Τα τελευταία δύο χρόνια, η οικονομία της χώρας της Δυτικής Αφρικής αυξάνεται ταχύτερα σε σχέση με το παρελθόν και τα πράγματα στη Γκάνα έχουν βελτιωθεί αισθητά. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι εισέρχονται στη χώρα, όπως οι κινεζικοί επενδυτές και οι ευρωπαίοι τουρίστες. Δυστυχώς όμως μαζί τους έρχονται κι όσοι ενδιαφέρονται για την πορνεία. Μάλιστα, η σεξουαλική εκμετάλλευση των παιδιών έχει καταστεί ένα σοβαρό πρόβλημα με πολύ μεγάλες διαστάσεις. Παιδιά αγοράζονται και πωλούνται από δίκτυα πορνείας και μένουν εκτεθειμένα στην ωμή βία των μεγάλων περισσότερο από ποτέ.

Ads

Ο George Oppong, επικεφαλής του τμήματος της Γκάνα για τη ΜΚΟ Defense for Children International (DCI) υποστηρίζει ότι κανείς δεν ξέρει πόσα παιδιά προωθούνται σήμερα εκεί, αν και υπολογίζει ότι ο αριθμός κυμαίνεται μεταξύ 100.000 και 200.000. Τα πιο μικρά είναι μόλις εννέα χρονών.Ένα από αυτά τα παιδιά είναι και η Μέλφια, που κάθε βράδυ πηγαίνει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου όπου οι κουρτίνες είναι πάντα κλειστές. Είναι 13 ετών, ζει σε μια παραγκούπολη στο Kumasi, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Γκάνα και τα τελευταία τρία χρόνια, την έχουν αναγκάσει να εργάζεται σαν «σκλάβα του σεξ».

Η Μέλφια έρχεται σε επαφή με πάνω από πέντε άνδρες κάθε βράδυ, από εργάτες, επιχειρηματίες, αστυνομικούς μέχρι και τουρίστες. Δεν γνωρίζει καν τα ονόματα των περισσότερων πελατών της. Αυτό που ξέρει είναι ότι οι «obronis», δηλαδή οι λευκοί, πληρώνουν περισσότερο από τους ντόπιους. «Χωρίς τους ξένους, η παιδική πορνεία δεν θα ήταν το ίδιο επικερδής», αναφέρει στο Spiegel ο Martin Opoku Sekyere, ο οποίος εργάζεται ως εθελοντής για την καταπολέμηση της παιδικής πορνείας στο Kumasi.

Η Μέλφια ήταν μόλις 10 ετών όταν επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο στο χωριό της. Προορισμός δεν υπήρχε και τυχαία βρέθηκε στο Kumasi που βρίσκεται μόλις μια ώρα μακριά. Θα μπορούσε να είχε πάει οπουδήποτε. Ο μοναδικός στόχος της ήταν να βγάλει χρήματα κάπου, με οποιονδήποτε τρόπο. Στο αγρόκτημα των γονιών της δεν υπήρχε ποτέ αρκετό φαγητό για αυτήν και τα 12 αδέλφια της. Παρακολούθησε το δημοτικό σχολείο στην πόλη της, με το φίλο της μεγαλύτερης αδελφής της να χρηματοδοτεί τα καθημερινά της έξοδα. Αλλά όταν πήγε στην Ευρώπη, δεν υπήρχαν περισσότερα χρήματα. Η Μέλφια δεν μπορούσε καν να διαβάσει εκείνη την περίοδο και αντί να συνεχίσει να πηγαίνει στο σχολείο, κατευθύνθηκε προς το Kumasi.

Ads

Σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή της συναντήθηκε με έναν νεαρό άνδρα, με το όνομα Αλί. Λίγες ώρες αργότερα, κοιμήθηκε μαζί του και ήταν η πρώτη της φορά. Ο Αλί της πρότεινε να βγάλει χρήματα από το σεξ, αλλά εκείνη αρνήθηκε, καθώς ο πόνος ήταν αφόρητος όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε δημοσίευμα του Spiegel. Σύντομα είδε όμως τα τελευταία της χρήματα να τελειώνουν. Τότε ο Αλί της μίλησε για τους Κινέζους που θα πλήρωναν 25 ευρώ για να κάνουν σεξ με ένα μικρό κορίτσι και δεν άργησε να γίνει ο προαγωγός της.

Σήμερα δεν έχει καμία επαφή με την οικογένεια της και ζει μόνη της στην παραγκούπολη του Asafo Railroad. Μιλάει τη γλώσσα Twi και λίγο αγγλικά, ενώ όλα τα υπάρχοντα της βρίσκονται σε μια μικρή, μαύρη τσάντα: ένα παλιό κινητό τηλέφωνο Nokia με σπασμένη οθόνη, δύο ζευγάρια σαγιονάρες, δύο αλλαξιές ρούχα κι ένα ζευγάρι κάλτσες.

Όλα τα «κέρδη» της εξαφανίζονται αμέσως. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά πηγαίνει στον προαγωγό της, ενώ τα υπόλοιπα τα ξοδεύει για να κάνει ντους, για το καθημερινό γεύμα της και το ενοίκιο για τη μικροσκοπική καλύβα που μοιράζεται με τέσσερα άλλα κορίτσια. «Είναι μια παράνομη επιχείρηση από την οποία επωφελούνται πάρα πολλοί άνθρωποι», λέει ο Sekyere της DCI. Οι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, οι προαγωγοί, οι έμποροι ναρκωτικών και οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί, όλοι κερδίζουν από το γεγονός ότι η Μέλφια και τα άλλα κορίτσια πωλούν το σώμα τους για λίγα ευρώ.

