Η έκθεση σε πέντε ατμοσφαιρικούς ρύπους φαίνεται να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, τον πιο συνηθισμένο καρκίνο των γυναικών, με 58.500 νέες περιπτώσεις ετησίως και περισσότερους από 12.000 θανάτους μόνο στη Γαλλία.

Ads

Οι πέντε επίμαχοι ρύποι είναι το διοξείδιο του αζώτου (NO2), το βενζοπυρένιο (BaP), τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) τα αδρά σωματίδια (ΑΣ10) και τα λεπτά σωματίδια (ΑΣ2,5).

Αυτά είναι τα τελευταία συμπεράσματα της μελέτης «Xenair», που διεξήχθη από το Αντικαρκινικό Κέντρο της Λυών και Ρον-Αλπ, «Léon Bérard», με τη χρηματοδότηση από το ίδρυμα ARC.

«Το 2013, η ατμοσφαιρική ρύπανση στο σύνολό της ταξινομήθηκε ως καρκινογόνος από τον Διεθνή Οργανισμό Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC)», σημειώνει η Μπεατρίς Φερβέρ, επικεφαλής του τμήματος Πρόληψης, Καρκίνου και Περιβάλλοντος του Κέντρου «Léon Bérard», όπως αναφέρει η Le Monde. Αλλά ενώ το 2013, ο Οργανισμός IARC είχε μελετήσει τον αντίκτυπο αυτής της αποδεδειγμένης ρύπανσης στους καρκίνους του πνεύμονα, «έκρινε ανεπαρκή τα στοιχεία για τον καρκίνο του μαστού».

Ads

Την ίδια ώρα, ένα ολόκληρο σύνολο μελετών έχει υποστηρίξει την υπόθεση της σχέσης μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των καρκίνων του μαστού. Συγκεκριμένα, μία «μετα-ανάλυση» που δημοσιεύθηκε το Μάιο του 2021 προχώρησε σε απολογισμό όλων των διεθνών δημοσιεύσεων ως προς το θέμα (δεν συμπεριέλαβε, συνεπώς, αυτά τα νέα αποτελέσματα).

Αυτή η ανάλυση «περιελάμβανε 22 μελέτες που ομαδοποίησαν περισσότερες από 120.000 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού. Έδειξε ότι συνολικά, οι δημοσιευμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι ο κίνδυνος για καρκίνο του μαστού αυξάνεται, καθώς αυξάνεται η έκθεση στο διοξείδιο του αζώτου», συνοψίζει στο γαλλικό μέσο ο καθηγητής Ρεμύ Σλαμά, περιβαλλοντολόγος επιδημιολόγος, ο οποίος συντόνισε αυτήν τη μελέτη.

Σύμφωνα πάντως με τους ερευνητές, στη Γαλλία, κάθε χρόνο, αποδίδονταν στην έκθεση στους ατμοσφαιρικούς ρύπους 1.700 περίπου κρούσματα καρκίνου του μαστού, δηλαδή το 3% περίπου των κρουσμάτων.

Πέντε ρύποι που σχετίζονται με τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού

Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές βασίστηκαν στα δεδομένα από την μελέτη κοόρτης E3N (είδος μελέτης παρατήρησης η οποία περιγράφει μια ομάδα ατόμων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό), η οποία παρακολουθεί από το 1990 σχεδόν 100.000 γυναίκες (όλες, μέλη της εταιρίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης «MGEN»), ηλικίας 40 έως 65 ετών κατά τη στιγμή της ένταξής τους. Αυτή η κοόρτη, «λόγω του μεγέθους της και της ποιότητας της παρακολούθησής της, έχει τη στατιστική δύναμη να μελετά τους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού», πιστεύει ο Ρεμύ Σλαμά.

Μεταξύ 1990 και 2011, 5.222 γυναίκες ανέφεραν καρκίνο του μαστού. Σύμφωνα με τον τόπο διαμονής τους με την πάροδο του χρόνου, οι ερευνητές μπόρεσαν να υπολογίσουν την έκθεσή τους σε οκτώ ατμοσφαιρικούς ρύπους: τα NO2, BaP, PCBs, ΑΣ10 και ΑΣ2.5, καθώς και το κάδμιο, τις διοξίνες και το όζον (O3).

Τα επίπεδα έκθεσής τους σε αυτούς τους ρύπους συγκρίθηκαν, στη συνέχεια, με αυτά άλλων 5.222 γυναικών που δεν είχαν αναφέρει κανέναν καρκίνο κατά την ίδια περίοδο, κάθε γυναίκα της πρώτης ομάδας αντιστοιχούσε με μία γυναίκα της δεύτερης ομάδας, συγκρίσιμης ηλικίας, της ίδιας εμμηνοπαυσιακής κατάστασης, κατά την ένταξη, και κατοίκων στην ίδια περιφέρεια.

