Οι Εβδομάδες αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην Μπανγκόκ κορυφώθηκαν όταν το τελευταίο Σάββατο βαριά οπλισμένα στρατεύματα επιχείρησαν να σπάσουν ένα μπλοκ διαδηλωτών στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. Ως αποτέλεσμα, ο απολογισμός των νεκρών ανήλθε στους 23- 8 πολίτες και 5 στρατιώτες. Εκατοντάδες τραυματίστηκαν και από τις δυο πλευρές καθώς χιλιάδες διαδηλωτές παρέμειναν στις θέσεις τους και ανάγκασαν τα στρατεύματα να υποχωρήσουν.

Ads

Αυτό που εξερράγη στην Ταϊλάνδη είναι η πρώτη βασική φάση της ταξικής πάλης που έχει μεγάλη σημασία για τους εργαζόμενους σε όλη την περιοχή και διεθνώς. Η πικρή πολιτική διαμάχη στις κυβερνούσες ελίτ της Ταϊλάνδης κατά τα τέσσερα τελευταία χρόνια άνοιξε την πόρτα για τμήματα των φτωχών αγροτών και κατοίκων των πόλεων για την πολιτική ζωή. Μαζί με τις απαιτήσεις για άμεσες εκλογές, άρχισαν να εισβάλλουν και βαθύτερες κοινωνικές ανησυχίες για τη φτώχεια και την ανεργία.

Τόσο εμφανής είναι ο κοινωνικός διαχωρισμός που τα κλασικά μέσα στην Ταϊλάνδη και διεθνώς ωθήθηκαν να σχολιάσουν. Οι διαμαρτυρίες των «Κόκκινων Πουκάμισων» με την υποστήριξη του εκδιωγμένου πρωθυπουργού Thaksin Shinawatra, ενός δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία, είναι κάθε άλλο από ομοιογενείς αλλά ο τελευταίος όγκος των διαδηλωτών ήρθε από τις φτωχότερες αγροτικές περιοχές της χώρας. Καθώς οι διαδηλώσεις προχωρούσαν, ενώθηκαν και οι εργάτες με τους φτωχούς των πόλεων. Ιδιαίτερα ανησυχητικό για τους στρατιωτικούς ηγέτες ήταν τα εμφανή σημεία συμπάθειας μεταξύ των χαμηλών τάξεων του στρατού που προέρχονται από τα ίδια κοινωνικά στρώματα.

Ο κοινωνικός διαχωρισμός είναι ιδιαίτερα προφανής στην λαμπερή εμπορική περιοχή Ratchaprasong όπου οι χωρικοί με τα κόκκινα πουκάμισα έχουν κατασκηνώσει μεταξύ των εμπορικών κέντρων περιοπής και των ξενοδοχείων πέντε αστέρων της πρωτεύουσας. Μιλώντας στην Sydney Morning Herald ο Supawadee Khamhaeng, μια μανάβισσα από τον αγροτικό βορρά που κερδίζει 100 μπαχτ ή 3 αμερικανικά δολάρια τη μέρα, λέει ότι άντεξε τη φτώχεια στο παρελθόν. «Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο τώρα» λέει, «αυτοί είναι πάντα πλούσιοι, εμείς πάντα φτωχοί. Αυτό δεν είναι δημοκρατία».

Ads

Αυτό το σχόλιο περικλείει την δυσαρέσκεια και το θυμό των ευρύτερων στρωμάτων των ανθρώπων της εργασίας για το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών. Τα υπερβολικά πλούτη μιας μικροσκοπικής ελίτ συνέχισαν να πολλαπλασιάζονται ακόμα κι όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε περισσότερες δυσκολίες για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Επιπλέον, η «δημοκρατία» για τους πάμπφτωχους χωρικούς πάει παραπέρα από την επίσημη δημοκρατική απαίτηση του Thaksin και των ηγετών των διαδηλωτών για διενέργεια νέων εκλογών, για να περιλάβει το πιο βασικό κοινωνικό δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.