Ο Sekyere πηγαίνει στην παραγκούπολη κάθε μέρα, μιλώντας με τα κορίτσια και προσπαθεί να τα «βγάλει» από το δρόμο. Εάν κάποιο από αυτά αρρωστήσει, το πηγαίνει στο νοσοκομείο, ενώ η DCI καλύπτει σχεδόν όλα τα έξοδα. Ο Sekyere σημειώνει τα ονόματα των κοριτσιών σε ένα σημειωματάριο, καθώς δεν έχουν ταυτότητα ούτε πιστοποιητικό γέννησης, με αποτέλεσμα το σημειωματάριο του Sekyere να είναι μοναδικό έγγραφο όπου τα ονόματα τους είναι καταγεγραμμένα.

«Τα γενέθλιά μου είναι τον Μάϊο», λέει η Μελφία, προσθέτοντας ότι το ιδανικό της δώρο θα ήταν «ένα εισιτήριο λεωφορείου πίσω στη μητέρα μου». Από τότε που εγκατέλειψε το χωριό της δεν καθόλου νέα από την οικογένεια της και δεν έχει μιλήσει καθόλου μαζί της στο τηλέφωνο. Η οικογένειά της πιστεύει ότι πουλάει νερό και καραμέλες στο Kumasi.

Οι συνθήκες διαβίωσης στην παραγκούπολη είναι άθλιες, καθώς ο χώρος που μένουν τα κορίτσια είναι πολύ μικρός ενώ η ζέστη είναι αφόρητη. Το έδαφος στην παραγκούπολη είναι λασπώδες και γεμάτο με πλαστικές σακούλες, μπουκάλια και συσκευασίες τροφίμων. Στην ευρύτερη περιοχή η μυρίζει παντού σκουπίδια, κόπρανα και ψόφια ψάρια που έχουν πετάξει οι ψαράδες.

Παράλληλα, για να κάνει κανείς ντους πρέπει να πληρώσει 20 σεντς για πέντε λεπτά σε έναν χώρο που δεν έχει καν στέγη. «Το ντους, η πώληση ναρκωτικών, η πορνεία, το μίσθωμα για τις βάρκες – όλα οργανώνονται από τα ίδια άτομα», λέει ο Sekyere. Κανείς δεν ξέρει το όνομα του αφεντικού ή τουλάχιστον κανένας δεν τολμάει να το αποκαλύψει, αλλά όσοι συνεργάζονται μαζί του βρίσκονται παντού.

Οι προαγωγοί έχουν ένα ή δύο κορίτσια που δουλεύουν γι΄ αυτούς και συχνά ψάχνουν ξένους πελάτες, καθώς οι ντόπιο πληρώνουν μόνο 5 με 7 ευρώ. Η Μέλφια μπορεί να έχει αρχίσει να έχει την πρώτη της περίοδο αλλά είναι ακόμα παιδί και δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις για τον εαυτό της, αντίθετα ελέγχεται μόνιμα από άλλους, ενώ παράλληλα δεν έχει αρκετή εμπειρία και εκπαίδευση για να φανταστεί μια άλλη ζωή ή ακόμα και να βάλει άλλους στόχους.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι η βία αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής για τα παιδιά που εκδίδονται στο Kumasi. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που τα κορίτσια προτιμούν ξένους πελάτες. Δεν πληρώνουν μόνο περισσότερο, αλλά χτυπούν τα κορίτσια λιγότερο συχνά. Ο Sekyere υποστηρίζει ότι υπάρχουν και πολλά κορίτσια που σκοτώνονται ανά καιρούς, αλλά κανείς δεν μαθαίνει τι ακριβώς τους συνέβη και ποια είναι τα ονόματα τους. Όπως κι όλα τα άλλα, η βία στην παραγκούπολη παραμένει «άτυπη» – σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για κανέναν άλλο. Αυτό ισχύει και για τη Μέλφια και τους φίλους της. Είναι περισσότερο σαν συγκάτοικοι και συνεργάτες.

Κάποιες φορές, ο Sekyere καταφέρνει να πάρει μερικά παιδιά σε ένα τοπικό σχολείο, αλλά τα περισσότερα εξαφανίζονται ξανά. Παρόλο που υπάρχουν μερικά κορίτσια που κατάφεραν να ξεφύγουν και να βρουν μια άλλη δουλειά, συνεχίζουν να αποτελούν εξαίρεση. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του συνίσταται στην παροχή βοήθειας στα κορίτσια στην καθημερινή τους ζωή: διανομή προφυλακτικών, επιμένοντας ότι δεν πρέπει ποτέ να έχουν απροστάτευτο σεξ και να τους εξηγεί τι συμβαίνει με τα χρήματά τους. «Τίποτα δεν θα αλλάξει όσο οι άνθρωποι έχουν 15 παιδιά. Δεν έχουν τους οικονομικούς πόρους για να τα μεγαλώσουν. Σε αυτό πρέπει να εστιάσουμε άμεσα, ώστε να μειωθεί και ο αριθμός των παιδιών που εκδίδονται», κατέληξε ο Sekyere.