Αν ο πόλεμος του Ιράκ το 2003 αποδείχτηκε ένα ματωμένο φιάσκο, σε σύγκριση με τον ενδεχόμενο πόλεμο με το Ιράν, θα μοιάζει με αριστούργημα σχολαστικής προετοιμασίας. Μια πολεμική σύγκρουση με το Ιράν θα σήμαινε την επανάληψη ενός σφάλματος, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα: χωρίς συμμάχους, χωρίς δικαιολογία και χωρίς κανένα σχέδιο, σύμφωνα με τον αμερικανικό ιστότοπο Atlantic.

Ads

Κι όμως… το αμερικανικό Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι στέλνει στη Μέση Ανατολή συστοιχίες πυραύλων Patriot, ενώ στη δύναμη κρούσης συγκαταλέγονται αεροπλανοφόρο και βομβαρδιστικά B-52, στον απόηχο της απόφασης του Ντόναλντ Τραμπ να αποσυρθούν οι ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και να επιβληθούν εκ νέου οικονομικές κυρώσεις.

Οι δυσοίωνες εξελίξεις

Σύμφωνα με την αποκάλυψη των New York Times, την οποία ο Τραμπ χαρακτήρισε fake news, σε μια συνεδρίαση των συμβούλων εθνικής ασφαλείας του προέδρου Τραμπ την περασμένη εβδομάδα, ο εκτελών χρέη υπουργού Αμύνης Πάτρικ Σάναχαν παρουσίασε ένα στρατιωτικό σχέδιο που προβλέπει την αποστολή ως και 120.000 στρατιωτών στη Μέση Ανατολή αν το Ιράν επιτεθεί σε αμερικανικές δυνάμεις ή επιταχύνει τις εργασίες του για πυρηνικά όπλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός αυτός είναι κοντά στον αριθμό των στρατιωτών που εισέβαλαν το 2003 στο Ιράκ. Το σχέδιο αυτό προετοιμάστηκε με εντολή των σκληροπυρηνικών της κυβέρνησης, με επικεφαλής τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον.

Ads

image

Παράλληλα, ορισμένα τάνκερ δέχθηκαν επίθεση ή έγιναν αντικείμενο σαμποτάζ το περασμένο Σαββατοκύριακο στα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα και Αμερικανοί αξιωματούχοι υποπτεύονται ότι την ευθύνη τη φέρει το Ιράν. Ο πρόεδρος Τραμπ αναφέρθηκε επίσης πρόσφατα, χωρίς αποδείξεις, σε νέες πληροφορίες της αντικατασκοπείας ότι το Ιράν κινητοποιεί οργανώσεις στο Ιράκ και τη Συρία για να επιτεθούν εναντίον αμερικανικών δυνάμεων.

Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα επιδείξουν αυτοσυγκράτηση έπειτα από τις επιθέσεις εναντίον δεξαμενόπλοιων στα ανοιχτά της χώρας, και είναι δεσμευμένα στην αποκλιμάκωση μπροστά σε μια «δύσκολη κατάσταση» που προκλήθηκε από την συμπεριφορά του Ιράν στην περιοχή, δήλωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΑΕ Ανουάρ Γκαργκάς. Ο ανώτερος αξιωματούχος των ΗΑΕ τόνισε ότι δεν θα κάνει εικασίες για το ποιος βρίσκεται πίσω από τις πράξεις δολιοφθοράς εναντίον τεσσάρων πλοίων την Κυριακή, στο λιμάνι της Φουτζέιρα, ακριβώς έξω από το Στενό του Χορμούζ, ενώ η έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός των επόμενων ημερών.

«Πρέπει να επιδείξουμε προσοχή και καλή κρίση. Είναι εύκολο να εκτοξεύουμε κατηγορίες, αλλά είναι μια δύσκολη κατάσταση, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα και μεταξύ αυτών είναι η ιρανική συμπεριφορά», τόνισε, αναφερόμενος στις ανησυχίες για το πυραυλικό πρόγραμμα του Ιράν και την πολιτική της Τεχεράνης στην περιοχή.

