Μετά από ένα εκλογικό «θρίλερ», οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες νίκησαν τις εκλογές της Κυριακής, με το SPD να συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, ενώ ο συντηρητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση με καγκελάριο την Άνγκελα Μέρκελ.

Ads

Το ποσοστό του SPD σηματοδοτεί ότι ο Όλαφ Σολτς κατάφερε να σταματήσει τον κατήφορο των Σοσιαλδημοκρατών και το κόμμα του, μετά από χρόνια, να σημειώσει σημαντική άνοδο, παραμένοντας ωστόσο σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά. 

Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζουν το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα «Η Αριστερά» (Die Linke) με το οριακό ποσοστό 4,9% παίρνει την είσοδο στη Βουλή λόγω του ιδιαίτερου εκλογικού νόμου και σχηματίζει κοινοβουλευτική ομάδα με 39 έδρες. 

► Διαβάστε επίσης: Πρώτα συμπεράσματα από τις γερμανικές εκλογές

Ads

Τα αποτελέσματα και η κατανομή των εδρών

Μετακινήσεις ψηφοφόρων

Σε ό,τι αφορά τις μετακινήσεις ψηφοφόρων, η Ένωση έχασε περίπου 1,36 εκατομμύρια προς το SPD, το οποίο κέρδισε επίσης, μεταξύ άλλων, 590.000 ψηφοφόρους της Αριστεράς και 320.000 ψηφοφόρους οι οποίοι είτε ήταν νέοι, ή μέχρι τώρα απείχαν. Η Ένωση έχασε 900.000 ψηφοφόρους προς τους Πράσινους και 340.000 προς το FDP. Οι νέοι ψηφοφόροι κατά ποσοστό 23% ψήφισαν το FDP και κατά το 22% τους Πράσινους. Η εφημερίδα Handelsblatt σε σχόλιό της έκανε σκωπτικά λόγο για «ένα τέταρτο καγκελάριο», εξηγώντας ότι το καθένα από τα δύο μεγάλα λαϊκά κόμματα κέρδισε μόλις το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος. «Πάνω από το 70% δεν ψήφισε το κόμμα του μελλοντικού αρχηγού της κυβέρνησης. Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εξαντληθεί ως προς το περιεχόμενο και το προσωπικό» τους, έκρινε.

Τα σενάρια συγκυβέρνησης

Τα αποτελέσματα προαναγγέλουν επώδυνες, πιθανόν μακρές διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης συνεργασίας, η οποία πιθανόν να είναι τρικομματική. Ήδη ο υποψήφιος των CDU/CSU Άρμιν Λάσετ κλείνει το μάτι για το ενδεχόμενο να σχηματιστεί κυβέρνηση «Τζαμάικα» (CDU/CSU, Πράσινοι, FDP), το μοναδικό σχήμα στο οποίο ο καγκελάριος θα προέρχεται από την Ένωση, ενώ ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος Όλαφ Σολτς μιλά για την κυβέρνηση αποκαλούμενη και «φανάρι» (SPD, Πράσινοι, FDP). Όπως είπε, το κόμμα του κατήγαγε μεγάλη επιτυχία και «οι ψηφοφόροι έδειξαν ότι θέλουν αλλαγή κυβέρνησης και καγκελάριο τον ίδιο»

Πιθανόν σήμερα θα ξεκινήσουν ήδη διερευνητικές επαφές, καθώς τόσο ο κ. Λάσετ όσο και ο κ. Σολτς ζήτησαν η επόμενη κυβέρνηση να βρίσκεται στη θέση της πριν από τα Χριστούγεννα. Το 2017 πάντως χρειάστηκαν 171 ημέρες για να συμφωνήσουν CDU/CSU και SPD να σχηματίσουν ακόμη έναν «μεγάλο συνασπισμό», μόνο αφού κατέρρευσαν οι συνομιλίες για συνασπισμό «Τζαμάικα», με πρωτοβουλία του Κρίστιαν Λίντνερ.

Στις επικείμενες διαπραγματεύσεις κομβικό ρόλο θα έχουν οι Πράσινοι και το FDP, οι οποίοι θα κληθούν επίσης να αποφασίσουν ποιον θέλουν για καγκελάριο. Ο εκ των ρυθμιστών της επόμενης μέρας αρχηγός του FDP Κρίστιαν Λίντνερ χωρίς περιστροφές έχει υποστηρίξει ότι η μεγαλύτερη συνάφεια θα υπήρχε με συνασπισμό «Τζαμάικα». Πρακτικά, το γερμανικό Σύνταγμα δεν αποκλείει τον σχηματισμό κυβέρνησης από το δεύτερο κόμμα. Το 1980 η Χριστιανική Ένωση κέρδισε, αλλά ήταν το FDP αυτό που τελικά έστειλε τον Χέλμουτ Σμιτ, όχι τον Χέλμουτ Κολ, στην καγκελαρία.