Πριν από λίγες μέρες, η αστυνομία της Νορβηγίας ανακοίνωσε πως, το άψυχο σώμα ενός βρέφους 18 μηνών που είχε βρεθεί την Πρωτοχρονιά στις ακτές της κοινότητας Καρμόι, ανήκει στον Αρτίν Ιρανεζχάντ, κουρδικής καταγωγής.

Ads

Προσπαθώντας να περάσει από τη Γαλλία στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάρκα, η κουρδο-ιρανική οικογένεια, η οποία αποτελούνταν από 5 μέλη, τον Artin,, τον Rasoul Iran-Nejad, 35, την Shiva Mohammad Panahi, 35, την Anita, 9 ετών και τον Armin, 6 ετών, βρέθηκε στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μην επιζήσει κανένα μέλος. Η οικογένεια προερχόταν από την πόλη της Σαρντάτ στο δυτικό Ιράν, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ.

Η νορβηγική αστυνομία επιβεβαίωσε 5 μήνες μετά την ταυτότητα του αγοριού μέσω εξετάσεων DNA, συγκρίνοντας το γενετικό υλικό με ενός στενού συγγενή του που έτυχε να ζει στη Νορβηγία.

Η ανακοίνωση της αστυνομίας ήταν το τελευταία κεφάλαιο της σύντομης ζωής του μικρού, η οποία σημαδεύτηκε από δύσκολα και μακρινά ταξίδια, τα οποία η οικογένεια πραγματοποίησε πιθανώς αγνοώντας όλους τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις στα σύνορα, αλλά και τις εχθρικές συνθήκες για τους πρόσφυγες στην Ευρώπη.

Σύμφωνα τον Guardian
, στις 7 Αυγούστου του 2020 η οικογένεια έφυγε από το σπίτι της στο Σαρντάτ του Δυτικού Ιράν. Αφού κατευθύνθηκε προς την Τουρκία, πέρασε με βάρκα στην Ιταλία, για να φτάσει στη συνέχεια με φορτηγό στη Δουνκέρκη της Γαλλίας κι έπειτα στο καμπ προσφύγων στο Καλαί. Στις 27 Οκτωβρίου, η οικογένεια πνίγηκε, καθώς πραγματοποιούσε την 3η της προσπάθεια να περάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω του σχετικού καναλιού.

Ads

image

image

Αξίζει να σημειωθεί πως, σε σχετικό του ρεπορτάζ τον Οκτώβριο του 2020, το BBC ανέφερε πως η οικογένεια είχε πληρώσει 24,000 ευρώ σε διακινητές. Ο αδερφός του πατέρα της οικογένειας, είπε πως ο αδερφός του είχε πουλήσει τα πάντα, προκειμένου να σώσει τη ζωή του και να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του.

Κάθε χρόνο χιλιάδες Κούρδοι-Ιρανοί πραγματοποιούν παρόμοια ταξίδια, δίνοντας τον έλεγχο της ζωής τους αλλά των οικογενειών τους σε διακινητές.

Γιατί όμως θέλουν συγκεκριμένα να φτάσουν στο Ηνωμένο Βασίλειο; Ο Mark Easton, σημειώνει στο BBC, πως αυτό συμβαίνει για πολλούς λόγους. Αρχικά, για ιστορικούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται και με την αποικιοκρατία, στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν κοινότητες κυριολεκτικά από κάθε μέρος της γης, οπότε πολλοί μετανάστες συνήθως έχουν κάποιον συγγενή ή φίλο εκεί, όπως συνέβη και με την ιστορία που εξετάζουμε. Επιπλέον, τα αγγλικά είναι μια διεθνής γλώσσα, η οποία διδάσκεται σε σχολεία σε όλο τον κόσμο, κι αυτό είναι κάτι που κάνει το συγκεκριμένο μέρος ελκυστικότερο από άλλα.

Τέλος, υπάρχουν και περιπτώσεις όμως, που οι μετανάστες ξεγελιούνται από τους διακινητές, σχετικά με πώς είναι πραγματικά η ζωή στο Ηνωμένο Βασίλειο, δημιουργώντας στο μυαλό τους μια λανθασμένη εικόνα.

Ένας πρόσφυγας, ο οποίος κατάφερε να περάσει το κανάλι λίγες εβδομάδες πριν, και βρίσκεται τώρα στο Λονδίνο, ισχυρίζεται πως γνώριζε την οικογένεια, λέγοντας πως ζούσαν μαζί στο Καλαί, και πως οι διακινητές πίεζαν την συγκεκριμένη οικογένεια να ταξιδέψει. Ο ίδιος θεωρεί πως, αν διέθεταν περισσότερα χρήματα, για να απευθυνθούν σε έναν πιο ακριβό διακινητή, πιθανώς σήμερα να ζούσαν.