Η μελέτη έπρεπε να ανταποκριθεί σε διάφορες μεθοδολογικές προκλήσεις: έκθεση σε πολλαπλούς ρύπους, από πολλαπλές, χρόνιες και μεταβλητές με την πάροδο του χρόνου πηγές, την ύπαρξη γενετικών παραγόντων κινδύνου, που αλληλεπιδρούν με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, την ύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου, κυρίως ορμονικών και σχετικών με την αναπαραγωγική ζωή (ηλικία τεκνοποίησης, θηλασμός ή όχι…). «Ήταν επομένως απαραίτητο να συμπεριληφθεί ένας σημαντικός αριθμός γυναικών», εξηγεί η Μπεατρίς Φερβέρ στη Le Monde.

Ως αποτέλεσμα, βρέθηκε συσχέτιση με τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού για πέντε ρύπους. Για το NO2, η αύξηση της έκθεσης κατά 17,8 μικρογραμμάρια/m3 σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου κατά 9% (στατιστικά σημαντική συσχέτιση, δηλαδή τεκμηριωμένη με υψηλό επίπεδο στοιχείων).

Για το BaP, η αύξηση της έκθεσης κατά 1,42 νανογραμμάρια/m3 σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου κατά 15%. Για τα PCB, η αύξηση της έκθεσης κατά 55 πικογραμμάρια/m3 σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου κατά 19%. Για τα ΑΣ10 και ΑΣ2,5, η αύξηση της έκθεσης κατά 10 μικρογραμμάρια/m3 σχετίζεται, αντίστοιχα, με αύξηση του κινδύνου κατά 8% και 13% (δύο αυξήσεις που βρίσκονται στο όριο της στατιστικής σημασίας). Από την άλλη πλευρά, δεν βρέθηκε καμία σχέση με την έκθεση στο κάδμιο ή τις διοξίνες. Για το όζον, τα δεδομένα ακόμα αναλύονται.

Μεγάλη ποικιλία πηγών

Οι ατμοσφαιρικοί ρύποι προέρχονται από ιδιαιτέρως μεγάλη ποικιλία πηγών. «Το NO2 εκπέμπεται κυρίως από την οδική κυκλοφορία. Τα PCBs και το BaP, αυτά, μπορούν να σχετιστούν με τις βιομηχανικές δραστηριότητες, τη θέρμανση και την κυκλοφορία, εξηγεί ο Τομά Κουντόν, του Κέντρου «Léon Bérard».

Όσον αφορά στα λεπτά σωματίδια, σχετίζονται κυρίως με τη θέρμανση, ιδίως από το ξύλο, και την οδική κυκλοφορία. «Βεβαίως, οι εκπομπές αυτών των ρύπων έχουν μειωθεί σημαντικά κατά την 20ετή μελέτη. Αλλά στη Γαλλία, «εάν ζείτε σε αστική ή προαστιακή περιοχή, είστε καθημερινά εκτεθειμένοι σε NO2  και λεπτά σωματίδια», σημειώνει η Μπεατρίς Φερβέρ.

«Αυτά τα νέα αποτελέσματα στο NO2 είναι συνεπή με την επιδημιολογική γνώση», τονίζει ο Ρεμύ Σλαμά. Παραμένει ωστόσο ένας περιορισμός της μελέτη, όπως αναφέρει η Le Monde: λαμβάνει υπόψη μόνο τον τόπο κατοικίας, αλλά όχι τον τόπο εργασίας. Ωστόσο, οι μετακινήσεις από το σπίτι στην εργασία είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Εάν οι γυναίκες αυτής της έρευνας είχαν εκτεθεί σε επίπεδα NO2 κάτω από το τρέχον όριο που συνιστά ο ΠΟΥ, το 9% αυτών των καρκίνων του μαστού θα είχε αποφευχθεί, υπολογίζουν οι ερευνητές. Δηλαδή, μόνο για αυτήν την κοόρτη, περίπου 500 περιπτώσεις αποφεύχθηκαν κατά τη διάρκεια των 20 ετών παρακολούθησης.

Επιπλέον, εάν η έκθεση NO2  είχε μειωθεί σε αυτό το όριο, η γαλλική εταιρία θα εξοικονομούσε 2,6 εκατομμύρια ευρώ για το κόστος που σχετίζεται μόνο με αυτόν τον καρκίνο (ιατρικά έξοδα, απώλειες παραγωγής, νοσηρότητα και πρόωροι θάνατοι).

«Θέλουμε να ξαναρχίσουμε τη συζήτηση ως προς το κόστος θεραπείας αυτού του καρκίνου, συγκριτικά με το κόστος πρόληψης», καταλήγει η Μπεατρίς Φερβέρ. Μία πρόληψη που προφανώς συνεπάγεται μείωση των εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων.