Στις αρχές Δεκεμβρίου, μια χρήστρια  του Twitter με το ψευδώνυμο Leyla Salinger δημοσιοποίησε με ανάρτηση της, ότι ο διάσημος συγγραφέας Χάσαν Αλί Τοπτάς, την παρενοχλούσε σεξουαλικά όσο ήταν φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο. Η ανάρτηση αυτή, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, αφού χιλιάδες γυναίκες στην Τουρκία άρχισαν να μοιράζονται διαδικτυακά και δημόσια τις εμπειρίες τους, κάνοντας τον τύπο να μιλά για  ένα κίνημα #MeToo στην Τουρκία και τις ακτιβίστριες να απαιτούν νομική προστασία για τις γυναίκες. 

Ads

Χρησιμοποιώντας το hashtag #UykularınızKaçsın (#MayYouLoseSleep) οι επιζήσασες, έχουν αρχίσει καταθέτουν εμπειρίες σεξουαλικής παρενόχλησης και επίθεσης και διευκρινίζουν ότι δεν μιλούσαν πριν από φόβο και ντροπή. Οι κατηγορίες αφορούν τον Τοπτάς αλλά και άλλες προσωπικότητες γνωστές στην γειτονική χώρα, ανάμεσα τους λογοτέχνες, δημοσιογράφοι και άλλα δημόσια πρόσωπα όπως γράφει η Deutsche Welle.

Ο Τοπτάς ζήτησε συγγνώμη μέσω του λογαριασμού του στο Twitter,  σημείωσε όμως ότι η συγγνώμη του δεν ισοδυναμεί με παραδοχή ενοχής για τις επιθέσεις. Ο εκδότης Ibrahim Colak, ο οποίος κατηγορήθηκε επίσης για σεξουαλική παρενόχληση από τον λογαριασμό Leyla Salinger, ζήτησε  συγνώμη στο Twitter προτού  αυτοκτονήσει. «Δεν είχα προετοιμαστεί για ένα τέτοιο τέλος. Ντρέπομαι», έγραψε.

«Οι πληγές άφησαν πίσω τους σημάδια»

Ο λογαριασμός Leyla Salinger, έγινε βέβαια στην Τουρκία του Ερντογάν, στόχος απειλών και  απενεργοποιήθηκε. Αλλά οι γυναίκες συνεχίζουν τις καταγγελίες μέσω των λογαριασμών τους στα social media. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, δεκάδες γυναικείες οργανώσεις, εξέφρασαν την υποστήριξή τους στο κίνημα, σε μια κοινή δήλωση στην οποία ανέφεραν ότι δεν θα μείνουν σιωπηλές αλλά αντιθέτως θα σταθούν αλληλέγγυες και θα πορευτούν χέρι χέρι με τις γυναίκες που μοιράστηκαν τις ιστορίες τους στο διαδίκτυο.

Η διάσημη ακτιβίστρια  και  δημοσιογράφος Melis Alphan, δημοσίευσε στο Twitter ότι είχε παρενοχληθεί και η ίδια από φίλο του παππού της όταν ήταν 22 ετών. «Δεν είναι εύκολο να μιλήσω γι ‘αυτό ακόμα και μετά από 20 χρόνια», έγραψε. «Τις πρώτες μέρες θα μπορούσα να μιλήσω, αλλά τότε αυτό που ήθελα, ήταν να το ξεχάσω. Ένιωσα καλύτερα με τον καιρό, αλλά οι πληγές άφησαν πίσω τους  σημάδια»

Πολλές γυναίκες δήλωσαν ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν για παρόμοιες εμπειρίες, συχνά για λόγους που σχετίζονται με το κοινωνικό στίγμα. Επιπλέον, ακτιβίστριες επικρίνουν την τουρκική κυβέρνηση για το ότι δεν παρέχει στις γυναίκες επαρκή προστασία από τη βία. Η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και δικηγόρος Fidan Ataselim, είπε ότι οι άνδρες που ήταν λεκτικά ή σωματικά βίαιοι εναντίον των γυναικών, συχνά κρύβονται πίσω από την επαγγελματική τους ιδιότητα, τη θέση ή τη φήμη τους στην κοινωνία.