Η αμερικανική κυβέρνηση είναι διχασμένη για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το Ιράν, σύμφωνα με τα αμερικανικά μμε, ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος διέψευσε, μέσω του Twitter, ότι υπάρχουν εσωτερικές διαφωνίες στου κόλπους της κυβέρνησής του όσον αφορά την «πολιτική της ισχύος» που θέλει να εφαρμόσει στη Μέση Ανατολή.

«Εκφράζονται διαφορετικές απόψεις και εγώ λαμβάνω την τελική και οριστική απόφαση, είναι μια πολύ απλή διαδικασία», διαβεβαίωσε.

«Βρισκόμαστε στην κόψη μιας πλήρους κλίμακας σύγκρουσης με τον εχθρό» προειδοποίησε σήμερα ο διοικητής των Φρουρών της Επανάστασης Χοσεΐν Σαλαμί, σύμφωνα με το ιρανικό πρακτορείο ειδήσεων Fars. Νωρίτερα, αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η ανάκληση των διπλωματών οφείλεται σε «επικείμενη απειλή» που έχει «άμεση σχέση με το Ιράν».

«Αυτή η στιγμή στην ιστορία, επειδή ο εχθρός εισήλθε στο πεδίο της σύγκρουσης με μας με όλη την πιθανή δυναμικότητα, είναι η πιο αποφασιστική στιγμή της ισλαμικής επανάστασης», είπε ο αντιστράτηγος Σαλαμί.

image

Ο Ντόναλντ Τραμπ από την πλευρά του δήλωσε «βέβαιος ότι το Ιράν θα θελήσει σύντομα να συζητήσει» με την Ουάσιγκτον, παρά την κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών.

Εν τω μεταξύ, σε έναν συναγερμό ασφαλείας, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή στο αμερικανικό κυβερνητικό προσωπικό που δεν είναι τελείως απαραίτητο της πρεσβείας στη Βαγδάτη να φύγει από τη χώρα όπως και στο προσωπικό του προξενείου στο Αρμπίλ στο ιρακινού Κουρδιστάν. Αρχικά έκανε λόγο για «αυξημένη ροή απειλών» χωρίς να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις.

Η πρεσβεία συνέστησε σε αυτά τα μέλη του προσωπικού της να φύγουν από το Ιράκ με εμπορικά αεροσκάφη «το ταχύτερο δυνατόν».

Ενδιαφέρον είχε πάντως η «αντιπαράθεση» ανάμεσα στο Πεντάγωνο και τον Βρετανό στρατηγό Κρις Γκίκα, που είναι εκπρόσωπος του διεθνούς συνασπισμού των ΗΠΑ και των συμμάχων τους κατά του «Ισλαμικού Κράτους» στο Ιράκ και τη Συρία, ο οποίος αμφισβήτησε το βράδυ της Τρίτης ότι «υπάρχει αυξημένη απειλή από δυνάμεις που υποστηρίζονται από το Ιράν στο Ιράκ και τη Συρία». Ακολούθησε «διορθωτική» ανακοίνωση από την Κεντρική Διοίκηση του αμερικανικού στρατού (CENTCOM), που ανέφερε πως οι δηλώσεις του Βρετανού στρατηγού ήταν «αντίθετες προς τις αναγνωρισμένες αξιόπιστες απειλές που είναι διαθέσιμες από τις αμερικανικές και συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες για τις υποστηριζόμενες από το Ιράν δυνάμεις στην περιοχή».

Την ίδια στιγμή, η Γερμανία και η Ολλανδία ανακοίνωσαν ότι αναστέλλουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, λόγω της αυξημένης έντασης στην περιοχή.

Η κλιμάκωση της έντασης στο Ιράν αναμένεται να κυριαρχήσει στη σύνοδο των πετρελαιοπαραγωγών του ΟΠΕΚ, αυτό το σαββατοκύριακο στην πόλη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Κυρίαρχο το θέμα των κυρώσεων στις ιρανικές εξαγωγές πετρελαίου που απειλεί να επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να προειδοποιεί ότι δεν συνηγορεί. Ήδη, πάντως, οι τιμές του πετρελαίου, εκτοξεύθηκαν ήδη κοντά στα 72 δολάρια το βαρέλι στο Λονδίνο λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων.

