Στις 11 Δεκεμβρίου η ευρωομάδα της Αριστεράς (the Left) κάλεσε τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αναλάβουν πρωτοβουλία για την κατάθεση πρότασης μομφής κατά της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Ads

Αφορμή για αυτή την πρωτοβουλία στάθηκε η μονομερής απόφαση της Επιτροπής να εγκρίνει τη συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του εμπορικού μπλοκ των χωρών της Νότιας Αμερικής (γνωστού ως «Mercosur») χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η συμφωνία πρέπει να εγκριθεί τόσο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Ωστόσο, δεδομένου ότι η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανήκει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, η απόρριψη της συμφωνίας φαντάζει μάλλον απίθανη. 

To κάλεσμα για την πρόταση μομφής βασίστηκε αρχικά στις ανησυχίες για τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της συμφωνίας, καθώς εκτιμάται ότι η τελευταία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το εισόδημα των αγροτών και τις τιμές της εγχώριας παραγωγής.

Η εφαρμογή της συμφωνίας αναμένεται να αυξήσει τον ανταγωνισμό σε βάρος των Ευρωπαίων αγροτών, καθώς προβλέπεται σημαντική άνοδος στον αριθμό των εισαγόμενων προϊόντων, γεγονός που θα ασκήσει πίεση στις τιμές. Οι Γάλλοι αγρότες έχουν ήδη ξεκινήσει κινητοποιήσεις, ενώ μία από τις επιπτώσεις της συμφωνίας αφορά και την Ελλάδα. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι θα επιτρέπεται στους παραγωγούς των χωρών της Mercosur να χρησιμοποιούν την ονομασία «φέτα», υπό την προϋπόθεση ότι θα αναφέρεται η χώρα προέλευσης. Παρ’ όλα αυτά, η βασικότερη αφορμή για το κάλεσμα σε πρόταση μομφής, ήταν η παραβίαση των θεσμικών διαδικασιών της ΕΕ, καθώς η απόφαση της Επιτροπής ελήφθη χωρίς την απαραίτητη διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη δημοκρατική νομιμότητα και τη λογοδοσία των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ads

Σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση μομφής μπορεί να κατατεθεί από τουλάχιστον 72 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εάν η πρόταση εγκριθεί με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων που έχουν κατατεθεί, εκπροσωπώντας την πλειοψηφία του συνόλου των ευρωβουλευτών, σύσσωμη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να παραιτηθεί. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η συγκέντρωση του απαιτούμενου αριθμού ψήφων είναι εξαιρετικά δύσκολη υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες.

Ακόμη και αν όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς υποστήριζαν την πρόταση, θα απαιτούνταν επιπλέον 26 ευρωβουλευτές για να μπορέσει αυτή να κατατεθεί. Επιπλέον, θεωρείται απίθανο τα δύο τρίτα των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να υπερψήφιζαν την πρόταση μομφής σε βάρος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο πραγματικός στόχος της ευρωομάδας της Αριστεράς δεν ήταν η αποπομπή της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά το να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά τις πρακτικές στις οποίες καταφεύγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη λήψη αποφάσεων.

Με άλλα λόγια, η κίνηση αυτή στοχεύει στην επισήμανση διαδικασιών λήψης αποφάσεων που θεωρείται ότι δεν συνάδουν με τις δημοκρατικές αρχές, τη λογοδοσία και τη διαφάνεια. Αυτή η πρόταση μομφής ήρθε μόλις δύο εβδομάδες μετά την έγκριση της δεύτερης θητείας της φον ντερ Λάιεν, προοικονομώντας την αμφισβήτηση της λογοδοσίας και της διαφάνειας μελλοντικών ενεργειών της Επιτροπής.

Οι μονομερείς ενέργειες της φον ντερ Λάιεν

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ενέργειες της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εγείρουν ανησυχίες όσον αφορά τη δημοκρατικότητα στη λήψη των αποφάσεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε η Επιτροπή την πανδημία COVID-19, ιδίως όσον αφορά την προμήθεια των εμβολίων, κατέδειξε παρέκκλιση των νόμιμων θεσμικών διαδικασιών, που περιλαμβάνουν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα μέτρα αυτά ήταν απαραίτητα για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της κρίσης, περιορίστηκαν σημαντικά ο κοινοβουλευτικός έλεγχος και η δημοκρατική συμμετοχή. Επιπλέον, παρά την πίεση της κοινής γνώμης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που οδήγησε στη μερική δημοσιοποίηση των συμβάσεων για τα εμβόλια το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την ηγεσία της φον ντερ Λάιεν συνεχίζει να αρνείται τη δημοσιοποίηση μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer σχετικά με την προμήθεια εμβολίων, γεγονός που εντείνει τον σκεπτικισμό ως προς τη νομιμότητα της διαδικασίας. 

Πιο πρόσφατα, τον Οκτώβριο του 2023, οι χειρισμοί της προέδρου της Κομισιόν στη σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς οδήγησαν για άλλη μια φορά στον παραγκωνισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Η φον ντερ Λάιεν επισκέφθηκε το Ισραήλ αμέσως μετά την έναρξη της σύγκρουσης, εκφράζοντας στις δημόσιες δηλώσεις της με σαφήνεια την αλληλεγγύη της προς το Ισραήλ, περιλαμβανομένης της στήριξης στρατιωτικών ενεργειών.