Η Ταϊλάνδη είναι ένα από τα πιο κοινωνικά άνισα κράτη της Ασίας. Σύμφωνα με την αναφορά της τράπεζας της Ταϊλάνδης, το ανώτερο 20% του πληθυσμού ελέγχει το 69% του εθνικού πλούτου, συγκρινόμενο με το 1% του χαμηλότερου 20%. Το μέσο εισόδημα του χαμηλότερου 20% είναι μόλις 1.443 μπαχτ ή 45 δολάρια το μήνα – το επίσημο όριο της φτώχειας. Καθώς η οικονομίας συρρικνώθηκε κατά 3,5% το περασμένο έτος και η πίστωση στέρεψε, ήταν οι μικρότεροι αγρότες, επιχειρηματίες και έμποροι, μαζί με την εργατική τάξη, που επλήγησαν χειρότερα. Η ανάκαμψη της οικονομικής ανάπτυξης και την έκρηξη στις τιμές των μετοχών φέτος δεν επανόρθωσαν τις στερήσεις που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη.

Οι κοινωνικές εντάσεις που εξερράγησαν στην Μπανγκόκ είναι ο προάγγελος των κοινωνικών αγώνων στην περιοχή και παγκοσμίως. Η πλουσιοπάροχη ευμάρεια της μικρής μειονότητας που πλούτισαν μέσω της κερδοσκοπίας και την εκμετάλλευσης των φτηνών χεριών εργασίας δεν εμφανίζεται μόνο στην Μπανγκόκ αλλά στην πλειοψηφία των μεγάλων πόλεων σε ολόκληρη την Ασία. Ο κοινωνικός διαχωρισμός σε Κίνα και Ινδία, όπου μια σχετική χούφτα ανθρώπων έγινε εκπληκτικά πλούσια εις βάρος εκατοντάδων εκατομμυρίων εργατών,θα έχει αναπόφευκτα κοινωνικά εκρηκτικές συνέπειες.

Την ίδια ώρα, οι διαδηλώσεις στην Ταϊλάνδη δείχνουν μακροχρόνια πολιτικά προβλήματα. Το αλλοπρόσαλλο αντικυβερνητικό κίνημα κυριαρχείται από το υποστηριζόμενο από το Ενωμένο Μέτωπο για τη Δημοκρατία κατά της Δικτατορίας (UDD) του Thaksin, το οποίο εκμεταλλεύεται τις διαδηλώσεις για περαιτέρω οικονομικά και πολιτικά οφέλη ενός τμήματος της ταϊλανδέζικης ελίτ. ΌΤαν ήταν στην εξουσία, μεταξύ 2001 και 2006, ο Thaksin ήταν εξίσου διατεθειμένος να τσαλαπατήσει τα δημοκρατικά δικαιώματα όσο και οι αντίπαλοί του. Οι περιορισμένες παροχές του στους φτωχούς είχαν κύριο στόχο την τόνωση της οικονομίας και την αναζωογόνηση των ταϊλανδέζικων επιχειρήσεων μετά την ασιατική οικονομική κρίση του 1997-98. Απρόλα αυτά, η οικονομική ατζέντα του διάτρεχε μακροχρόνια συστήματα προστασίας και αποξένωνε τις παραδοσιακές ελίτ της χώρας – το στρατό, την κρατική γραφειοκρατία και τη μοναρχία.

Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις έχουν πολεμήσει με αποφασιστικότητα και κουράγιο ωθούμενες από τη θεμελιώδη αίσθηση της κοινωνική αδικίας. Αλλά η ωμή πραγματικότητα είναι ότι αν αυτοί οι φτωχοί των πόλεων και της αγροτιάς μείνουν υπό την ηγεσία του UDD θα προδοθούν. Είναι μόνο απαραίτητο να ανακαλέσουμε το αποτέλεσμα των έντονων συγκρούσεων μεταξύ των αντικυβερνητικών διαδηλωτών και των στρατιωτών στην Μπανγκόκ τον περασμένο Απρίλιο. Μόλις οι διαδηλώσεις φάνηκαν ότι ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους, ο Thaksin και το UDD τερμάτισαν την καμπάνια τους.