Και οι ακόμη πιο δυσοίωνες εκτιμήσεις

Στις 20 Μαρτίου του 2003, οι ΗΠΑ, υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου, η Βρετανία, υπό την πρωθυπουργία, Τόνι Μπλερ, και οι σύμμαχοί τους εισέβαλαν στο Ιράκ σε ένα πόλεμο «κατά της τρομοκρατίας», με αφορμή την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης.

Αν και τελικά ο Σαντάμ Χουσεϊν ανατράπηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα από την εισβολή και τελικά εκτελέστηκε τον Δεκέμβριο του 2006, η προπαγανδιστική ρητορική των επιτιθέμενων προέκυψε ως ένα ηχηρότατο φιάσκο, αφού, όχι μόνο δεν βρέθηκαν τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής, αλλά η εισβολή οδήγησε σε μια μακροχρόνια κατοχή της χώρας, που προκάλεσε υπερπολλαπλάσια θύματα και καταστροφές των υποδομών της από όσα είχε προκαλέσει η ίδια η επίθεση, με οικονομικές και πολιτικές συνέπειες που μέχρι σήμερα η Δύση διαχειρίζεται με εξαιρετικά μεγάλο κόστος και δυσκολία. Επιπλέον, η ίδια η πραγματική αιτία της εισβολής, δηλαδή ο έλεγχος των ενεργειακών δρόμων της ευρύτερης περιοχής, προέκυψε επίσης ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα, με τον πόλεμο στην Συρία να αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό τεκμήριο των τραγικών «απόηχων» της εισβολής στο Ιράκ.

Η σύγκριση με έναν ενδεχόμενο πόλεμο με το Ιράν είναι αναπόφευκτη, σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχει μια ομοιότητα κλειδί, σύμφωνα με το Atlantic. Tώρα, όπως και τότε, το αμερικανικό κοινό βρίσκεται σε μια ομίχλη, αφού όλα είναι άγνωστα. Άγνωστο παραμένει ποιος ήταν πίσω από το σαμποτάζ στα τάνκερ, για το οποίο το Ιράν έχει αρνηθεί την ευθύνη, αλλά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ υποψιάζονται ότι είναι έργο τους. Άγνωστο είναι το τι ακριβώς προκάλεσε τη διαταγή «εκκαθάρισης» από αμερικανούς διπλωμάτες της πρεσβείας στο Ιράκ.
Άγνωστες παραμένουν οι «ανησυχητικές και προκλητικές ενδείξεις και προειδοποιήσεις» του Ιράν που επικαλούνται οι αμερικανοί αξιωματούχοι, άγνωστο για το αν και πόση στρατιωτική δύναμη θα σταλεί.

Στην πραγματικότητα, δεδομένης της ιστορίας των αμερικανοιρανικών σχέσεων κατά τη διάρκεια της διοίκησης Τραμπ, μια πιθανότητα είναι οι τρέχουσες εντάσεις να είναι μια ρουτίνα και να υποχωρήσουν, όπως πολλοί προηγούμενοι γύροι έντασης.

Το πρόβλημα είναι ότι η κλιμάκωση της έντασης συμβαίνει στο πλαίσιο ομιχλώδους και ελλιπούς πληροφόρησης, οπως αναφέρει το Atlantic, καθώς οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ αναφέρουν πληροφορίες απειλών του Ιράν χωρίς να λένε ποιες είναι αυτές οι απειλές. Ταυτόχρονα οι Ιρανοί γίνονται δέκτες πολλών πληροφοριών και η ερμηνεία που θα δώσουν και ο τρόπος που μπορεί να αντιδράσουν δεν μπορεί να προβλεφθεί.

«Υπάρχουν σημαντικές διαφορές με το Ιράκ. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι Αμερικανοί αξιωματούχοι παρουσιάζουν την υποτιθέμενη νέα ιρανική απειλή είναι ανεπαρκής. Δεν έχουμε δει καθόλου λεπτομέρειες σχετικά με αυτό. Πού είναι η δημοσίευση των πληροφοριών που είναι πολύ βασικές για τα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης; Τις έχουν καταθέσει στο Κογκρέσο; Τι δικαιολογεί αυτά τα πολύ ακραία μέτρα;» δήλωσε ο Greg Thielmann, πρώην ανώτερος αξιωματούχος της Υπηρεσίας Πληροφοριών του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος εργάστηκε στον πόλεμο με το Ιράκ.

