Γράφαμε στο προηγούμενο  ότι μια μορφή «ηθικοποίησης» ήταν πάντα μέρος της δυτικής επεκτατικής πολιτικής προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Το πιο προφανές σημάδι του πρόσφατου κοσμοπολίτικου ηθικισμού είναι οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι: η στρατιωτική δύναμη έχει τεθεί στην «υπηρεσία» ηθικών αξιών με τον παράδοξο ισχυρισμό ότι σκοτώνει ανθρώπους για να σώσει την ανθρωπότητα. Αλλά αυτοί οι πόλεμοι αποτελούν σύγχρονη εκδοχή μιας παλιάς παράδοσης.

Ads

Σ΄ όλη την ιστορία οι εξουσίες πρόσθεταν ηθικές αρχές και αξίες στις δολοφονικές τους εκστρατείες. Από τις Αθηναϊκές αγριότητες στη Μήλο και στη Μυτιλήνη μέχρι τις σταυροφορίες, το Κόσοβο και το Ιράκ, βασιλιάδες και στρατηγοί παρουσιάζουν τους πόλεμους ηθικά δικαιολογημένους. Όπως έγραφε ο ποιητής Γουίνταμ Λιούις «μα ποιος πόλεμος που έγινε ποτέ ήταν άδικος, εκτός βέβαια από αυτόν που κάνει ο εχθρός μας;».

Η θεωρία του «δίκαιου πολέμου» δημιουργήθηκε από την Καθολική Εκκλησία στην προσπάθειά της να υπηρετήσει τον Καίσαρα χωρίς να εγκαταλείψει εντελώς τις υποχρεώσεις της στο Θεό. Ο δίκαιος πόλεμος αποσκοπεί να αποκαταστήσει την παραβιασμένη ηθική τάξη. Κατά τους δυτικούς θεολόγους πρέπει να είναι το ύστατο μέσο, να κηρύσσεται από νόμιμη εξουσία και να έχει δίκαιο σκοπό. Ένας πόλεμος είναι δίκαιος αν είναι αμυντικός ή γίνεται για να αποκαταστήσει μια μεγάλη αδικία ή κατοχή περιοχών από εχθρούς. Η μεσαιωνική πολιτική θεολογία ασχολήθηκε με τη δικαιοσύνη του πόλεμου (jus ad bello) χωρίς να νοιάζεται για τα μέσα. Το ιερό καθήκον τιμωρίας των άπιστων και των αμαρτωλών δικαιολόγησε την άμετρη βία των σταυροφοριών, τις γενοκτονίες των Ινδιάνων και των ιθαγενών και, αργότερα, τις αγριότητες των θρησκευτικών πολέμων, στους οποίους και οι δύο πλευρές μάχονταν στο όνομα της «αληθινής» πίστης.

Η κατάρρευση της φεουδαρχίας και η εμφάνιση του «Ευρωπαϊκού Δημόσιου Δικαίου» τον 17ο αιώνα έκανε τον πόλεμο αντικείμενο νομικής ρύθμισης. Οι θεολόγοι όριζαν το δίκαιο των πολεμικών σκοπών από τη σκοπιά του «παντεπόπτη» Θεού. Οι νομικοί θεωρούν συχνά τον εαυτό τους ως ένα ιερατείο. Αλλά οι περισσότεροι δεν ισχυρίζονται ότι διαθέτουν θεϊκή παντογνωσία – υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις όπως βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Το δίκαιο του πολέμου έτσι εγκατάλειψε την προσπάθεια ορισμού των «δίκαιων» σκοπών του πολέμου. Μετά της Συνθήκη της Βεστφαλίας, ο πόλεμος ανάμεσα σε δύο Ευρωπαίους βασιλιάδες ήταν αυτόματα δίκαιος επειδή οι αντιμαχόμενοι ήταν τυπικά ισότιμοι ηγεμόνες και είχαν την εξουσία να αρχίζουν πολέμους.

Ads

Οι νομικοί επικεντρώθηκαν στη δημιουργία ενός δίκαιου του πόλεμου (jus in bello), δηλαδή νομικών κανόνων που ρυθμίζουν τη διεξαγωγή του – τα όπλα, τους στόχους, την αντιμετώπιση των αμάχων και των ομήρων – βέβαια χωρίς να επιβαρύνουν υπερβολικά τους εμπόλεμους. Αυτή η στοιχειώδης ρύθμιση του πόλεμου μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων στηρίχτηκε σε δύο εξαιρέσεις. Στον πόλεμο εναντίον των «βαρβάρων» έξω από την Ευρώπη το jus in bello δεν ίσχυε. Έτσι ο Νέος Κόσμος έγινε πεδίο εκτεταμένης άσκησης της ευρωπαϊκής βαρβαρότητας. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε η έννοια του «εσωτερικού εχθρού»,  πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αμφισβητούν την κοινωνικο-πολιτική τάξη. Αυτοί μιας και δεν διαθέτουν κρατική υπόσταση δεν μπορούν να επικαλεστούν το διεθνές δίκαιο. Αντιμετωπίζονται ως ληστές, συμμορίτες, υπάνθρωποι. Η αντιμετώπιση του εσωτερικού «εχθρού» είναι συχνά πιο βάναυση από εκείνη του εξωτερικού. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό βέβαια όλοι οι εχθροί είναι εν δυνάμει εσωτερικοί. Ο πόλεμος στο Αφγανιστάν εμφανίστηκε ως μέρος της παγκόσμιας αποστολής κατά της τρομοκρατίας στην οποία στρατός και αστυνομικής δυνάμεις καταστολής συμμετέχουν ισότιμα.