Το επεισόδιο αυτό ήταν ακόμα μία επιβεβαίωση των βασικών δογμάτων της Θεωρίας της Μόνιμης Επανάστασης του Leon Trotsky – την οργανική ανικανότητα οποιουδήποτε τμήματος της μπουρζουαζίας σε χώρες καθυστερημένης καπιταλιστικής ανάπτυξης όπως η Ταϊλάνδη, να ικανοποιήσουν τις δημοκρατικές προσδοκίες και τις κοινωνικές ανάγκες των εργαζόμενου λαού. Μόνο το προλεταριάτο είναι ικανό να υπερασπίσει τα γνήσια δημοκρατικά δικαιώματα και την γεωργική μεταρρύθμιση που μπορεί να ξεσηκώσει τις αγροτικές μάζες σε έναν αγώνα για μια κυβέρνηση των εργατών και των αγροτών βασισμένη στις σοσιαλιστικές πολιτικές.

Η εργατική τάξη στην Ταϊλάνδη διευρύνθηκε εξαιρετικά σε μέγεθος και πολυπλοκότητα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών. Η Ταϊλάνδη είναι τώρα η 10η μεγαλύτερη χώρα στις εξαγωγές αυτοκινήτων παγκοσμίως και περί το μισό εκατομμύριο εργάτες απασχολούνται μοναχά σε αυτή τη βιομηχανία. Ωστόσο, στην παρούσα πολιτική αναταραχή, η εργατική τάξη δεν έχει ακόμα κάνει την παρουσία της αισθητή. Οι εργάτες έχουν αναμιχθεί μοναχά έως το σημείο όπου άτομα ενώθηκαν στις διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις του UDD.

Όπως οι ομόλογοί της σε όλο τον κόσμο, η εργατική τάξη της Ταϊλάνδης δεν έχει μαζικό πολιτικό κόμμα δικό της που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της τάξης της, βασισμένο σε ένα σοσιαλιστικό και διεθνιστικό πρόγραμμα. Τα περιορισμένα σωματεία λειτουργούν ως εργαλεία της κυβέρνησης και την εταιρικής ελίτ. Το Σταλινικό Κομουνιστικό Κόμμα της Ταϊλάνδης βασισμένο στην χρεοκοπημένη Μαοϊστική προοπτική του αγροτικού ανταρτοπολέμου, διαλύθηκε πριν από δυο δεκαετίες. Πρώην φοιτητικοί ριζοσπάστες από τις πολιτικές μάχες της δεκαετίας το 970 ενώθηκαν με τα στρατόπεδα της κυβερνώσας τάξης υπέρ ή κατά του Thaksin.

Εάν δεν αρχίσει να αναδύεται η δική της πολιτική φωνή, ανεξάρτητη από όλες τις λειτουργίες της καπιταλιστικής τάξης, η εργατική τάξη αντιμετωπίζει μεγάλους κινδύνους. Την επομένη των συγκρούσεων του περασμένου Σαββάτου, υπάρχει ήδη ο ανοιχτός διάλογος στους κυβερνώντες κύκλους για την αναγκαιότητα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος και το αμόλημα των τανκς και των στρατευμάτων για την αποκατάσταση της τάξης στους δρόμους. Αυτό γίνεται με την κάθετη πτώση στην αγορά μετοχών και την πιθανή καταστροφή στην τουριστική βιομηχανία, εν μέσω του παγκόσμιου οικονομικού κλίματος της συνεχιζόμενης αστάθειας και κρίσης.

Ο δρόμος προς τα μπροστά βρίσκεται στην δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος που να εκπροσωπεί τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Το απαραίτητο σοσιαλιστικό και διεθνιστικό πρόγραμμα και η προοπτική υπάρχουν μέσα στον παρατεταμένο αγώνα που έχει διεξάγει το διεθνές Τροτσκιστικό κίνημα – η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς (ICFI) – κατά του Σταλινισμού και όλες τις μορφές οπορτουνισμού. Σε αυτό πάνω πρέπει να θέσουν τη βάση οι εργάτες και οι νέοι άνθρωποι για τη σφυρηλάτηση ενός τμήματος της ICFI στην Ταϊλάνδη.

Πηγή: wsws.org