Έξι μήνες απομένουν μέχρι τις προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α. και  ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πιθανό να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Οι Αμερικανοί μετρούν τις διαφορές ανάμεσα στους δύο υποψηφίους στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής. Τι μπορεί να σημαίνει, όμως, μια επιστροφή Τραμπ στην Προεδρία για τον υπόλοιπο κόσμο και πώς θα μπορούσε να κινηθεί σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στην περίπτωση που κερδίσει στις επερχόμενες εκλογές;

Ads

Οι σχέσεις με την Κίνα, το ΝΑΤΟ και οι δύο πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Γάζα αποτελούν ζητήματα με τα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ έχει, ήδη, υπονοήσει ότι είναι πολύ πιθανό να ασχοληθεί. Πρόσφατες δηλώσεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και υπομνήματα που διέρρευσαν, καθώς και η τελευταία θητεία του ως πρόεδρος σηματοδοτούν κινήσεις που μπορούμε να περιμένουμε στο μέλλον.

«Λίγες επιτυχίες – και πολύ περισσότερες αποτυχίες» περιγράφει ο καθηγητής διεθνών σχέσεων του Χάρβαρντ Στίβεν Γουόλτ την εξωτερική πολιτική του Τραμπ στην πρώτη του θητεία.

Ο Τζόελ Ρούμπιν, αναπληρωτής βοηθός υπουργός Εξωτερικών για νομοθετικές υποθέσεις στην κυβέρνηση Ομπάμα, χαρακτήρισε το σύνθημα του Τραμπ “America First” (Πρώτα η Αμερική) ως “Πρώτα η Αμερική, αλλά στην πραγματικότητα μόνο η Αμερική”, τονίζοντας τον απομονωτισμό που πρεσβεύει ο Τραμπ. Θα μπορούσε, όμως, αυτή η στάση του απέναντι στον υπόλοιπο Κόσμο να έχει κάποιες θετικές επιπτώσεις αναρωτιέται σε άρθρο του στο The Conversation ο Κρίστοφερ Φέδερστοουν, αναπ. Λέκτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του York.

Ads
EPA/ERIK S. LESSER

ΝΑΤΟ

Ο Τραμπ είχε μια αμφιταλαντευόμενη σχέση με το ΝΑΤΟ κατά την πρώτη του θητεία. Τον Ιανουάριο του 2017 δήλωσε ότι ο οργανισμός είναι “παρωχημένος” για να υπαναχωρήσει από τη θέση αυτή αργότερα. Ωστόσο, η ζημιά με τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ είχε ήδη γίνει και οι σχέσεις παρέμειναν παγωμένες.

Πριν από λίγους μήνες ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι αν επανεκλεγεί θα περικόψει τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ ή ότι δεν θα τηρήσει το άρθρο 5 της ιδρυτικής συνθήκης της Συμμαχίας, το οποίο λέει ότι αν ένα μέλος του ΝΑΤΟ δεχθεί στρατιωτική επίθεση, τα υπόλοιπα υποχρεούνται να συνδράμουν. Αυτό έχει προκαλέσει ανησυχία σε όλη την Ευρώπη.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις προειδοποιήσεις του Τραμπ κάποια ευρωπαϊκά κράτη, μέλη της Συμμαχίας, έχουν αρχίσει να αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες και τον αριθμό των στρατευμάτων για να συνδράμουν στην αναχαίτιση της Ρωσίας στον πόλεμο με την Ουκρανία.

Κάποιοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι πρόθεση του Τραμπ ήταν να ωθήσει τους ευρωπαίους συμμάχους των ΗΠΑ να αυξήσουν τη στρατιωτική ικανότητα και τις δαπάνες τους. Υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι αυτό αποτελεί, ήδη, επιτυχία του Τραμπ.

Ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που καλεί τους συμμάχους του ΝΑΤΟ σε μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι πρόεδροι των ΗΠΑ απηύθυναν το ίδιο μήνυμα προς το ΝΑΤΟ. Η διαφορά είχε να κάνει με τη σοβαρότητα στον λόγο του και τον απειλητικό τρόπο του υποστηρίζει ο Φεδερστόουν στο The Conversation.

Ένας πρώην υπουργός Άμυνας της κυβέρνησης Τραμπ, ο Τζέιμς Μάτις, έχει αναφέρει ότι στις αρχικές του συναντήσεις με τον Τραμπ πάσχιζε να πείσει τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ ότι “αν δεν υπήρχε το ΝΑΤΟ ο Τραμπ θα ήθελε να το δημιουργήσει”.

Ωστόσο, σε μια δεύτερη κυβερνητική θητεία, ο Τραμπ είναι πιθανό να μην διορίσει και πολλά στελέχη που να είναι τόσο υπέρ των διεθνών συμμαχιών. Σύμφωνα με πληροφορίες ενόψει του Νοεμβρίου έχει συσταθεί ειδική ομάδα για την επιλογή νέων στελεχών που θα είναι απολύτως σύμφωνοι με τις προσεγγίσεις του Τραμπ.

Κίνα

Στην προηγούμενη θητεία του ο Τραμπ είχε επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας και στο πώς η σχέση μεταξύ των δύο χωρών έπρεπε να αλλάξει. Η διαπάλη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αποτέλεσε κεντρικό σημείο της ρητορικής του για την εξωτερική πολιτική τόσο ως πρόεδρος, όσο και ως υποψήφιος.
Τον Ιανουάριο του 2020 ο Τραμπ ανακοίνωσε δασμούς ύψους σχεδόν 360 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα, επιδιώκοντας να δώσει κίνητρα στους Αμερικανούς καταναλωτές για να αγοράζουν προϊόντα made in USA. Παρόλα αυτά, κατά γενική ομολογία τα μέτρα αυτά στην πραγματικότητα ζημίωσαν τόσο την οικονομία των ΗΠΑ όσο και της Κίνας.