Η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται

Υπάρχει νομικό πλαίσιο στην Τουρκία για την επιβολή κατηγοριών σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης, τα στοιχεία δείχνουν όμως ότι δεν εφαρμόζεται. Ο νόμος προβλέπει ότι όταν κριθούν ένοχοι, οι δράστες μπορεί να φυλακιστούν μεταξύ από τρεις μήνες έως δύο έτη. Το μόνο που χρειάζεται για μια προκαταρκτική έρευνα, είναι να υποβάλει καταγγελία μια γυναίκα. Ο Τοπτάς, παραπονέθηκε για αυτό στο Twitter: «Είναι παράλογο να θεωρούμε δεδομένη μια κατάσταση, απλώς και μόνο επειδή μια γυναίκα την υποστήριξε ως αληθινή» έγραψε. 

Αλλά τα δικαστήρια στην Τουρκία δεν μπαίνουν στον κόπο να διερευνήσουν τέτοιες υποθέσεις. Σύμφωνα με το τουρκικό Υπουργείο Δικαιοσύνης, υπήρξαν 15.842 υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης το 2019. Στο 17% των υποθέσεων, ο κατηγορούμενος κρίθηκε αθώος, στο 39,7% των περιπτώσεων ο δράστης καταδικάστηκε και σε σχεδόν το 25% των περιπτώσεων, η απόφαση αναβλήθηκε, γεγονός  που σημαίνει ότι πήρε ουσιαστικά αναστολή.

Η ακτιβίστρια και δικηγόρος Selin Nakipoglu, δήλωσε στην DW, ότι αυτό έχει σχέση με την τροποποίηση του τουρκικού ποινικού κώδικα το 2016, αλλά και την παραβίαση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, μιας σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης,  για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

Μπορεί η Τουρκία να ήταν η πρώτη χώρα από τις 34 που επικύρωσαν τη σύμβαση το 2012, ωστόσο  θεωρείτο ανέκαθεν απειλή για τον θεσμό της οικογένειας, από τις συντηρητικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων μελών του κυβερνώντος Κόμματος.

Σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που έγιναν στη νομοθεσία το 2016, οι δράστες και τα θύματα πρέπει να βρουν έναν «δρόμο συμφιλίωσης». «Αυτό περιλαμβάνει απλά αδικήματα όπως προσβολές και απειλές», δήλωσε η Nakipoglu,. «Ωστόσο, αυτές οι προσβολές και απειλές, είναι το είδος της βίας που υφίστανται τακτικά οι γυναίκες»

Πρόσθεσε ότι η «αναβολή» ετυμηγοριών, έδωσε πέρασε το μήνυμα, τόσο στα θύματα όσο και στους δράστες ότι η σεξουαλική παρενόχληση και η βία θα μπορούσαν να συνεχιστούν αφού υπάρχει ατιμωρησία.

Είπε επίσης ότι πολλές γυναίκες και παιδιά τραυματίστηκαν επίσης, από τον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία αντιμετώπισε περιπτώσεις βίας και επιθέσεων. Επειδή μερικές φορές οι έρευνες συνεχίζονταν για πολύ καιρό, τα θύματα είχαν την εντύπωση ότι δεν προχωρούσε τίποτα, εξήγησε. «Δεν πρέπει να επιτρέπεται σε ένα κράτος, να μεταφέρει ένα τέτοιο μήνυμα προκαλώντας αυτά τα συναισθήματα στα θύματα», είπε.

Η Ataselim ήταν εξίσου επικριτική σε σχέση με το νομικό πλαίσιο:  «Πολλοί άντρες πιστεύουν ότι αν φορούν απλώς γραβάτα και εκφράζουν τη λύπη τους, θα ξεφύγουν  στο δικαστήριο. Και συχνά αυτό είναι αλήθεια».