Οι πρόσφατες κινήσεις της Αμερικής δεν απέχουν πολύ από την πρακτική του παρελθόντος.

O πόλεμος στο Ιράκ άξιζε τον κόπο, «έβγαλε τα λεφτά του», υποστηρίζει στην αυτοβιογραφία του ο πρώην υπουργός άμυνας των ΗΠΑ, Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος απομακρύνθηκε το 2006, αφού οι επιχειρήσεις στο Ιράκ είχαν βαλτώσει μετά από 3,5 χρόνια.

Ο πρώην υπουργός απεικονίζει τον Μπους να προεδρεύει σε μία διαδικασία εθνικής ασφαλείας, η οποία διακρίνεται για ασυναρτησία στη λήψη των αποφάσεων και αλλαγές πολιτικής, που αποτελούσαν μειονέκτημα στην πολεμική προσπάθεια ενώ υπαινίσσεται ότι ήταν σφάλμα του προέδρου που δεν έκανε περισσότερα για να επιλύσει τις διαφωνίες ανάμεσα στους κορυφαίους συμβούλους του.

Ο Ράμσφελντ είχε αναδειχθεί αναδείχθηκε πριν από καιρό σε σύμβολο ενός πολέμου, ωστόσο η καθοδική πορεία του Ράμσφελντ ήταν τόσο εντυπωσιακή που ελάχιστοι θα θυμούνται την ανοδική.

Σήμερα, πολλοί Αμερικανοί αναλυτές παρομοιάζουν τον Ράμσφελντ με τον σύμβουλο εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον, καθώς βρίσκουν πολλά κοινά μεταξύ τους, γεγονός που τους προκαλεί έντονη ανησυχία.

image

Η ιδέα της επανάληψης ενός τέτοιου πολέμου, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα δεδομένου ότι το Ιράν είναι σχεδόν 4 φορές μεγαλύτερο από το Ιράκ και 3 φορές περισσότερο πυκνοκατοικημένο, χωρίς συμμάχους, χωρίς δικαιολογία και χωρίς κανένα σχέδιο τρομάζει και τη φαντασία.

Υπενθυμίζεται δε, ότι ο Τζορτζ Μπους είχε βρει διεθνείς συμμάχους για τον πόλεμο στο Ιράκ, ζήτησε και πήρε άδεια του Κογκρέσου για χρήση βίας, ζήτησε και έλαβε ψηφίσματα από τα Ηνωμένα Έθνη, δημιούργησε στρατιωτικό συνασπισμό που περιελάμβανε όχι μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και πολλούς άλλους συμμάχους, κυρίως την Αυστραλία, την Πολωνία και την Ισπανία.

Σήμερα όμως, κανένα κράτος της Δυτικής Ευρώπης δεν θα δεχόταν να συνταχθεί με τον Τραμπ σε έναν πόλεμο εναντίον του Ιράν, πράγμα που θα απομόνωνε τις ΗΠΑ.

Ενώ οι γείτονες του Ιράκ (Τουρκία, Ιράν Σαουδική Αραβία) είχαν υποστεί κακομεταχείριση από τον Σαντάμ και δεν αντιστάθηκαν σθεναρά στην εισβολή του Μπους, οι Σιίτες Ιρακινοί, πολλοί Σύριοι, οι Χαζάρα του Αφγανιστάν και οι περίπου 40 εκατομμύρια Σιίτες του Πακιστάν θα υποστήριζαν τώρα το Ιράν.

Ο Μπους κινητοποίησε επίσης την αμερικανική κοινή γνώμη, επικαλούμενος την τρομοκρατία μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, ενώ τον υποστήριξαν και οι κορυφαίοι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο.

Κανένα από αυτά δεν ήταν αρκετό για να φέρει επιτυχία. Αλλά ήταν πολλά περισσότερα από όσα έχουν γίνει για να προετοιμαστεί μια σύγκρουση με το Ιράν το 2019.