Για μια νέα υπερδύναμη με το όνομα «Chimerica», κάνουν λόγο διεθνείς αναλυτές, αναφερόμενοι στις ιδιαίτερα ισχυρές σχέσεις Κίνας και ΗΠΑ, παρά τις πρόσφατες δυσκολίες και εντάσεις.

Ads

Η πρόσφατη πώληση αμερικανικών όπλων στην Taiwan, η κινεζική επίθεση σε αμερικανικές ιστοσελίδες, η επικείμενη επίσκεψη του Δαλάι Λάμα στις ΗΠΑ και η καχυποψία των τελευταίων για την κινεζική αλματώδη οικονομική ανάπτυξη και στρατιωτικούς εξοπλισμούς αποτελούν, σύμφωνα με τους αναλυτές, τις αιτίες κρίσης στις διμερείς σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.

Στις διαμαρτυρίες των αμερικανικών εταιρειών «τεχνητή» υποτίμηση του γιεν, με σκοπό να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα η τιμή των κινεζικών εξαγομένων προϊόντων στον κόσμο, ο Αμερικανός πρόεδρος απάντησε «λαμβάνονται μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι ξένες χώρες δεν δίνουν στο νόμισμα τους άδικο προβάδισμα εις βάρος του δολαρίου». Με τη σειρά τους, Κινέζος αξιωματούχος απάντησε στον Μπαράκ Ομπάμα, λέγοντας ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ δεν οφείλεται στην αξία του νομίσματός της. Ο ίδιος αξιωματούχος υπερασπίστηκε την αξία του γιεν, αποκαλώντας την «λογική και ισορροπημένη».

Επιπλέον ένταση στις διμερείς σχέσεις προκαλεί η επικείμενη επίσκεψη του Δαλάι Λάμα στην Αμερική και το ενδεχόμενο συνάντησης του με τον Αμερικανό πρόεδρο, κάτι που αποδοκιμάζει έντονα η Κίνα. Παρά την αντίδραση της Κίνας, εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου τόνισε ότι ο πρόεδρος Ομπάμα προτίθεται να συναντηθεί με τον πνευματικό ηγέτη του Θιβέτ, χωρίς όμως να ανακοινώσει την ημερομηνία της συνάντησης.

Ads

Μια ακόμα αιτία της έντασης των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών αφορά σε πρόσφατη έκθεση για διαδικτυακές επιθέσεις από την Κίνα σε αμερικανικές ιστοσελίδες.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών James Steinberg συνοψίζει την καχυποψία της Αμερικής απέναντι στην Κίνα ως εξής: «Για να αναγνωρίσουν οι ΗΠΑ και οι συμμάχοί τους την Κίνα ως παίκτη στην διεθνή αγορά, το Πεκίνο πρέπει να διαβεβαιώσει τον υπόλοιπο κόσμο ότι η ανάπτυξη και ο διεθνής ρόλος της Κίνας δεν θα είναι σε βάρος της ασφάλειας και ευμάρειας των άλλων χωρών».

Η δήλωση αυτή εκφράζει και την ανησυχία των ΗΠΑ σχετικά με τη στρατιωτική ανάπτυξη της χώρας, η οποία αναπτύσσει αμυντικά συστήματα τα οποία ανταγωνίζονται τα αντίστοιχα της Αμερικής. Σημαντική είναι επίσης η ναυτική παρουσία της Κίνας στην ευρύτερη περιοχή της, γεγονός το οποίο επίσης προκαλεί ανησυχία στις αμερικανικές δυνάμεις, ειδικά μετά την ανακοίνωση της Κίνας ότι «στο μέλλον θα χρειαστεί μόνιμες ναυτικές βάσεις στον Ειρηνικό ωκεανό».

Η πρόσφατη πώληση αμερικανικών όπλων στην Taiwan έναντι 6,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων δυσαρέστησε επίσης ιδιαίτερα την Κίνα, η οποία θεωρεί την Taiwan κινεζική επικράτεια. Πρόκειται συγκεκριμένα για αμυντικά όπλα, όπως αντιβαλιστικοί πύραυλοι, ναρκαλιευτικά και ελικόπτερα Black Hawk. Εκφράζοντας την δυσαρέσκειά της για την κίνηση αυτή της Αμερικής, η Κίνα ανακοίνωσε την αναστολή των αμοιβαίων στρατιωτικών ανταλλαγών και την επιβολή κυρώσεων σε αμερικανικές εταιρείες οι οποίες συνδέονται με τη συμφωνία. Υπενθυμίζεται ότι οι στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών αποκαταστάθηκαν μόλις τον Ιούλιο του 2008, αφού η Κίνα είχε αντιδράσει με διακοπή των στρατιωτικών σχέσεων με τις ΗΠΑ μετά από παράδοση όπλων της τελευταίας στην Taiwan τον Οκτώβρη του 2008.

Ωστόσο, παρά τα προβλήματα στις σχέσεις των δυο χωρών, σε συνάντηση του με μέλη της Γερουσίας ο πρόεδρος Ομπάμα απέκλεισε διακοπή των διμερών εμπορικών σχέσεων, τονίζοντας παράλληλα ότι θα ασκηθούν πιέσεις στην Κίνα, αλλά και σε άλλες χώρες για αμοιβαία διεύρυνση των αγορών.

Η αλληλεξάρτηση των οικονομιών των δυο χωρών, εξάλλου, καθιστά όποια διακοπή των διμερών οικονομικών σχέσεων προβληματική. Συγκεκριμένα, η κινέζικη οικονομία στηρίζεται στις αμερικάνικες επενδύσεις στη χώρα, ενώ η αμερικανική οικονομία αντίστοιχα στα φτηνά εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα. Επιπλέον, η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας έχει εξαγοράσει σημαντικό ποσοστό του αμερικάνικου χρέους, το οποίο υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 800 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009.

Οι ΗΠΑ παραμένουν, όμως, σκεπτικές απέναντι στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία με εξαίρεση το Ιράν, διατηρεί σημαντικές οικονομικές σχέσεις με χώρες όπως η Ρωσία και η Συρία. Επιπλέον, τα 2,3 τρισεκατομμύρια που διαθέτει η Κίνα σε αποθέματα συναλλάγματος της επιτρέπουν να προχωρά σε εξαγορές αμερικανικών εταιρειών, όπως δείχνει και το πρόσφατο παράδειγμα της IBM.

Επιπλέον, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ προσανατολίζονται σε επιβολή κυρώσεων στο Ιράν μέσω του ΟΗΕ, χρειάζεται απαραίτητα την στήριξη της Κίνας, ως μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του οργανισμού με δικαίωμα άσκησης βέτο. Η Κίνα, όμως, δύσκολα θα αποδεχτεί την επιβολή κυρώσεων εξαιτίας των στενών εμπορικών σχέσεών της με το Ιράν. Υπενθυμίζεται ότι η Κίνα εισάγει μεγάλες ποσότητες αργού πετρελαίου από το Ιράν, έχει επενδύσει σημαντικά στους τομείς πετρελαίου και φυσικού αερίου και εξάγει σημαντικές ποσότητες καταναλωτικών προϊόντων στη χώρα.