Η επιδείνωση του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος και η διένεξη με τις ΗΠΑ επιδρούν αρνητικά στην κινεζική οικονομία, τη δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, γεγονός που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους και απειλούν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Όπως υποστηρίζουν μάλιστα οι αξιωματούχοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αν η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας συνεχιστεί θα έχει «αρνητικές συνέπειες για τους εμπορικούς εταίρους και τις τιμές των πρώτων υλών παγκοσμίως».

Ads

Γι’ αυτό και την περασμένη Τρίτη, ο Κινέζος πρωθυπουργός παρουσίασε μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας το 2019 ύψους 298 δισ. δολαρίων, κυρίως μέσω της μείωσης του ΦΠΑ και της αύξησης των επενδύσεων σε τοπικό επίπεδο.

Ο Λι Κετσιάνγκ έθεσε νέες συντεταγμένες στην οικονομική πολιτική, κατά την ετήσια Κινεζική Λαϊκή Εθνοσυνέλευση, παρουσία 3.000 αντιπροσώπων. Αναγκάστηκε, λόγω της πίεσης, να διορθώσει προς τα κάτω τους αναπτυξιακούς στόχους για την τρέχουσα χρονιά. «Οι στόχοι για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας ορίστηκαν ως εξής: Αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ του 6% και 6,5%, περισσότερες από 11 εκ. θέσεις εργασίας στα αστικά κέντρα, περιορισμός της ανεργίας στα αστικά κέντρα μεταξύ 4,5% και 5,5% καθώς και αύξηση του επιπέδου τιμών κατά περίπου 3%» τόνισε στην ομιλία του, υπογραμμίζοντας ότι η κινεζική οικονομική ανάπτυξη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα «δύσκολο και πολύπλοκο περιβάλλον» καθώς και σημαντικό αριθμό «κινδύνων και προκλήσεων».

Για να στηρίξει την κινεζική οικονομία ώστε να ανταπεξέλθει στις διεθνείς προκλήσεις, ο Λι Κετσιάνγκ ανακοίνωσε πακέτο μέτρων και για φοροαπαλλαγές: «Θα προχωρήσουμε σε γενναίες μειώσεις φόρων σε πολλά επίπεδα έτσι ώστε να μειωθούν τα βάρη που επωμίζονται σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα θα προχωρήσουμε σε αλλαγή του ΦΠΑ από 16% που είναι σήμερα στο 13%».

Ads

Το μαύρο κουτί των δεδομένων

Στην πραγματικότητα όμως το πρόβλημα είναι ακόμη πιο σύνθετο, καθώς η ακρίβεια των επίσημων στατιστικών στοιχείων για την ανάπτυξη της Κίνας αμφισβητείται και πάλι. Την ίδια ώρα που ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε τα μέτρα και παρουσίαζε τα στοιχεία, μία μελέτη τεσσάρων Αμερικανών ακαδημαϊκών οικονομολόγων του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ και του Πανεπιστημίου του Σικάγου, την οποία δημοσίευσε το αμερικανικό ινστιτούτο Brooking, τινάζει στον αέρα την επίσημη εικόνα.

Αμφιβολίες για την ακρίβεια των κινεζικών επίσημων στατιστικών στοιχείων εκφράζονται εδώ και χρόνια, ωστόσο τα νέα δεδομένα που παρουσίασαν οι Κινέζοι οικονομολόγοι ενισχύουν την ήδη έντονη ανησυχία πως η κινεζική οικονομία επιβραδύνεται σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο αναγνωρίζει η κινεζική κυβέρνηση, ενώ το μέγεθός της είναι κατά περίπου 12% μικρότερο απ’ αυτό που αναφέρει επίσημα το Πεκίνο.

Στη μελέτη του Brookings, όπως αναφέρει και το Foreignpolicy, αναλύονται τα στοιχεία για το ΑΕΠ της Κίνας μεταξύ 2008 και 2016. Το βασικό συμπέρασμα είναι πως στα επίσημα κινεζικά στατιστικά στοιχεία υπερεκτιμάται το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας κατά μέσον όρο κατά 1,7 ποσοστιαία μονάδα μεταξύ 2008 και 2016.

