Στις 16 Ιουλίου συμπληρώνονται 50 χρόνια από την αντίστοιχη μέρα του 1969 οπότε εκτοξεύθηκε το διαστημόπλοιο της αποστολής της NASA «Απόλλων 11» που θα έφερνε, τέσσερις μέρες μετά, τους αστροναύτες, Νιλ Άρμστρογνγκ, Μάικλ Κόλινς και Μπαζ Όλντριν, στη Σελήνη.

Ads

Η αποστολή «Απόλλων 11» ήταν για την αμερικανική κυβέρνηση, αφενός μια απάντηση στην μέχρι τότε πρωτοποριακή «επέλαση» της Σοβιετικής Ένωσης στο διάστημα, αφετέρου, μια μεγάλη ευκαιρία να προσπαθήσει να «κλείσει» – σε ιδεολογικό επίπεδο – την ταραγμένη δεκαετία του 1960 και το μεγαλειώδες κοινωνικό κίνημα που την σημάδεψε, με αιχμή τις διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και υπέρ των δικαιωμάτων των μαύρων Αμερικανών. Ένα είδος «απελευθερωτικής» στιγμής εθνικής και παγκόσμιας ενότητας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μιλώντας στους αστροναύτες, ο Αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον, δήλωσε: «Για μια ανεκτίμητη στιγμή σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, όλοι οι άνθρωποι στη Γη είναι πραγματικά ένα».

Φυσικά, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Το «Απόλλων 11» μπορεί όντως για το ευημερόν λευκό κομμάτι των ΗΠΑ να ήταν η «επιτομή» του αυτοπροσδιορισμού του ως «περιούσιου έθνους», ωστόσο, για το φτωχό κομμάτι και ειδικά για το μαύρο φτωχό κομμάτι, ήταν μια πρόκληση προς την εξαθλίωσή του.

Όπως το έθεσε ο Ραλφ Αμπερνάτι, εκ των ηγετών του κινήματος για τα δικαιώματα των μαύρων, φίλου και συνεργάτη του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, το διαστημόπλοιο και η σεληνάκατος του «Απόλλων 11», δεν ήταν παρά το σύμβολο των «απάνθρωπων προτεραιοτήτων» του συστήματος, τη στιγμή που τα φτωχά παιδιά πεινούν.

Ads

Ήταν η εποχή που τα λόγια μετατρέπονταν πολύ γρήγορα σε πράξη. Έτσι, στις 15 Ιουλίου του 1969, την παραμονή της ιστορικής εκτόξευσης, με τον πύραυλο «Κρόνο V» να υψώνεται επιβλητικός πάνω από το τοπίο, περίπου 25 μαύρες οικογένειες, από τις φτωχές περιοχές του Νότου, πάνω σε μουλάρια και καρότσες – εμβληματικά στοιχεία του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα – πέρασαν τον φράχτη του ακρωτηρίου Κανάβεραλ (τότε, Κένεντι) στη Φλόριντα.

Επικεφαλής αυτού του παράδοξου – για ένα διαστημοδρόμιο της NASA – καραβανιού, ήταν ο Ραλφ Αμπερνάτι, διάδοχος του δολοφονημένου Δρ. Κινγκ, αυτοπροσώπως. Κρατούσε ένα πλακάτ που έγραφε: «12 δολάρια ημερησίως για να φάει ένας αστροναύτης. Θα μπορούσαμε να ταΐσουμε ένα πεινασμένο παιδί με 8 δολάρια».

Στη συνέχεια είπε, απευθυνόμενος στους διαδηλωτές: «Μπορεί να συνεχίσουμε από αυτήν την ημέρα προς τον Άρη και τον Δία και ακόμη και στους ουρανούς πέρα από αυτούς, αλλά όσο κυριαρχεί ο ρατσισμός, η φτώχεια, η πείνα και ο πόλεμος στη Γη, εμείς ως πολιτισμένο έθνος, έχουμε αποτύχει».

