “Mavi Marmara” που μετέφερε ανθρωπιστικό υλικό για τη Γάζα και είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο εννέα εκ των επιβατών του, όλων Τούρκων πολιτών. Στην Τουρκία η κριτική προς την κυβέρνηση του Ερντογάν συνίσταται στο ότι η Άγκυρα επίτηδες δεν απέτρεψε ή δεν προειδοποίησε τους διοργανωτές του “Mavi Marmara”, βασικά ένα ριζοσπαστικό φιλανθρωπικό ισλαμικό γκρουπ, με σκοπό να αποκομίσει πολιτικά ωφέλη. Το περιστατικό επιδείνωσε την αντιπαράθεση μεταξύ της Τουρκίας και του Ισραήλ και είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Ισραηλινού προσωπικού που εκπαίδευε τον τουρκικό στρατό στο χειρισμό ανεπάνδρωτων κατασκοπευτικών αεροπλάνων Heron, εναντίον της κουρδικής αντίστασης.

Οι επανηλλημένες διακηρύξεις του Ερντογάν ότι δε βλέπει τη Χαμάς σαν έναν «τρομοκρατικό οργανισμό», επίσης συμβάλλουν –μαζί με τις φιλικές του απόψεις για το Ιράν– στη μετατόπιση της διεθνούς γνώμης προς την άποψη ότι η Τουρκία ολοένα και περισσότερο απομακρύνεται από τους δυτικούς της συμμάχους.

Παρότι το κύμα επευφημιών για τον Ερντογάν κατά του Ισραήλ και η συνηγορία του υπέρ της Χαμάς, του έχουν χαρίσει φήμη στους δρόμους των αραβικών πόλεων, με πλήθη να κουβαλούν πόστερ του και να τον υποδέχονται με ενθουσιασμό σαν ήρωα, σε πρακτικό επίπεδο φαίνεται πώς λίγα έχουν επιτευχθεί. Σχετικά με τις κινήσεις του Ερντογάν για μεσολάβηση μεταξύ της Χαμάς και της Αλ Φατάχ, ένας εκπρόσωπος της Χαμάς επεσήμανε ότι καλύτερα θα ήταν να είχαν την Αίγυπτο για μεσολαβητή παρά την Τουρκία. Παρόλη την κινητοποίηση υπέρ του Ερντογάν στους δρόμους, λίγη είναι η συμπάθεια που εκφράζεται για τις πολιτικές της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή από τους ηγέτες μεγάλων Αραβικών κρατών – όπως η Αίγυπτος και μέχρι και η Σαουδική Αραβία.

Ο Νταβούτογλου βάλλεται από φιλικά πυρά

Αν και ήταν κάποιοι αρθρογράφοι εφημερίδων που άρχισαν να εκφράζουν αμφιβολίες για το κατά πόσον ο τρόπος που ο υπουργός εξωτερικών Νταβούτογλου χειρίζεται την εξωτερική πολιτική μπορεί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα- δηλαδή τα «μηδενικά προβλήματα με γείτονες χώρες», το «ταυτόχρονο άνοιγμα προς τη Δύση και την Ανατολή», ή το να γίνει η Τουρκία «μια τοποτηρήτρια δύναμη ισχύος για ειρήνη»- η πιο αιχμηρή κριτική ήρθε από κάποιον που κανείς δεν περίμενε: τον Ακίφ Μπεκί, σύμβουλο τύπου του πρωθυπουργού Ερντογάν μέχρι το 2009 που έπειτα έγινε αρθρογράφος στην καθημερινή εφημερίδα Radikal. «Είναι καιρός να μιλήσουμε για τη φιλοδοξία του υπουργού Εξωτερικών για διπλωματικές νίκες. Νομίζει ότι πρέπει να μετατρέπει την παρουσίαση κάθε θέματος που περνά από τα χέρια του σε μια μεγαλοπρεπή επιτυχία. Εντείνει κάθε προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση και νιώθει υποχρεωμένος να παραβρεθεί σε κάθε φωτογράφηση. Το αποτέλεσμα είναι μια εξωτερική πολιτική που εστιάζεται στο να κάνει ο ίδιος φιγούρα», έγραψε ο Μπεκί.

«Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι από τη συνδιάσκεψη στο Τουρκο-Αραβικό Επιχειρηματικό Φόρουμ. Είπε ότι η Ιερουσαλήμ θα γίνει η πρωτεύουσα (της Παλαιστίνης) και θα πάμε όλοι μας να προσευχηθούμε στο τζαμί Al-Aqsa. Αυτό αρκεί για να ενθουσιάσει το αραβικό κοινό, όμως βρίσκω τέτοιου είδους σχόλια προβληματικά. Δεν υπάρχει χώρος για λαϊκισμό στην εξωτερική πολιτική», παρατήρησε ο ίδιος.

Ο πολιτικός σχολιαστής Kadri Gursel γράφει ότι στους τελευταίους έξι μήνες, η κυβέρνηση Ερντογάν έχει καταφέρει να χρεοκοπήσει τελείως την εξωτερική πολιτική και σταχυολογεί τις αποτυχίες:

«Τον περασμένο Δεκέμβρη, πριν ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό Ερντογάν στο Λευκό Οίκο, η κυβέρνηση Ομπάμα ήθελε να λάβει απαντήσεις σε τρία ζωτικής σημασίας ερωτήματα: Το πρώτο ήταν «Τι θα κάνετε με το Ιράν;» Πήραν την απάντησή τους μέσω της ψήφου «Όχι» στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Το δεύτερο ερώτημα ήταν «Τι πρόκειται να συμβεί με τα πρωτόκολλα που έχουν υπογραφεί με την Αρμενία;» Το άνοιγμα προς την Αρμενία έχει παγώσει τελείως. Το τρίτο ερώτημα είχε να κάνει με τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ. Η απάντηση έχει ήδη δοθεί μέσω των πλοίων για τη Γάζα. Το Ιράκ, το κουρδικό ζήτημα, το Ιράν, η Αρμενία, το Ισραήλ… Η κυβέρνηση AKP κατάφερε να χρεοκοπήσει στην εξωτερική της πολιτική μέσα σε έξι μόλις μήνες. Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει ελπίδα στην Κύπρο, η προοπτική της Ε.Ε. έχει καταρρεύσει ήδη κι αν ρωτήσετε για το Αφγανιστάν, η συμμετοχή της Τουρκίας εκεί είναι αμελητέα. Ο πρωθυπουργός Ερντογάν έχει ήδη ξοδέψει όλο το κεφάλαιο μιας «υποδειγματικής συνεργασίας» με τις ΗΠΑ».

Για τα οξυδερκή βλέμματα, υπάρχουν κι άλλα σημάδια που δείχνουν την ψυχρότητα μεταξύ του Νταβούτογλου και των ΗΠΑ. Την περασμένη εβδομάδα ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών παρευρέθη σε ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων για να παραλάβει το «Βραβείο Δημόσιας Υπηρεσίας» (Public Service Award) από το κέντρο Woodrow Wilson των ΗΠΑ. Δεν υπήρξε ούτε ένας αξιωματούχος από τις διπλωματικές αποστολές των ΗΠΑ στην Τουρκία που να παραβρέθηκε στην τελετή βράβευσης.

Ο αρθρογράφος της Χουριέτ Cuneyt Ulsever γράφει πως υπό τον Νταβούτογλου «το όνειρο και η πραγματικότητα αναμειγνύονται» και συνεχίζει λέγοντας ότι ο Νταβούτογλου ανέλαβε να συνθέσει «μια παγκόσμια δυτική κουλτούρα, μαζί με την ισλαμική κουλτούρα, αλλά η οποία δεν είναι παγκόσμια ιδεολογία».

Από τα δύο αυτά αξιώματα προκύπτει μια ψευδαίσθηση: ότι η Τουρκία θα μπορούσε να γίνει ο κομιστής των όπλων για τις ΗΠΑ στην περιοχή του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, όπως πριν από 300 χρόνια. Χάρις στην ψευδαίσθηση αυτή, ο Ερντογάν αυταπατάται με όνειρα μελλοντικής ηγεμονίας στην περιοχή», γράφει ο Ulsever.

Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως αυτής της ψευδαίσθησης ήταν να κάνει τις ΗΠΑ να πιστέψουν ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει την Τουρκία για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά σε κάποια ζητήματα. Η Τουρκία κολακευόμενη ως «στρατηγικός σύμμαχος» θα βοηθούσε τις ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις που θα λάβαιναν χώρα με το Ιράν, τη Συρία, τη Χαμάς, τη Χεζμπολάχ και ίσως το μουσουλμανικό κόσμο».

«Τελικά η αυταπάτη οδήγησε στην εκτίμηση από πλευράς Ερντογάν και Νταβούτογλου ότι οι ίδιοι μπορούσαν να σύρουν το χορό και ΗΠΑ και ΕΕ θα ακολουθούσαν – όπως έγινε φανερό στα ζητήματα του Ιράν και της Χαμάς».

Τώρα, με τις νέες εξελίξεις, η πραγματικότητα έρχεται στην επιφάνεια και πάλι, σημειώνει ο Ulsever.

Δεν είναι μόνο οι Τούρκοι αρθρογράφοι που έχουν στρέψει τα πυρά τους προς την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Τα δυτικά ΜΜΕ στο σύνολό τους υποστήριζαν την κυβέρνηση του Ερντογάν μέχρι πρόσφατα, πλέον όμως παρατηρείται μια διακριτή αλλαγή στάσης απέναντι στην Τουρκία. Ένα από τα πιο καυστικά σχόλια ήρθε από τον σημαίνοντα αρθρογράφο της Guardian Simon Tisdall ο οποίος έδωσε τον εξής τίτλο στο άρθρο του: «Η πολιτική «Μηδέν προβλήματα» της Τουρκίας είναι ένα φιάσκο».

Η αύξηση της βίας μεταξύ τουρκικών δυνάμεων και Κούρδων αυτονομιστών στο νοτιοανατολικό σύνορο της Τουρκίας με το Ιράκ, υπογραμμίζει πόσο δρόμο έχει ακόμα να διανύσει η κυβέρνηση της Άγκυρας για την επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Η επανεκκίνηση των εχθροπραξιών όμως θέτει κι ένα σημαντικότερο ερώτημα: σε ποιο βαθμό η πολιτική που ασπάζεται ο Ερντογάν και ο υπουργός εξωτερικών του Αχμέτ Νταβούτογλου, των «μηδενικών προβλημάτων με γείτονες» είναι ικανή να προκαλέσει χειροπιαστά, διαρκή αποτελέσματα; Οι υψηλές φιλοδοξίες στις πρώτες γραμμές, συγκρούονται με τις χειροπιαστές πραγματικότητες στο έδαφος», παρατηρεί ο Tisdall.

«Από την πλευρά του, ο Νταβούτογλου αναφέρει ότι τα δυτικά κράτη δεν πρέπει να ανησυχούν. Αντ’ αυτού θα έπρεπε να καλωσορίζουν το γεγονός ότι η Τουρκία «διαδραματίζει έναν ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στην προώθηση της διεθνούς ασφάλειας και ευημερίας». Οι στενές σχέσεις με την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ είναι «σταθερές» της τουρκικής πολιτικής, ενώ οι διμερείς δεσμοί με τις ΗΠΑ παραμένουν «ζωτικής σημασίας», ανέφερε στο περιοδικό Foreign Policy.

Τέτοιες διαβεβαιώσεις ίσως χάνουν το στόχο. Το πρόβλημα, τουλάχιστον από τη δυτική οπτική, δεν είναι ότι ο Ερντογάν και ο Νταβούτογλου θέλουν ένα μεγαλύτερο ρόλο για την Τουρκία και είναι ολοένα και περισσότερο πρόθυμοι να τον αναλάβουν μόνοι τους. Το πρόβλημα είναι ότι, τις περισσότερες φορές, όταν το κάνουν, τα κάνουν θάλασσα», ολοκληρώνει ο Βρετανός δημοσιογράφος.