Η Τουρκία βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης και σύμφωνα με πληροφορίες εξετάζεται πλέον η προσφυγή στο ΔΝΤ και η εφαρμογή capital controls. Η ελεύθερη πτώση της λίρας και ο αυξανόμενος πληθωρισμός πλήττουν τους Τούρκους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις και έχουν οδηγήσει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε αδιέξοδο. Το βαρύ οικονομικό κλίμα ενισχύεται και από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, ενώ οι σπασμωδικές κινήσεις του Τούρκου προέδρου όχι μόνο δεν ανέστρεψαν το κλίμα, αλλά αντίθετα έχουν πλήξει σημαντικά την αξιοπιστία της τουρκικής οικονομίας. 

Ads

Η κεντρική τράπεζα και η κυβέρνηση αδυνατούν να σταματήσουν την κατάρρευση της λίρας που υποχωρεί εδώ και μήνες, ενώ η απόδοση των 10ετών ομολόγων ξεπέρασαν το 15%. Επιπλέον η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά και η σημαντική αύξηση του εξωτερικού χρέους, που είχε καταγραφεί πολύ πριν τις εκλογές, είχαν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στους επενδυτές, που εγκαταλείπουν σταδιακά την τουρκική οικονομία. Υπενθυμίζεται πως η οικονομική κρίση αποτέλεσε και το σημαντικότερο λόγο της επίσπευσης των εκλογών, ενώ η σημαντική εξάρτηση της χώρας από τις επενδυτικές ροές καθιστά δύσκολη την εξεύρεση μιας ασφαλής διεξόδου. 

Οι αναλυτές σημειώνουν πως η ηγεσία της Τουρκίας δεν έχει άλλη επιλογή παρά να αυξήσει δραματικά το κόστος δανεισμού τις επόμενες ημέρες, ωστόσο ο Eρντογάν είναι ένας από τους πιο σφοδρούς επικριτές της αύξησης των επιτοκίων. Αξίζει να σημειωθεί πως η πτώση του νομίσματος επιδεινώθηκε από την αυξανόμενη τάση του Τούρκου Προέδρου να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής, αντιτιθέμενος στη χρήση υψηλότερων επιτοκίων για να αποφύγει την υπερθέρμανση της οικονομίας. Ο Ερντογάν επιθυμεί χαμηλότερο κόστος δανεισμού, δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια, ώστε να τροφοδοτήσει την πιστωτική και οικονομική επέκταση, παρόλο που ο πληθωρισμός ξεπερνά το 15%.

Οι φόβοι για κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας ενισχύθηκαν από την πρόθεση των ΗΠΑ να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις ως αντίποινα στη συνεχιζόμενη κράτηση του αμερικανού Πάστορα Άντριου Μπράνσον. Η ενδεχόμενη κατάργηση της αδασμολόγητης πρόσβασης στη μεγαλύτερη αγορά για τις τουρκικές εξαγωγές θα αποτελέσει ένα καθοριστικό χτύπημα τόσο για την τουρκική λίρα, όσο και για την οικονομία εν γένει, καθώς θα στερήσει μια σημαντική πηγή εισροής ξένου χρήματος.

Ads

Υπενθυμίζεται πως η Ουάσινγκτον έχει ήδη ανακοινώσει τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και την απαγόρευση εισόδου σε δύο Τούρκους υπουργούς στο πλαίσιο των πιέσεων που ασκεί για την απελευθέρωση του Μπράνσον, ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορίες για κατασκοπεία υπέρ των Κούρδων ανταρτών και συμμετοχή στο κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα έχει κατηγορήσει ως ενορχηστρωτή του αποτυχημένου πραξικοπήματος του 2016.

Αν και η Τουρκία φαίνεται να αναζητά μια διπλωματική λύση, ο Γουίλιαμ Τζάκσον, οικονομολόγος της Capital Economics, ειδικός στις αναδυόμενες αγορές, μιλώντας στον Guardian εκτιμά πως πλέον η άμεση δράση της κεντρικής τράπεζας είναι αναπόφευκτη. Μάλιστα σημειώνει πως το βασικό επιτόκιο θα πρέπει να αυξηθεί κατά 2% εντός των επόμενων ημερών και όχι κατά τους προσεχείς μήνες, όπως ανέφεραν οι αρχικές προβλέψεις. «Όμως το γεγονός πως η Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια κατά τη συνεδρίαση στα τέλη Ιουλίου, παρά την εκρηκτική άνοδο του πληθωρισμού, καταδεικνύει πως η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της νομισματική πολιτικής. Εκτιμάται λοιπόν πως δεν πρόκειται να υπάρξει η απαιτούμενη κίνηση για την ενίσχυση του νομίσματος και για αυτό το λόγο εντείνονται οι ανησυχίες των αγορών».