Το αποτέλεσμα είναι ότι στα τέλη του 2016 το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας ήταν κατά 12% μικρότερο από ό,τι δήλωνε το Πεκίνο. Το ίδιο χρονικό διάστημα το κινεζικό πραγματικό ΑΕΠ (υπολογίζεται η επίπτωση του πληθωρισμού) ήταν κατά μέσον όρο 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο τον χρόνο. Ωστόσο ο Μάικλ Ζενγκ Σονγκ, καθηγητής Οικονομικών στο Κινεζικό Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, διευκρινίζει πως η εκτίμηση για το πραγματικό ΑΕΠ δεν είναι τόσο ασφαλής όσο η εκτίμηση για το ονομαστικό ΑΕΠ. Οι κινεζικές αρχές φαίνεται ότι υπερεκτιμούν ιδίως τη συνεισφορά των επενδύσεων και της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ, ενώ οι εκτιμήσεις τους για τη συνεισφορά της κατανάλωσης και του κλάδου των υπηρεσιών φαίνεται πως είναι πολύ πιο ακριβείς. Στη μελέτη δεν υπάρχει εκτίμηση για τον ρυθμό ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας το 2018 (σύμφωνα με το Πεκίνο ήταν 6,6%) ούτε για το επίπεδο του ΑΕΠ. Αν υποθέσει κανείς πως οι κινεζικές αρχές υπερεκτίμησαν το ΑΕΠ του 2018 στον ίδιο βαθμό που το είχαν κάνει το 2016, τότε το 2018 ήταν κατά 1,6 τρισ. δολάρια χαμηλότερο από το επίσημο που ήταν 13,42 τρισ. δολάρια.

Σύμφωνα με τον Σονγκ και τον Τσανγκ Τάι Χσιε του Πανεπιστημίου του Σικάγου, επίσης εκ των συγγραφέων της μελέτης, το πρόβλημα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως οι κινεζικές επαρχίες υπερεκτιμούν τα στοιχεία για την ανάπτυξη, τα οποία αποστέλλουν στην κινεζική στατιστική υπηρεσία (NBS). Αιτία για αυτή την τακτική είναι πως η κεντρική κυβάρνηση αξιολογεί τις τοπικές κυβερνήσεις ανάλογα με το κατά πόσον επιτυγχάνουν αριθμητικούς στόχους, γεγονός που έχει καταστήσει τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ πολύ σημαντικό πολιτικό στόχο. «Από τη στιγμή που οι τοπικές κυβερνήσεις ανταμείβονται για την επίτευξη του ρυθμού ανάπτυξης και επενδύσεων, έχουν κίνητρο να διαστρεβλώνουν τα τοπικά στοιχεία», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης. Επί χρόνια το άθροισμα του ΑΕΠ που αναφέρουν οι κινεζικές υπηρεσίες είναι υψηλότερο από το εθνικό ΑΕΠ, σαφές σημάδι υπερεκτίμησης του ΑΕΠ σε τοπικό επίπεδο.

Το Πεκίνο, από την πλευρά του, μετά τη δημοσιοποίηση της μελέτης και το θόρυβο που προκάλεσε, επιχείρησε να κατευνάσει τις σχετικές ανησυχίες και να υπερασπιστεί τα στατιστικά στοιχεία του. «Το λογιστικό σύστημα που εφαρμόζουμε είναι σύμφωνο με τις διεθνείς προδιαγραφές και τα στοιχεία μας για το ΑΕΠ της Κίνας είναι επιστημονικά, αξιόπιστα και συγκρίσιμα σε διεθνές επίπεδο», σχολίασε ο Νινγκ Ζίζε, επικεφαλής της στατιστικής υπηρεσίας της Κίνας.

image

Πετάει η οικονομία; πετάει

Η αμφισβήτηση των επίσημων στοιχείων που παρουσιάζει η κινεζική κυβέρνηση κρατάει χρόνια. Το 2015 ο Έρικ Μπρίτον, από την ανεξάρτητη ερευνητική εταιρία Fathom Consulting, που εδρεύει στο Λονδίνο και που έχει πολλές φορές επικρίνει δημόσια τα επίσημα κινεζικά στοιχεία, υποστήριξε πως «οι αριθμοί είναι φανταστικοί, δεν υπάρχει περίπτωση αυτοί οι αριθμοί να είναι ούτε καν κοντά στην πραγματικότητα». Αφορμή υπήρξε η ανακοίνωση και τότε από το Πεκίνο των επίσημων στατιστικών στοιχείων που, σύμφωνα με τα οποία ο ρυθμός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας ήταν αμετάβλητος στο 7,0% τα δύο πρώτα τρίμηνα του έτους.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας είναι οι μισοί από αυτούς που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, ή ίσως και ακόμα χαμηλότεροι, λέγανε οι ξένοι επενδυτές και αναλυτές, διερωτώμενοι πως το μέγεθος και οι επιδόσεις της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου μπορεί να μετρηθεί τόσο γρήγορα και με ακρίβεια.

Ένα βασικό ερώτημα ήταν πώς μια αναπτυσσόμενη χώρα 1,4 δισεκ. ανθρώπων μπορεί να δημοσιεύει τα τριμηνιαία στοιχεία για το ΑΕΠ εβδομάδες πριν γίνουν γνωστά τα προκαταρκτικά στοιχεία αναπτυγμένων οικονομιών όπως οι ΗΠΑ, η ευρωζώνη και η Βρετανία και στη συνέχεια να προχωρεί σε πολύ μικρές αναθεωρήσεις.

«Προφανώς κανείς δεν πιστεύει τα στοιχεία» είπε ο Σούσιλ Βαντβάνι, πρώην μέλος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας και ιδρυτής της Wadhwani Asset Management LLP ενώ η εθνική στατιστική αρχή της Κίνας δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Reuters να κάνει κάποιο σχόλιο για την ακρίβεια των στοιχείων του ΑΕΠ και την ταχύτητα με την οποία αυτά ανακοινώνονται.

Ένα οικονομικό θαύμα κάθε άλλο παρά θαύμα

Σε άρθρο τους οι αγγλικοί Times εξηγούν όχι μόνο γιατί το περίφημο κινεζικό οικονομικό θαύμα κάθε άλλο παρά θαύμα είναι, αλλά και την γενικευμένη απάτη των στατιστικών του διεθνούς εμπορίου.

Σύμφωνα με τον αρθρογράφο και εμπειρογνώμονα Ed Conwayόλα τα συμπεράσματα βασίζονται σε στατιστικά στοιχεία των εθνών-κρατών, που στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι παραπλανητικά γιατί οι ροές κεφαλαίων και εμπορευμάτων δεν ελέγχονται ουσιαστικά από τα έθνη-κράτη, και οι υπερεθνικές/πολυεθνικές επιχειρήσεις μπορούν και κάνουν παρόμοιες ροές με τις θυγατρικές τους, που δεν φαίνονται στα εθνικά στατιστικά στοιχεία, τα οποία είναι επομένως…της πλάκας.

Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, αυτές οι πανταχού παρούσες «made in China» ετικέτες έχουν τροφοδοτήσει έναν από τους μεγάλους μύθους της σύγχρονης οικονομίας. Παράλληλα με τις επίσημες στατιστικές εμπορίου, που απεικονίζουν την Κίνα ως τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο εξαγωγέα στον κόσμο, οδήγησαν στην αντίληψη ότι η χώρα ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στον κόσμο.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, μάλλον δεν είναι τόσο απλή. Και χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα το συγκεκριμένο smartphone. Ναι, μπορεί να έχει συναρμολογηθεί στην Κίνα, αλλά η πραγματική τεχνολογική μαγεία, όπως η οθόνη, ο επεξεργαστής, η μπαταρία και τα τσιπ αποθήκευσης, πιθανότατα έχουν φτιαχτεί αλλού. Στην πραγματικότητα, μια μελέτη πριν από μερικά χρόνια έδειξε ότι μόνο το 5% της εμπορικής αξίας ενός iPhone ή ενός smartphone της Nokia οφειλόταν στην Κίνα. Το υπόλοιπο 95% προερχόταν από αμερικανικές, ευρωπαϊκές, κορεατικές και ιαπωνικές εταιρείες που τα σχεδίασαν και κατασκεύασαν το εσωτερικό τους.

Και καταλήγει, πως, ναι, η ιλιγγιώδης οικονομική άνοδος της χώρας είναι πράγματι αξιοθαύμαστη, αλλά όχι τόσο αξιοσημείωτη όσο φαίνεται και παρουσιάζεται.