Όσο για τον μικρό Αρτίν, ανέφερε πως πέρναγε χρόνο μαζί του στο καμπ, καθώς παίζανε συχνά μαζί. Περιγράφοντας την οικογένεια, επεσήμανε πως αποφάσισε να φύγει από την περιοχή που έμενε στο Ιράν, προκειμένου να βρει ένα ασφαλές μέρος, αφού οι Κούρδοι εκεί είναι μια διωκόμενη μειονότητα. «Ήλπιζαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Σίβα είχε πολλά όνειρα για τα παιδιά της. Ήθελε να λάβουν ένα καλό επίπεδο εκπαίδευσης στα σχολεία της περιοχής, και μετά να πάνε στο πανεπιστήμιο».

Η οικογένεια, σύμφωνα με τον ίδιο, ήθελε να κατευθυνθεί προς τη Βρετανία, γιατί κατάλαβε πως αφότου έφυγε από το Ιράν, και περνώντας από Τουρκία και Γαλλία, ήταν ουσιαστικά άστεγη, και θεωρούσε πως αν περνούσε το κανάλι προς το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση για πολύ.

Ωστόσο, η κατάσταση με τους διακινητές ήταν περίπλοκη. Στο Καλαί οι διακινητές ήταν Κουρδο-Ιρανοί, ενώ στη γειτονική Δουνκέρκη πολλοί ήταν Κουρδο-Ιρακινοί, και χρησιμοποιούσαν διαφορετικά συστήματα. Γενικότερα, όσοι πρόσφυγες διέθεταν περισσότερα χρήματα, είχαν προφανώς πρόσβαση σε περισσότερες παροχές, αλλά και σε μεγαλύτερη ασφάλεια. Όσοι δεν είχαν λεφτά αλλά ήθελαν να ταξιδέψουν, δούλευαν για λίγο καιρό για χάρη των διακινητών.

Η οικογένεια του Αρτίν, προσέγγισε έναν από τους διακινητές για να την οδηγήσει σε ένα ασφαλές πέρασμα, ωστόσο την απέρριψε γιατί δεν είχε αρκετά χρήματα. Συγκεκριμένα, του προσέφερε 5 χιλιάδες ευρώ για όλη την οικογένεια, αλλά δεν ήταν αρκετά.

Το αποτέλεσμα ήταν η οικογένεια να απευθυνθεί σε έναν πιο φθηνό διακινητή, ο οποίος όμως τους ανάγκασε να ταξιδέψουν με ακατάλληλες καιρικές συνθήκες. Ειδικότερα, πολλοί διακινητές έχουν έναν «κανόνα»: ότι δεν ταξιδεύουν όταν τα κύματα ξεπερνούν τα 10 με 20 εκατοστά. Εκείνη τη νύχτα τα κύματα έφταναν τα 70 εκατοστά, με αποτέλεσμα πολλοί να μην επιχειρήσουν καν να περάσουν.

Ο φίλος της οικογένειας, είπε στο Guardian, πως ο διακινητής τους απείλησε, λέγοντάς τους πως αν θέλουν να περάσουν, πρέπει να ταξιδέψουν τώρα, αλλιώς θα χάσουν την ευκαιρία, ενώ τα χρήματά τους δε θα τα έπαιρναν πίσω σε καμία περίπτωση.

Οι τελευταίες δηλώσεις του είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικρατεί : «Αν εμείς, ως αιτούντες άσυλο, δεν έχουμε κάποια νόμιμη οδό για να φτάσουμε σε ένα ασφαλές μέρος, τότε θα επιλέξουμε να το κάνουμε παράνομα, γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή. Αυτό αναγκάστηκε να κάνει και η οικογένεια που πνίγηκε».

Όπως αναφέρει το Arab News
, οι Κούρδοι στο Ιράν, οι οποίοι ανέρχονται περίπου στα 12 εκατομμύρια, αντιμετωπίζουν συστηματική καταπίεση και ζουν υπό ένα καθεστώς οικονομικής ανισότητας. Οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία, έχει καταγγείλει πως Κούρδοι δημοσιογράφοι, ακτιβιστές και πολίτες έχουν υποστεί βασανιστήρια, ακόμη και εκτελέσεις από το καθεστώς, ενώ άλλοι έχουν εξαφανιστεί. Επίσης, πολλές φορές οι δίκες εις βάρος τους δεν είναι καθόλου δίκαιες, ούτε ανοιχτές.

Το πέρασμα από το συγκεκριμένο κανάλι αποτελεί ένα μεγάλο ζήτημα για τη Βρετανική πολιτική. Πριν λίγους μήνες δημοσιεύθηκε μια έρευνα, η οποία αναφέρει πως, από το 1999, σχεδόν 300 αιτούντες άσυλο, από τους οποίους 36 ήταν παιδιά, έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν από εκεί.

Ο Maël Galisson, ο οποίος είναι μέλος μιας υπηρεσίας για αιτούντες άσυλο στη Γαλλία και συνέβαλε στην έρευνα, ευελπιστεί να δώσει σε κάθε άνθρωπο που έχασε τη ζωή του, μια ταυτότητα και μια ιστορία, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, σημείωνε ο Guardian.