Η αλήθεια είναι ότι το σύνολο του προγράμματος «Απόλλων» κόστισε 25,4 δισεκατομμύρια δολάρια της δεκαετίας του ’60 – περίπου 180 δις. σημερινά δολάρια – μόνο και μόνο για να ανταγωνιστεί τους Σοβιετικούς. Μόνο ο πόλεμος στο Βιετνάμ είχε στοιχίσει περισσότερο. Αυτό το γεγονός είχε οδηγήσει στη δημιουργία κινήματος ενάντια στο πρόγραμμα – από τους φτωχούς ανεξαρτήτως χρώματος – το οποίο όμως, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις της εποχής, δεν κατάφερε να σπάσει τον εθνικισμό της λευκής Αμερικής, όχι αναγκαστικά μόνο της ευκατάστατης, αλλά και εκείνης που ακόμη είχε ψευδαισθήσεις για το «αμερικανικό όνειρο».

Μόνο ο μαύρος Τύπος αναρωτιόταν ξεκάθαρα, πώς μπορούσαν να δικαιολογηθούν τέτοια ποσά, όταν εκατομμύρια Αφροαμερικανών εξακολουθούσαν να βυθίζονται στη φτώχεια.

Καταθέτοντας στην Γερουσία σχετικά με τη φυλετική φτώχεια και τη φτώχεια στους αστικούς ιστούς το 1966, ο Κινγκ είχε σημειώσει, με θλίψη περισσότερο παρά με σαρκασμό, ότι «σε μερικά χρόνια μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα στείλουμε έναν άνθρωπο στη Σελήνη και με ένα κατάλληλο τηλεσκόπιο θα μπορέσει να δει τις παραγκουπόλεις στη Γη με την αβάσταχτη ασφυξία, την παρακμή και τη βία».

«Μια απάνθρωπη προτεραιότητα»

Η διαδήλωση διαμαρτυρίας την παραμονή της εκτόξευσης του «Απόλλων 11» άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στο κίνημα ενάντια στη φτώχεια και τον ρατσισμό. Ο Τομ Πέιν, διοικητής της NASA, πήγε να συναντήσει τους διαδηλωτές. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της  NASA, «ο Πέιν στάθηκε χωρίς πανωφόρι κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό, συνοδευόμενος μόνος από τον υπεύθυνο Τύπου της NASA, καθώς ο Αμπερνάτι πλησίαζε βαδίζοντας αργά και τραγουδώντας, μαζί με τους άλλους διαδηλωτές, “Θα νικήσουμε”.

»Αρκετά μουλάρια βρίσκονταν στην κορυφή της διαδήλωσης, ως σύμβολα της αγροτικής φτώχειας. Ο Αμπερνάτι έκανε μια σύντομη ομιλία. Εξέφρασε τη λύπη του για την κατάσταση των φτωχών του έθνους, δηλώνοντας ότι το ένα πέμπτο του λαού δεν είχε επαρκή τροφή, ρούχα, καταφύγιο και ιατρική περίθαλψη. Μπροστά σε αυτά τα δεινά, υποστήριξε ότι η διαστημική πτήση αποτελεί μια απάνθρωπη προτεραιότητα. Επιχειρηματολόγησε ότι οι πόροι της θα έπρεπε να δαπανηθούν για να ταΐσουν τους πεινασμένους, να ντύσουν το γυμνούς, να θεραπεύσουν τους άρρωστους και να στεγάσουν τους άστεγους.

»Ο Πέιν απάντησε, ότι “αν μπορούσαμε να λύσουμε τα προβλήματα της φτώχειας, μη πατώντας το κουμπί που θα εκτοξεύσει τον άνθρωπο στο φεγγάρι αύριο, τότε δεν θα πιέζαμε αυτό το κουμπί”.

»Πρόσθεσε, ότι η τεχνική πρόοδος της NASA ήταν “παιδική χαρά” σε σύγκριση με “τα εξαιρετικά δύσκολα ανθρώπινα προβλήματα” που αφορούσαν το SCLC (σσ. η κινηματική οργάνωση της οποίας ηγούνταν ο Αμπερνάτι.).

