Η Φιλιππινέζα δημοσιογράφος Μαρία Ρέσσα, πρώην ανταποκρίτρια του «CNN» στη Νοτιοανατολική Ασία, δημιούργησε την ανεξάρτητη ειδησεογραφική ιστοσελίδα «Rappler», για να διερευνήσει τον απολυταρχισμό του Προέδρου Ροντρίγκο Ντουτέρτε, του οποίου ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών έχει στοιχίσει χιλιάδες ζωές. Η Ρέσσα αποτελεί σταθερά τον στόχο της κυβέρνησης, ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια χώρα, όπου οι δολοφονίες δημοσιογράφων είναι συχνές.

Ads

Το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε στις 8 Οκτωβρίου, σε αυτήν, καθώς και στον αρχισυντάκτη της ρωσικής ανεξάρτητης εφημερίδας «Νόβαγια Γκαζέτα», Ντμίτρι Μουράτοφ. Σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Le Monde», αναφέρεται στις απειλές σε βάρος των πολιτικών ακτιβιστών των Φιλιππίνων και τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τις δημοκρατίες.

Πώς μάθατε ότι κερδίσατε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης;

Σε μία διαδικτυακή διάσκεψη με δύο άλλους ειδησεογραφικούς ιστότοπους, έναν μαλαισιανό και έναν ινδονησιακό, συζητούσαμε για τον τρόπο επιβίωσης των ανεξάρτητων ΜΜΕ στις χώρες μας. Είδα, λοιπόν, το τηλέφωνό μου να δονείται δίπλα στον υπολογιστή. Είδα ότι επρόκειτο για κλήση από τη Νορβηγία, έκλεισα το μικρόφωνο του υπολογιστή και απάντησα στο τηλέφωνο.

Ads

Ο επικεφαλής της Επιτροπής, Όλαφ Νίελσταντ, μου είπε ότι θα λάβω το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης με ένα άλλο άτομο, το όνομα του οποίου δεν μπορούσε να μου πει, διότι δεν είχε ακόμη ειδοποιηθεί. Ήταν εντελώς τρελό, συγκλονίστηκα. Και πρόσθεσε στη συνέχεια: «Δεν πρέπει να μιλήσετε για αυτό πριν από την επίσημη ανακοίνωση». Έπρεπε να κρατήσω ένα τέτοιο μυστικό, τι μαρτύριο! Κατάπια τα συναισθήματά μου, επανενεργοποίησα το μικρόφωνό μου και συνέχισα τη συζήτηση της διάσκεψης έως την ανακοίνωση. Ήταν ένα πραγματικό σοκ, για μένα, για τη «Rappler».

Γιατί νομίζετε ότι η Επιτροπή Νόμπελ επέλεξε εσάς και τον Ντμίτρι Μουράτοφ;

Αυτό είναι ένα βραβείο για δημοσιογράφους σε χώρες όπου δέχονται επίθεση. Και, ταυτόχρονα, την τελευταία φορά, όπου δημοσιογράφος έλαβε αυτό το βραβείο, ήταν χειρότερο γι’ αυτόν. Δεν ξέρω εάν το σκέφτηκε αυτό η Επιτροπή. Ήταν το 1936, ο Καρλ φον Οσιέτσκι, ο οποίος είχε καταγγείλει τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης (πέθανε από φυματίωση το 1938 στη φυλακή). Αυτό συνέβη πριν από 85 χρόνια.

Για μένα, η σημαντικότερη πλευρά αυτού του βραβείου είναι ότι απευθύνεται σε όλους τους δημοσιογράφους που ζουν υπό πίεση, είτε στις Φιλιππίνες, είτε αλλού. Χθες, ξεκίνησα τη μέρα μου με μία συνάντηση με δημοσιογράφους της Βενεζουέλας. Βρίσκονται ακόμη χαμηλότερα από εμάς στην κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου, και αισθάνθηκαν συγκινημένοι που έλαβα αυτό το βραβείο.

Οι συνάδελφοι απο την Ινδία το βρήκαν λογικό.

Ποιος είναι ο κίνδυνος να είσαι δημοσιογράφος στις Φιλιππίνες σήμερα;

Στη χώρα μου, είμαι μεταξύ των τυχερών. Πέρασα ένα μέρος της καριέρας μου στο εξωτερικό, πέρασα μία δεκαετία καλύπτοντας την Ινδονησία (για το CNN) και την υπόλοιπη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτό με κάνει, συνεπώς, να μη ζω στη σκιά, έχω βοήθεια. Η προβολή με προστάτευσε, όταν φοβόμουν, όταν ήμουν πιο ευάλωτη. Αλλά, από την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση του Ντουτέρτε (από το 2016), τουλάχιστον 19  δημοσιογράφοι έχουν πυροβοληθεί στις Φιλιππίνες και, αν δεν κάνω λάθος, 63 δικηγόροι.

