Συνεχίζονται οι αποκαλύψεις για την ανάμιξη της διαβόητης Goldman Sachs στην κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ η οποία τράπεζα, παρόλα αυτά, διατηρεί το ρόλο της ως συνομιλητής της ελληνικής κυβέρνησης. «Απολύτως αβάσιμους» χαρακτηρίζει, από την πλευρά της, η Goldman Sachs, τους «ισχυρισμούς» της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ(SEC) «τόσο σε νομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο γεγονότων και διατυπώνουμε έντονες ενστάσεις».

Ads

Η διοίκηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) στέλνει την Goldman Sachs στα δικαστήρια με την κατηγορία ότι εξαπάτησε επενδυτές πουλώντας τοξικά δάνεια ενώ η ίδια στοιχημάτιζε εναντίον των προϊόντων που διακινούσε. Φέτος, η Goldman Sachs επιχείρησε να πουλήσει ελληνικά ομόλογα σε Κινέζους αλλά η δημοσιοποίηση του θέματος χάλασε τη συμφωνία.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός Gordon Brown ζήτησε χθες από τις βρετανικές αρχές εποπτείας (FSA) να ξεκινήσουν έρευνες, δηλώνοντας «σοκαρισμένος» από την «ηθική χρεοκοπία» που διαπιστώθηκε στην υπόθεση. Παράλληλα, το αρμόδιο γερμανικό εποπτικό όργανο BaFin θα ζητήσει από την SEC τα στοιχεία της έρευνας και θα εξετάσει τις νομικές διαδικασίες στις οποίες ενδεχομένως θα προβεί, όπως ανακοίνωσε η γερμανική καγκελαρία.

Αναφερόμενη στη δίωξη που κατέθεσε σε βάρος της η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Goldman Sachs, με ανακοίνωσή της, απαντά στις κατηγορίες.

Ads

Στην κατηγορία της SEC ότι ένας από τους υπαλλήλους της παραπλάνησε δύο θεσμικούς επενδυτές μη αποκαλύπτοντας τη συμμετοχή της Paulson & Co στη συναλλαγή, η Goldman Sachs υποστηρίζει ότι «δεν θα ανεχόταν επ’ ουδενί κάποιος υπάλληλος της να παραπλανεί τους επενδυτές, τους συμβαλλόμενους ή τους πελάτες της. Εάν προκύψουν αξιόπιστα στοιχεία για μια τέτοια συμπεριφορά, εμείς θα είμαστε οι πρώτοι που θα την καταδικάσουμε και να προβούμε στις ανάλογες πράξεις».

Η SEC δεν υποστηρίζει ότι οι δύο θεσμικοί επενδυτές δεν γνώριζαν σε τι ακριβώς επένδυαν, πρόκειται, άλλωστε, για ιδρύματα που έχουν τεράστια εμπειρία στην αγορά των δομημένων ομολόγων (collateralised debt obligation – CDO), τονίζει, προσθέτοντας ότι η συγκεκριμένη συναλλαγή τελούσε υπό την εποπτεία της SEC επί 18 μήνες.

Σύμφωνα με την επενδυτική τράπεζα, στη ιδιωτική αυτή συναλλαγή, λειτουργούσε κυρίως ως διαμεσολαβητής προκειμένου να διευκολύνει την επίτευξη των επενδυτικών στόχων των δύο πελατών. Στα έγγραφα της προσφοράς περιλαμβάνονταν διεξοδικές γνωστοποιήσεις για καθέναν από τους τίτλους που περιλάμβανε το χαρτοφυλάκιο αναφοράς, όπως ακριβώς αυτές που ζητά η SEC στις δημόσιες συναλλαγές.

Καθ’ όλη τη διαδικασία επιλογής του χαρτοφυλακίου αναφοράς, η ACA Capital Management, η οποία λειτουργούσε ταυτόχρονα και ως υπεύθυνος επιλογής χαρτοφυλακίου και ως ο πλειοψηφικός μέτοχος στη συναλλαγή (με 951 εκατ. δολάρια), αξιολόγησε κάθε τίτλο του χαρτοφυλακίου χωριστά χρησιμοποιώντας τα δικά της μοντέλα και μεθόδους ανάλυσης.

«Η ACA απέρριψε πολλούς τίτλους που πρότεινε η Paulson & Co, περιλαμβάνοντας τελικώς στο χαρτοφυλάκιο σχεδόν τους μισούς τίτλους από αυτούς που πρότεινε αρχικά. Για το ρόλο της αυτό στην ανάλυση και την έγκριση του υποκείμενου χαρτοφυλακίου εισέπραξε αμοιβή», επισημαίνει η τράπεζα.