»Εξέφρασε την ελπίδα ότι η NASA πράγματι θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και στη συνέχεια ζήτησε από τον Αμπερνάτι, να προσευχηθεί για την ασφάλεια των αστροναυτών. Ο Αμπερνάτι απάντησε συγκινημένος ότι θα το κάνει σίγουρα και τελείωσαν αυτή την αυτοσχέδια συνάντηση σφίγγοντας τα χέρια».

Μεταξύ των διαδηλωτών στο ακρωτήριο Κανάβεραλ εκείνη την ημέρα ήταν ο Τζ. Τ. Τζόνσον, ένας ακτιβιστής για τα πολιτικά δικαιώματα, που ήταν μαζί με τον Κινγκ στο Μέμφις λίγο πριν πεθάνει και αργότερα έγινε στενός βοηθός του Αμπερνάτι. «Δεν μας ήθελαν πολύ κοντά στο σημείο εκτόξευσης, έτσι επιλέξαμε ένα μέρος και αποφασίσαμε να κάτσουμε εκεί και να διαδηλώνουμε, να μιλάμε και να τραγουδάμε – τα τραγούδια μας βοηθούσαν να αντιμετωπίζουμε τέτοιες δύσκολες στιγμές» λέει σήμερα σε συνέντευξή του στο Guardian, στο σπίτι του σε ένα προάστιο της Ατλάντα.

«Τότε, όλο το κίνημα ήταν γύρω από τη φτώχεια και τους φτωχούς ανθρώπους και γι’ αυτό μιλήσαμε: Πόσο φτωχοί είμαστε και πώς αυτό το πράγμα πηγαίνει στο φεγγάρι και ξοδεύει εκατομμύρια όταν δεν έχουμε τίποτα και κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν ένα μέρος για να ζήσουμε ή να φάμε φαγητό, αλλά εξακολουθούμε να επιτρέπουμε όλα αυτά να συμβαίνουν. Αυτή ήταν η πραγματική διαμαρτυρία: Δισεκατομμύρια για το φεγγάρι και ούτε σεντ για τους φτωχούς».

Ένα έργο για την λευκή Αμερική

Ο Τζόνσον είναι τώρα ένας 81χρονος παππούς. Είναι ακόμα πολιτικά ενεργός. Όπως για πολλούς άλλους, έτσι και για τον ίδιο, ο Κινγκ ήταν το άστρο που τον καθοδηγούσε. «Όταν συναντήθηκα με τον Δρ Κινγκ, σκέφτηκα ότι ήταν ο άνθρωπος που περίμενα σε όλη όλη τη ζωή μου και αφιερώθηκα στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων».

Σε μια διαμαρτυρία στη δεκαετία του ’60, ο Τζόνσον και άλλοι πήδηξαν σε μια πισίνα μόνο για λευκούς στην Φλόριντα, με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου να ρίχνει οξύ στο νερό για να τους διώξει. Φυλακίστηκε και έκανε απεργία πείνας. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, το όνειρο του Κένεντι να στείλει άνθρωπο στοφεγγάρι μέχρι το τέλος της 10ετίας, έμοιαζε με μια πολυτέλεια που η Αμερική δεν μπορούσε να αντέξει.

«Νομίζω ότι όλο αυτό ήταν δημόσιες σχέσεις για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία. Αυτή η χώρα δεν έχει φροντίσει ποτέ πραγματικά τους ανθρώπους εδώ. Οι Αφροαμερικανοί δεν πήραν ποτέ το μερίδιό τους. Το έδιναν σε όλους τους άλλους».

Αυτή είναι επίσης μια αλήθεια: Πράγματι, το πρόγραμμα «Απόλλων» έδινε κάθε εντύπωση ότι ήταν έργο της  (και για την) λευκή Αμερικής. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι και οι 12 άνθρωποι που περπάτησαν στο φεγγάρι ήταν λευκοί άνδρες, όπως επίσης η συντριπτική πλειοψηφία των αξιωματούχων, των μηχανικών και επιστημόνων της αποστολής. «Δεν ακούσαμε μια πρόσκληση» λέει ο Τζόνσον. Δεν πήραμε τίποτα. Θεωρήσαμε λοιπόν ότι ήταν μια ντροπή και μια ασέβεια προς όλους μας. Ήταν λευκοί άνθρωποι που ήταν προνομιούχοι σε αυτή τη χώρα και το έκαναν  για τον εαυτό τους».