Και πόσοι απλοί πολίτες στον πόλεμο κατά των ναρκωτικών; Ήταν εξαιρετικά αιματηρό, όπως είχε υποσχεθεί ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε κατά την προεκλογική του εκστρατεία. Τα ξημερώματα μιας Κυριακής του Μαρτίου του τρέχοντος έτους, η αστυνομία πυροβόλησε εννέα ακτιβιστές στην περιοχή Καλαμπαρζόν, αλλά δεν μιλούμε πολύ για αυτό. Είμαι πολύ τυχερή, το ξέρω, αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο μιλώ όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτήν την ευκαιρία μου έδωσε η Επιτροπή Νόμπελ, και θέλω να την χρησιμοποιώ, όταν είναι χρήσιμο.

Λέτε ότι πέρα από αυτές τις απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας, ένας από τους σημαντικότερους κινδύνους είναι αυτός της παραπληροφόρησης…

Η δημοκρατία απειλείται σήμερα και, πέραν αυτού, η ίδια η ιδέα της αλήθειας, τα γεγονότα, αμφισβητούνται. Παντού, η τεχνολογία έχει διαταράξει το οικοσύστημα πληροφοριών. Το επαναλαμβάνω, διότι το έζησα. Η τεχνολογία έχει φέρει τα πάνω κάτω. Έχει κάνει τα γεγονότα αμφισβητήσιμα, έχει θέσει υπό αμφισβήτηση την πραγματικότητα που μοιραζόμαστε. Έχουμε μπει στην εποχή του ψηφιακού αυταρχισμού.

Κάποιοι ήρθαν στην εξουσία εξαιτίας αυτού, άλλοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους με αυτά τα εργαλεία, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις ψευδείς ειδήσεις, είτε στη χώρα μου, είτε με τον Μαδούρο, στη Βενεζουέλα, και τον Ερντογάν, στην Τουρκία.

Σε αυτό το πλαίσιο, κατέστη πολύ δυσκολότερο για τους δημοσιογράφους να διατηρήσουν την αξιοπιστία τους, να θέσουν την εξουσία ενώπιον των ευθυνών της. Αυτό που η Επιτροπή Νόμπελ είχε, επίσης, κατά νου – όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ – είναι η ελευθερία έκφρασης, η οποία είναι απαραίτητη για την πολιτική ελευθερία.

Πιστεύετε ότι η εστίαση του Facebook και άλλων μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε περιεχόμενο, που θα προσελκύει την προσοχή και, επομένως, το κέρδος, σε βάρος της αλήθειας, θα φτάσει στο σημείο να απειλήσει τα πολιτικά συστήματα;

Οι δημοσιογράφοι είναι οι προστάτες των γεγονότων. Όπως πριν από 85 χρόνια, ο ίδιος κόσμος βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, το δημοκρατικό σύστημα απειλείται. Οι φασίστες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα ήρθαν ως επί το πλείστον στην εξουσία από το λαό, εκμεταλλευόμενοι την τεχνολογία και την προπαγάνδα της εποχής.

Στη χώρα μου, δεν θα μπορούσαμε να υποστούμε την ανατροπή της παρούσης εξουσίας χωρίς αυτήν την επικίνδυνη δυναμική. Είναι μία κατανομή των ψεμάτων με τη δύναμη του αλγορίθμου, μία ύπουλη χειραγώγηση της ανθρώπινης προσοχής, των συναισθημάτων μας, με στόχο τη δημιουργία εναλλακτικών πραγματικοτήτων, που μας κάνουν να διαλύουμε ο ένας τον άλλον.

Αυτό το εργαλείο χρησιμοποιείται από την εξουσία ως αντικείμενο εκμετάλλευσης. Φοβάμαι ότι αυτό θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο στον κόσμο και ότι για εμάς, τους δημοσιογράφους, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο στο μέλλον να εκπληρώσουμε την αποστολή μας.

