Οι ένοπλες δυνάμεις της Λιβύης, που συνδέονται με την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Τρίπολης, αύξησαν το επίπεδο επιφυλακής στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, προετοιμαζόμενες για μια «πιθανή επίθεση» από δυνάμεις υπό την ηγεσία του ισχυρού άνδρα της ανατολικής Λιβύης, Χαλίφα Χάφταρ, σύμφωνα με τοπικά μέσα ενημέρωσης.

Ads

«Ο υπαρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού Σαλαχεντίν αλ Ναμρούς έδωσε εντολή στις μονάδες του στρατού να είναι σε επιφυλακή και έτοιμες να αποκρούσουν κάθε πιθανή επίθεση», δήλωσε την Πέμπτη μια πηγή στο ιδιωτικό λιβυκό τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Αχράρ.

Ο Χάφταρ, με τη στρατιωτική υποστήριξη ξένων δυνάμεων (Ρωσία, Αίγυπτος και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), εξαπέλυσε μια επίθεση τον Απρίλιο του 2019 για την κατάληψη της Τρίπολης, ωστόσο τον απώθησαν δυνάμεις της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, υποστηριζόμενες από την Τουρκία.

Το Αλ Αχράρ μετέδωσε την Τετάρτη ότι δυνάμεις που συνδέονται με τον Χάφταρ «κατευθύνονται προς το νοτιοδυτικό τμήμα της Λιβύης», στα σύνορα με την Τυνησία και την Αλγερία, μια περιοχή που ελέγχεται από τις αρχές της Τρίπολης.

Ads

Οι δυνάμεις υπό την ηγεσία του Σαντάμ Χάφταρ, γιου του Χαλίφα Χάφταρ, ανακοίνωσαν την Τρίτη μια επιχείρηση με επίσημο στόχο «την ασφάλεια των νότιων συνόρων της χώρας και την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και της σταθερότητας της χώρας σε αυτές τις στρατηγικής σημαςίας περιοχές» και της «ανάπτυξης περιπολιών (…) για την παρακολούθηση περιοχών που συνορεύουν με γειτονικές χώρες».

Οι μονάδες «υπό την άμεση εποπτεία» του Σαντάμ Χάφταρ, κατευθύνονται «προς πόλεις και περιοχές της νοτιοδυτικής Λιβύης», ανέφερε το Γενικό Επιτελείο των Ανατολικών Δυνάμεων σε ανακοίνωση στο Facebook.

Η Λιβύη συνορεύει με το Σουδάν στα νοτιοανατολικά, το Τσαντ στα νότια, τον Νίγηρα στα νοτιοδυτικά, την Αλγερία στα δυτικά και την Τυνησία στα βορειοδυτικά.

Οι τελευταίες εκλογές στη Λιβύη πραγματοποιήθηκαν το 2014 και οδήγησαν στο ξέσπασμα εμφύλιας σύγκρουσης, η οποία έληξε με την κατάπαυση του πυρός τον Νοέμβριο του 2020.

Μετά την πτώση του καθεστώτος Μουαμάρ Καντάφι το 2011, η Λιβύη βυθίστηκε στο χάος και σήμερα κυβερνάται από δύο αντιμαχόμενες πλευρές: από τη μία πλευρά η κυβέρνηση εθνικής ενότητας με έδρα την Τρίπολη του πρωθυπουργού Αμπντελχαμίντ Ντμπεϊμπά, η οποία αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα και υποστηρίζεται κυρίως από την Τουρκία – και από την άλλη, η λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής σταθερότητας υπό την ηγεσία του Οσάμα Χαμάντ, πρωθυπουργού διορισμένου από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην πραγματικότητα μια παράλληλη εκτελεστική εξουσία με έδρα τη Βεγγάζη, την οποία διοικεί ο στρατηγός του Χάφταρ.

Για να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο, ο απεσταλμένος του ΟΗΕ είχε δρομολογήσει, στις 27 Φεβρουαρίου 2023, ένα σχέδιο για τη σύνταξη των συνταγματικών τροποποιήσεων και των εκλογικών νόμων που είναι απαραίτητοι για τη διεξαγωγή «ελεύθερων, χωρίς αποκλεισμούς και διαφανών» εκλογών μέχρι πέρυσι. Το σχέδιο αυτό, ωστόσο, απέτυχε και τώρα διεξάγονται δύσκολες πολιτικές διαβουλεύσεις για την εγκαθίδρυση μιας νέας υπηρεσιακής κυβέρνησης και τη διοργάνωση εκλογών μέχρι το τέλος του 2024.

Σύμφωνα με την Αποστολή Υποστήριξης των Ηνωμένων Εθνών στη Λιβύη (UNSMIL), υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν για να επιστρέψουν οι εκλογές: πρώτον, η πρόβλεψη υποχρεωτικού δεύτερου γύρου για τις προεδρικές εκλογές, ακόμη και αν ο νικητής του πρώτου γύρου λάβει 50%. τοις εκατό συν ένα των ψήφων, δεύτερον, η πρόβλεψη συνδέει τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές, καθιστώντας τις εκλογές της μελλοντικής Εθνοσυνέλευσης (το νέο νομοθετικό φόρουμ) υποδεέστερες της επιτυχίας των προεδρικών εκλογών, τρίτον, το ζήτημα μιας κυβέρνησης ενότητας που θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές και θα κλείσει το κεφάλαιο των προσωρινών κυβερνήσεων, και τέταρτον, η ανάγκη πλήρους ενσωμάτωσης των Λίβυων, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και όλων των πολιτισμικών συνιστωσών.