Οι νεωτερικοί πόλεμοι οδήγησαν στην αναγνώριση της κρατικής κυριαρχίας και αποτελούν την ανώτατη της έκφραση. Ο πόλεμος είναι πατέρας κρατών και νόμων, η στιγμή που ο κυρίαρχος δείχνει τη μεγαλοπρέπεια και παντοδυναμία του. Η βία είναι θαμμένη στα θεμέλια του δίκαιου και περιοδικά επιστρέφει σαν ένα φάντασμα που απαιτεί το αίμα του.

Από τον δίκαιο πόλεμο στην «ευθύνη προστασίας» (R2P)

Η δίκη της Νυρεμβέργης εισήγαγε την αρχή ότι ο επιθετικός πόλεμος αποτελεί έγκλημα. Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών επιτρέπει τον αμυντικό πόλεμο και εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο Ασφαλείας να επιβάλλει στρατιωτικές και άλλες κυρώσεις για τη διατήρηση της ειρήνης. Τα επιχειρήματα περί του δίκαιου πολέμου είχαν περάσει από τους ιερείς στους νομικούς. Αλλά η έμφαση άλλαξε πάλι από τα δίκαια και νόμιμα μέσα στους ηθικούς και δίκαιους σκοπούς του πολέμου. Ο ΟΗΕ ενσωμάτωσε ένα νέο είδος ηθικής στο δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν όμως γάμος με το ζόρι. Η μεταπολεμική τάξη διακήρυττε την πίστη της στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά σχιζοφρενικά ενίσχυσε και το απαραβίαστο της κυριαρχίας με την αρχή της μη επέμβασης στα εσωτερικά των κρατών.

Η προσπάθεια δημιουργίας νομικού ορισμού του δίκαιου πολέμου απέτυχε και πάλι. Μετά την πτώση του κομμουνισμού όμως τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ανθρωπισμός έγιναν κυρίαρχη ιδεολογία ηθικο-θρησκευτικής μορφής. Έτσι εμφανίστηκε η καινοτόμα ιδέα του «ανθρωπιστικού πολέμου». Η παρέμβαση του ΟΗΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη πραγματοποιήθηκε με εξουσιοδότηση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όπως επιβάλλει το Κεφάλαιο 7 του Καταστατικού τους. Ο βομβαρδισμός του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο και τη Γιουγκοσλαβία το 1999 ήταν παράνομος όμως γιατί το Συμβούλιο δεν εξουσιοδότησε την επέμβαση με βέτο της Γαλλίας και της Ρωσίας. Ο Μιλόσεβιτς ήταν υπεύθυνος για πολλές φρικαλεότητες και  την εθνοκάθαρση των Αλβανών του Κόσοβο. Αλλά και οι σύμμαχοι βομβάρδισαν συστηματικά το Βελιγράδι μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα για πρώτη φορά μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν η πιο εκτεταμένη χρήση στρατιωτικής δύναμης για «ανθρωπιστικούς» σκοπούς χωρίς άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η «ηθική» επανεισάχθηκε στον πόλεμο μονομερώς.

Μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνησε μια μεγάλη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας νέας θεωρίας του δίκαιου πολέμου. Ποιος είναι ο ρόλος της ηθικής στο δίκαιο; Το μεγάλο καύχημα του νεωτερικού δικαίου είναι ακριβώς ο αποκλεισμός της ηθικής από τις λειτουργίες της. Οι καταστροφικοί θρησκευτικοί πόλεμοι, ο σχετικισμός των αξιών σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία και ο φόβος του μηδενισμού σήμαιναν ότι το σύγχρονο δίκαιο θεωρεί τον εαυτό του ουδέτερο. Η ηθική, η ιδεολογία ή οι πολιτικές προτιμήσεις πρέπει να αποφεύγονται. Έτσι το δίκαιο μετατρέπει τις κοινωνικές συγκρούσεις σε τεχνικά ζητήματα σχετικά με την έννοια των κανόνων και τα αναθέτει για επίλυση στους εμπειρογνώμονες, τους δικηγόρους και τους δικαστές. Αλλά όπως γνωρίζουμε, οι αξίες και ιδεολογίες δεν είναι δυνατό να αποκλειστούν. Εμφανίζονται είτε ανοικτά – όπως είδαμε σε πολλές αποφάσεις του ΣΤΕ στην διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ – είτε έμμεσα όταν οι ιδεολογικές προτιμήσεις των δικαστών αποκρύπτονται κάτω από διαβλητά νομικά επιχειρήματα. Αυτή η αμφίθυμη σχέση πολιτικής και δίκαιου εμπόδιζε την προσπάθεια ορισμού των «ανθρωπιστικών πολέμων» μετά το Κόσοβο.