Η πληροφοριοδότης Φράνσις Χάουγκεν μόλις κατήγγειλε αυτόν τον απολυταρχισμό ενώπιον του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Υπάρχει ευαισθητοποίηση, αλλά είναι δυνατόν, κατά τη γνώμη σας, να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα;

Πολλοί πληροφοριοδότες έχουν καταγγείλει αυτήν την κατάσταση. Καταρχάς, ο Ρότζερ Μακναμί, από τους πρώτους επενδυτές στο Facebook, που ανησυχούσε για τον αντίκτυπό του στην εταιρία, στη συνέχεια, ο Κρίστοφερ Ουίλι, ο οποίος κατήγγειλε το σκάνδαλο της εταιρίας «Cambridge Analytica».

Αργότερα, μία πρώην υπάλληλος του Facebook, η Σόφι Ζανγκ, και, τέλος, σήμερα, η Φράνσις Χάουγκεν. Είναι σαφές ότι στους ανθρώπους, η ικανότητα κατανόησης της ανάγκης για αλλαγή, προχωρά πιο αργά από την τεχνολογική εξέλιξη. Αλλά η Χάουγκεν κατάφερε τελικά να φέρει τη συζήτηση στην ουσία του προβλήματος, τους αλγορίθμους.

Φαίνεται ότι τελικά, στις Ηνωμένες Πολιτείες, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν την ανάγκη προστασίας των νέων, το μυαλό των οποίων χειραγωγείται, και οι οποίοι αισθάνονται ανασφαλείς εξαιτίας αυτού που βλέπουν. Η ίδια η Χάουγκεν, αφού είδε την εταιρία εκ των έσω, έδειξε ότι το Facebook έβαλε τα κέρδη πιο πάνω από τους χρήστες. Ελπίζω αυτό να βοηθήσει, αλλά προχωρά αργά. Και εμείς, στις Φιλιππίνες, έχουμε τις επικείμενες  προεδρικές εκλογές, το Μάιο του 2022. Και για άλλη μια φορά, η ακεραιότητα των εκλογών θα απειληθεί, διότι απειλείται η ακεραιότητα των γεγονότων.

Βλέπετε ήδη χειραγώγηση των πληροφοριών ενόψει των προεδρικών εκλογών στις Φιλιππίνες;

Ήδη από το 2019, ξεκινήσαμε τη διερεύνηση των δικτύων παραπληροφόρησης που κατασκευάστηκαν προς εξωραϊσμό της εικόνας του Φερδινάντο Μάρκος (δικτάτορας στο αρχιπέλαγος από το 1965 έως το 1986). 35 χρόνια μετά από το λαϊκό κίνημα, που πέτυχε, το Φεβρουάριο του 1986, την εκδίωξη από την εξουσία, του ζεύγους Μάρκος και τον εξαναγκασμό του σε εξορία στη Χαβάη, τώρα ο γιος τους, Φερδινάντο ο νεώτερος, διεκδικεί την προεδρία. Θα δοθεί μάχη για τα γεγονότα. Αυτό θα είναι καθοριστικό για τη χώρα, και παρεμπιπτόντως για μένα, διότι υπάρχουν πολλές αγωγές (για πολιτικούς λόγους) της σημερινής κυβέρνησης εναντίον μου.

Όλες αυτές οι επιθέσεις λειτουργούν, επηρεάζουν την αξιοπιστία μου και το έργο μου που κάνω εδώ και πολύν καιρό. Θα έλεγα ότι εν μέρει, κατά 60%, γίνεται για την καταστροφή της εικόνας μου στην κοινή γνώμη, και, κατά 40%, για να επιχειρηθεί η συντριβή της αποφασιστικότητάς μου.

Πώς αντέδρασε η κυβέρνηση Ντουτέρτε στην ανακοίνωση του βραβείου Νόμπελ σας;

Επεσήμαναν ότι ήμουν η πρώτη Φιλιππινέζα που έλαβε το Νόμπελ. Στη συνέχεια, επέστρεψαν στο σύνηθες αφήγημά τους, υπενθύμισαν όλες τις δικαστικές υποθέσεις εναντίον μου.

Θα λάβετε το βραβείο στο Όσλο το Δεκέμβριο;

Το ελπίζω. Από τον Αύγουστο του 2020, έχω καταθέσει τέσσερις αιτήσεις για έξοδο από τη χώρα, ανεπιτυχώς. Υπέβαλα μία την περασμένη εβδομάδα, για να πάω στο Χάρβαρντ, να τελειώσω ένα βιβλίο. Τώρα, λοιπόν, θα υποβάλω αίτηση για το Όσλο. Μακάρι να σταθώ τυχερή.