Η επιστροφή του Τραμπ στο Οβάλ Γραφείο είναι πιθανό να σημάνει και την επιστροφή σε αυτή τη σκληρή προσέγγιση απέναντι στην Κίνα. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Time, άφησε να εννοηθεί ότι η επιβολή δασμών άνω του 60% στα κινεζικά προϊόντα ήταν μέρος του σχεδίου του. Αυτό σημαίνει πως μπορεί η προηγούμενη δασμολόγησή του να μη στέφθηκε από επιτυχία, υπάρχει όμως μεγάλη πιθανότητα ο Τραμπ να ακολουθήσει και πάλι μια παρόμοια σκληρή πολιτική έναντι της Κίνας, αν εκλεγεί.

© EPA/JUSTIN LANE

Ρωσία

Οι σχέσεις του με συγκεκριμένους ηγέτες και απολυτάρχες, των οποίων η ρητορική ομοιάζει με αυτή του Τραμπ είναι άλλο ένα θέμα που πιθανόν να προκύψει και πάλι. Από τον Βλαντιμίρ Πούτιν έως τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και από τον Κιμ Γιονγκ Ουν έως τον Ζαΐρ Μπολσονάρου, ο Τραμπ υπήρξε ιδιαίτερα φιλικός απέναντι σε άλλους “ισχυρούς” ηγέτες του κόσμου στην προηγούμενή του θητεία.

Οι σχέσεις του Τραμπ με αυτούς τους “επίσης ισχυρούς χαρακτήρες” του δίνουν ίσως την εντύπωση ότι θα μπορούσε να τους ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή. Αυτή η πεποίθηση μπορεί να προκάλεσε και την περίφημη δήλωσή του ότι έχει τη δυνατότητα να “λύσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε μια μέρα”. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά στην προηγούμενη εμπειρία δείχνει ότι οι “φίλοι” του δεν είναι πάντα σύμφωνοι με τις απόψεις του.

Όταν, το 2019, ο Τραμπ προέτρεψε τον Ερντογάν να μην αναλάβει στρατιωτική δράση εναντίον των Κούρδων της Συρίας, ο Τούρκος πρόεδρος αγνόησε σαφώς τη συμβουλή του.

Ο Τραμπ έχει δηλώσει ότι δεν θα χρηματοδοτούσε την ουκρανική κυβέρνηση στον αγώνα της κατά της ρωσικής εισβολής αν γινόταν πρόεδρος, καλώντας την Ευρώπη να επωμιστεί το οικονομικό βάρος. Η δήλωση αυτή μπορεί να αφήσει στον Πούτιν την εντύπωση ότι δεν χρειάζεται να συγκρατήσει τις στρατιωτικές προόδους στην Ουκρανία ή να ανησυχεί για την αντίδραση των ΗΠΑ.

Μέση Ανατολή

Ο Τραμπ έχει περιγράψει τον εαυτό του ως τον “πιο φιλοϊσραηλινό” πρόεδρο στην ιστορία. Το σχέδιό του “Ειρήνη προς την ευημερία” έχει χαρακτηριστεί ως μια μνημειώδης μετατόπιση από προηγούμενες προσπάθειες.

Το σχέδιο πρότεινε τη νομιμοποίηση των ισραηλινών εποικισμών στη Δυτική Όχθη, την καθιέρωση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας της παλαιστινιακής επικράτειας και, σύμφωνα με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), την παραχώρηση στους Παλαιστίνιους του ελέγχου μόλις του “15% των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης”.

Ο Τραμπ μετέφερε, επίσης, την πρεσβεία των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις από μουσουλμάνους ηγέτες. Την Ιερουσαλήμ διεκδικούν ως πρωτεύουσά τους τόσο οι Παλαιστίνιοι, όσο και το Ισραήλ. Πρόσφατα, όμως, άφησε να εννοηθεί μια δυσαρέσκεια με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Μπενιαμίν Νετανιάχου, και άσκησε κριτική στην πολιτική του.

Με αυτά τα δεδομένα είναι αμφίβολο αν μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να φέρει κοντά τα δύο μέρη για να διαπραγματευτούν στη σημερινή συγκυρία του πολέμου στη Γάζα.

Ένα άλλο βασικό σημείο της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ ήταν το Ιράν και η απειλή που αυτό αποτελούσε. Η αντίδρασή του στην πρόσφατη επίθεση ιρανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στο Ισραήλ καταδεικνύει ότι το ίδιο θα ισχύσει και το 2025, εάν εκλεγεί. Ο Τραμπ αναδημοσίευσε ένα tweet από το 2018, όπου προειδοποιούσε τον Ιρανό πρόεδρο να είναι προσεκτικός με τις απειλές του απέναντι στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Φεδερστόουν, ο Τραμπ είναι πιθανό να συνεχίσει την επιθετική ρητορική προς το Ιράν.

Με βάση τα σχόλια της προεκλογικής εκστρατείας και τις προηγούμενες πολιτικές του, μια ακόμη προεδρία Τραμπ απειλεί να βαθύνει τον απομονωτισμό των ΗΠΑ και την υποχώρηση της χώρας από τις δεσμεύσεις της απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς. Με αυτά τα δεδομένα στην εξωτερική πολιτική της προηγούμενης θητείας του Τραμπ, δύσκολα να δούμε θετικά στην εξωτερική πολιτική της εποχής Trump 2.0, αν φυσικά νικήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου καταλήγει το The Conversation.