Ωστόσο, η μονομερής προσέγγισή της ήταν σε ευθεία αντίθεση με την θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είχε διαμορφωθεί από τους Υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ σε κοινή τους δήλωση, με την οποία καλούσαν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη σε αυτοσυγκράτηση. Οι επικριτικές φωνές στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποστήριξαν ότι οι ενέργειες της φον ντερ Λάιεν ξεπερνούσαν τα όρια της αρμοδιότητάς της ως προέδρου της Επιτροπής, υπονομεύοντας το συλλογικό πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ, η ρητορική και οι ενέργειες της φον ντερ Λάιεν κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης φάνηκε να το παραγκωνίζουν. Το επεισόδιο ανέδειξε τις συνεχιζόμενες εντάσεις στις σχέσεις της Επιτροπής με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με κάποιους ευρωβουλευτές να κατηγορούν τη φον ντερ Λάιεν ότι έθεσε την πολιτική σκοπιμότητα πάνω από τη δημοκρατική λογοδοσία και τον συμβουλευτικό ρόλο του Κοινοβουλίου.

Ο κίνδυνος μιας δημοκρατικής κρίσης για την ΕΕ

Ωστόσο, οι πρόσφατες ανησυχίες είναι ακόμα εντονότερες, καθώς έρχονται μετά την απόφαση της φον ντερ Λάιεν να αναδομήσει, στη δεύτερη θητεία της, το εσωτερικό πλαίσιο της Επιτροπής, συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπο της. Αυτή η αναδιάρθρωση περιθωριοποίησε τις αντιτιθέμενες φωνές και προώθησε πιστούς της συμμάχους σε καίριες θέσεις, ενισχύοντας την υπερσυγκέντρωση εξουσιών. Αυτή η αλλαγή έχει περιορίσει τον ουσιαστικό ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του μοναδικού άμεσα εκλεγμένου θεσμού της ΕΕ, στη διαμόρφωση πολιτικής. Ενδείξεις αυτής της υπερσυγκέντρωσης είναι εμφανείς σε σημαντικές πρωτοβουλίες, όπως το Ευρωπαϊκό Πράσινο Σύμφωνο, όπου κρίσιμες αποφάσεις ελήφθησαν με ελάχιστη ή καθόλου διαβούλευση με το ΕΚ. Οι επικριτές της υποστηρίζουν ότι το στυλ ηγεσίας της φον ντερ Λάιεν υπονομεύει τη θεσμική ισορροπία της ΕΕ, ελαχιστοποιώντας την ικανότητα του ΕΚ να λειτουργεί ως αντίβαρο στην Επιτροπή.

Οι ανησυχίες σχετικά με το δημοκρατικό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύονται όταν λαμβάνεται επίσης υπόψη η έμφαση που δίνει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στον πολιτικό πραγματισμό, ιδίως στις σχέσεις της με αμφιλεγόμενους ηγέτες. Η συνεργασία της με πρόσωπα όπως η Τζόρτζια Μελόνι και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και ο Βίκτορ Όρμπαν έχει προκαλέσει κριτική, καθώς θεωρείται ότι υπονομεύει τις δημοκρατικές αξίες της ΕΕ. Παρά τις έντονες ανησυχίες για την υποχώρηση της δημοκρατίας σε αυτές τις χώρες, η φον ντερ Λάιεν έχει δώσει προτεραιότητα στον πολιτικό πραγματισμό, συχνά εις βάρος του ρόλου και της γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτή η προσέγγιση έχει, με τη σειρά της, υπονομεύσει τη δέσμευση της ΕΕ στην υπεράσπιση του κράτους δικαίου.

Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες, καθίσταται σαφές ότι το μέλλον της διακυβέρνησης και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην ΕΕ διατρέχει τον κίνδυνο μιας δημοκρατικής κρίσης. Η νυν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει επανειλημμένα παρακάμψει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε κρίσιμες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Επιπλέον, το ιστορικό της και οι διακηρυγμένες προθέσεις της δείχνουν την προτίμησή της στη συγκεντρωτική λήψη αποφάσεων, κυρίως μέσω του Κολεγίου των Επιτρόπων και σε συνεργασία με τους πιο ισχυρούς παράγοντες και διαπραγματευτές – ακόμη και όταν αυτοί έχουν ένα ιστορικό αντιδημοκρατικών πρακτικών στις χώρες τους.

Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, με λιγότερους ελέγχους και συζητήσεις στο εσωτερικό του ΕΚ, είναι πιθανό το περιεχόμενο των αποφάσεων να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις καθημερινές ανησυχίες των πολιτών, εντείνοντας έτσι το χάσμα μεταξύ της ΕΕ και των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αυτή η αυξανόμενη αποξένωση θα μπορούσε να ενισχύσει το αίσθημα απογοήτευσης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις δυνάμεις του ακροδεξιού λαϊκισμού που κατηγορούν τις Βρυξέλλες για αποστασιοποίηση από τις ανάγκες των πολιτών. Η ΕΕ κινδυνεύει να γίνει πιο συγκεντρωτική υπονομεύοντας έτσι τις δημοκρατικές αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται.

 

  • Δημήτρης Κανδηλάπτης, πολιτικός επιστήμονας, Πολιτικός επιστήμονας, MSc Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση, Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, MA Πολιτική & Δημόσια Διοίκηση, Πανεπιστήμιο της Κωνστάντζας – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