«Πρόβλημα ο αυταρχισμός του Ερντογάν»

Από τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας και μέχρι το 2015 η Τουρκία αποτελούσε έναν πόλο έλξης για ξένες επενδύσεις, τόσο λόγο της γεωγραφικής της θέσης, όσο και λόγο των πολιτικών υπέρ των επιχειρήσεων που εφάρμοσε για μια δεκαετία ο Ερντογάν. Παράλληλα ένας εγχώριος νέος επιχειρηματικός πληθυσμός βρήκε πρόσφορο έδαφος για να δράσει, χωρίς περιορισμούς και ελέγχους. Σημειώνεται πως μεγάλο ποσοστό αυτής της επιχειρηματικότητας αποτελούσε κομμάτι του κινήματος του Γκιουλέν. Όμως ο άλλοτε συνεργάτης εδώ και πέντε χρόνια βρέθηκε στο στόχαστρο του Ερντογάν και σήμερα αποτελεί τον νούμερο ένα εχθρό του. Αιτία ήταν οι αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς, με τον Ερντογάν να κάνει λόγο για «σκευωρία» που οργανώθηκε από τον εμβληματικό ιμάμη, ο οποίος παραμένει εδώ και χρόνια αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ.

Τις αποκαλύψεις το 2013 για τα μεγάλα σκάνδαλα διαφθοράς, ακολούθησαν οι τρομοκρατικές επιθέσεις το 2015 και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Όπως σημειώνουν οι Financial Times, τα προβλήματα της Τουρκίας επιδεινώθηκαν από την ολοένα και πιο αυταρχική ηγεσία του Ερντογάν και τις ανορθόδοξες παρεμβάσεις του στην οικονομία. Η αδιαφάνεια στην πολιτική του Τούρκου Προέδρου έπληξε την αξιοπιστία της χώρας, ενώ στην προσπάθεια του να ενισχύσει τη λαϊκή υποστήριξη προς το πρόσωπό του προχώρησε σε προεκλογικές υποσχέσεις για εκρηκτική αύξηση δαπανών, που έθαψαν οριστικά τη δημοσιονομική πειθαρχία. Η χαριστική βολή δόθηκε σε μια ομιλία του σε στελέχη επιχειρήσεων στο Λονδίνο, τον Μάιο, όπου ο Ερντογάν ισχυρίστηκε πως τα υψηλά επιτόκια ήταν αυτά που προκάλεσαν τον πληθωρισμό αντί να τον αντιμετωπίσουν, χαρακτηρίζοντάς τα ως «την πηγή του κακού».

Η μεγάλη εξάρτηση της τουρκικής οικονομίας από τους ξένους επενδυτές σε συνδυασμό με τις πολιτικές του Ερντογάν οδηγεί αναπόφευκτα την Τουρκία σε ένα καταστροφικό οικονομικό αδιέξοδο. Ο Τούρκος Πρόεδρος, ο οποίος με την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών διέλυσε κάθε ανεξάρτητο θεσμικό όργανο, δημιουργώντας ένα μοναρχικό κράτος, ελπίζει ενδεχομένως σε προσέλκυση περισσότερων δανείων από την Κίνα και άλλες αναδυόμενες αγορές. Όμως, όπως σημειώνουν οι Financial Times, η εμπειρία δείχνει πως ένα μέρος των άμεσων ξένων επενδύσεων μπορούν μεν να υποκατασταθούν, αλλά αυτό απαιτεί χρόνο, τον οποίο η Τουρκία δεν διαθέτει πλέον. Ιδιαίτερα όταν ο Ερντογάν με την απρόβλεπτη και επιθετική εξωτερική πολιτική του έχει οδηγήσει την Τουρκία σε απομόνωση, και ειδικά με τη Δύση.