«Δεν γιορτάζω»…

Ο ίδιος δεν έμεινε να δει ζωντανά την εκτόξευση. Όπως εκατομμύρια άλλοι, την είδε από τις τηλεοράσεις στις βιτρίνες. «’Ηταν συναρπαστικό να το βλέπεις να συμβαίνει, αλλά την επόμενη μέρα επιστρέψαμε στα ίδια: Πώς θα χορτάσουμε τους πεινασμένους μας».

‘Εμεινε κάτι από εκείνη τη διαμαρτυρία; Σύμφωνα με τον Νιλ Μάχερ, αναπληρωτή καθηγητή στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Νιού Τζέρσεϊ, αν και η NASA δεν δήλωσε ποτέ δημοσίως ότι η διαμαρτυρία του Αμπερνάτι την πίεσε να αντιμετωπίσει τη φτώχεια των Αφροαμερικανών, άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, σύντομα. Το 1972, η διαστημική υπηρεσία δημιούργησε ένα γραφείο, το Urban Systems Project στο διαστημικό κέντρο Johnson Space στο Χιούστον, το οποίο είχε την ευθύνη να προσαρμόσει τις τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν για το «Απόλλων» για χρήση στις αστικές υποδομές. Τέτοιες τεχνολογίες ήταν συστήματα φιλτραρίσματος νερού, παρακολούθησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ενεργειακά αποδοτικά συστήματα θέρμανσης και ψύξης ως φθηνές λύσεις για τα σπίτια φτωχών οικογενειών.

Ωστόσο, «ενώ αυτές οι προσπάθειες είχαν τις καλύτερες προθέσεις, πολλές από αυτές τις τεχνολογίες δυστυχώς απέτυχαν να βελτιώσουν δραματικά την καθημερινή ζωή των Αφροαμερικανών που ζουν στις πόλεις της Αμερικής» συμπληρώνει ο καθηγητής.

Μετά το ιστορικό βήμα του Άρμστρονγκ η επιστημονική έρευνα και η καινοτομία προς όφελος όλων των ανθρώπων υποχώρησε, το δημόσιο ενδιαφέρον για τις προσεληνώσεις εξαντλήθηκε και οι αμφιβολίες για τα οφέλη από αυτές μεγάλωσαν. Ο Νίξον έκλεισε γρήγορα το πρόγραμμα «Απόλλων» και απέρριψε κάθε σκέψη για κατασκευή σεληνιακής βάσης. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το εργατικό δυναμικό της NASA, συμπεριλαμβανομένων των αστροναυτών, έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά και η Αμερική εξέλεξε τον πρώτο μαύρο πρόεδρό της.

Αλλά η χώρα που έστειλε άνθρωπο στο φεγγάρι δεν έχει ακόμη λύσει το πρόβλημα του ρατσισμού, της ανισότητας και της φτώχειας. Ο Τζόνσον αποφεύγει πάντα να οδηγεί κάτω από γέφυρες γιατί πονάει με τους άστεγους που προσπαθούν να βρουν καταφύγιο εκεί. Ακριβώς γι΄ αυτό, δεν πρόκειται να γιορτάσει τα «χρυσά» 50 χρόνια από την θρυλική εκείνη εκτόξευση.

«Αυτή η χώρα είναι ακόμα η ίδια, οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι φτωχοί, εξακολουθούν να πεινούν. Και κανείς δεν διαμαρτύρεται πραγματικά εκεί έξω. Αυτό που θέλω να δω είναι το τέλος της φτώχειας, τους ανθρώπους να μην πεινούν, να έχουν σπίτι και να μπορούν να απολαύσουν τη ζωή και να βάζουμε τα χρήματά μας στην επιστήμη, ώστε να μπορούμε να απαλλαγούμε από τις αρρώστιες. Αυτός είναι ο τρόπος που θα ήθελα να δω τη Γη»…