Οι δυτικοί διεθνολόγοι συμφώνησαν ότι ο πόλεμος στο Κόσοβο και η χρήση βίας ήταν σοβαρή παρανομία, αλλά είχε ηθική δικαιολόγηση. Ο πόλεμος ήταν παράνομος αλλά ηθικός. Αλλά αυτή ήταν μοναδική περίπτωση, δεν δημιούργησε προηγούμενο. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο υποτιθέμενος κληρονόμος του Καντ, αηδίασε. Το Κόσοβο έδειξε τον δρόμο προς τα εμπρός υποστηρίζοντας τα καθολικά δικαιώματα και ωθώντας το διεθνές δίκαιο προς την κοσμοπολίτικη φάση του. Για τους νομικούς, η προσθήκη της ηθικής σώζει την πολιτική από το (ανεπαρκές) δίκαιο. Για τον Χάμπερμας, το δίκαιο σώζει την πολιτική από την (δυνητικά προβληματική) ηθικοποίηση.

Μετά από αυτό το αδιέξοδο, μια Διεθνής Επιτροπή για την Παρέμβαση και την Κυριαρχία του Κράτους κατέληξε το 2001 ότι τα κράτη έχουν «ευθύνη να προστατεύσουν» τον πληθυσμό τους και η διεθνής κοινότητα πρέπει να τα βοηθήσει. Η «ευθύνη προστασίας», το R2P όπως έγινε γνωστό, υιοθετήθηκε τελικά από την Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ το 2005 και έγινε η τελευταία έκδοση του δόγματος δίκαιου πολέμου. Εάν ένα κράτος δεν προστατεύει τον πληθυσμό του από γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και εθνοκάθαρση, η διεθνής κοινότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει κυρώσεις και στρατιωτική επέμβαση ως έσχατη λύση. Ωστόσο, η χρήση βίας πρέπει να εξουσιοδοτείται από το Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως συνέβαινε πάντα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας με το ενσωματωμένο βέτο των πέντε μόνιμων μελών πρέπει να επιτρέψει την επέμβαση.

Το 2011, το Συμβούλιο Ασφαλείας ενέκρινε για πρώτη φορά στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη χρησιμοποιώντας ορολογία R2P. Ζήτησε άμεσο τερματισμό των επιθέσεων εναντίον αμάχων και εξουσιοδότησε τα κράτη μέλη να λάβουν “όλα τα απαραίτητα μέτρα” για την προστασία των αμάχων, αλλά απέρριψε ρητά την αλλαγή καθεστώτος. Δεν θα υπήρχαν μπότες στο έδαφος, ούτε ξένη κατοχική δύναμη. Η «ανθρωπιστική» επέμβαση στην Λιβύη ήταν η πρώτη χρήση του νέου θεσμού. Παρά τις αντίθετες εντολές του Συμβουλίου Ασφαλείας όμως, ο βομβαρδισμός του ΝΑΤΟ γρήγορα έγινε υποστήριξη των αντικυβερνητικών δυνάμεων. Η επέμβαση  αντί να σώσει τους αμάχους  βοήθησε την ανατροπή του καθεστώτος και το σημερινό χάος.  Μετά απ’ αυτό το Συμβούλιο Ασφαλείας απέρριψε πανηγυρικά το αίτημα των Δυτικών για «ανθρωπιστική» επέμβαση στην Συρία. Η Ρωσία και η Κίνα άσκησαν βέτο στο ψήφισμα για τη χρήση βίας στη Συρία υποστηρίζοντας ότι  οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν προσχηματικά το R2P για «αλλαγή καθεστώτος» στη Λιβύη.

Η επίθεση στις ΗΠΑ στις 9 Σεπτεμβρίου πριν είκοσι χρόνια ήταν η αρχή μιας περιόδου που συνδύασε την «νέα παγκόσμια τάξη» με τον «πόλεμο κατά του τρόμου». Με την πτώση της Καμπούλ μπήκε μια άνω τελεία στον πόλεμο και ξεκίνησε μια νέα περίοδος στην νέα παγκόσμια τάξη  που ανακοινώθηκε μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989.  Η μεταμοντέρνα εκδοχή του δίκαιου πολέμου έληξε πριν καλά-καλά αρχίσει. Όπως δείχνει και η συμφωνία AUKUS της Αγγλοσφαίρας οι προσχηματικές «ηθικές» και συμμαχικές αρχές παραμερίστηκαν από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Όπως σε όλη την ιστορία επιθετικά ή υποκριτικά το συμφέρον υπερισχύει της ηθικής.