Πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν η Άνγκελα Μέρκελ διεκδικούσε την τέταρτη θητεία της στην γερμανική καγκελαρία και την «ισοφάριση» του πολιτικού έπους του Κόνραντ Αντενάουερ και του Χέλμουτ Κολ, το BBC της απέδιδε τον τίτλο «η επιτήδεια επιζήσασα». Kι o Economist εξηγώντας τα συστατικά αυτής της τέχνης της πολιτικής επιβίωσης, τα συμπύκνωνε σε τρεις άξονες:  Πρόταγμα η ηθική αντί της ιδεολογίας, άσκηση πολιτικής δια της αντίδρασης στα γεγονότα αντί του οραματισμού και προγραμματισμού, και αποστασιοποίηση από τα θερμά μέτωπα αντί της άμεσης εμπλοκής. ‘Η άλλως, εκεί που χάθηκαν οι πολιτικές και ιδεολογικές άγκυρες, εμφανίστηκε ο Μερκελισμός ως παγκόσμιο πλέον πολιτικό μοντέλο.

Ads

Κατά ειρωνικό τρόπο, το ερώτημα που έθετε και πάλι ο Economist ήταν εάν αυτό το μοντέλο αρκούσε για να αφήσει την παρακαταθήκη που απαιτούσε η παγκόσμια συγκυρία από την τέταρτη, ιστορική θητεία της καγκελαρίου: Να κατοχυρώσει την ισχύ και τον ρόλο της Γερμανίας σε ένα οικονομικό σύμπαν που αλλάζει ταχύτατα και να δικαιώσει το χρίσμα που έδωσε στην Άνγκελα Μέρκελ ο Ομπάμα – τον ρόλο του “εγγυητή” του ελεύθερου κόσμου στην εποχή του τραμπισμού .

Δεκατρείς μήνες μετά, οι απαντήσεις έχουν μάλλον δοθεί. Και δεν είναι ούτε με την πλευρά της Μέρκελ ούτε με εκείνη του ελεύθερου κόσμου, όπως τουλάχιστον τον εννοούσε ο Ομπάμα. Μετά από μια πύρρειο νίκη στις περσινές ομοσπονδιακές εκλογές και δύο συντριπτικές ήττες τον τελευταίο μήνα στις τοπικές κάλπες της Βαυαρίας και της ´Εσσης, χθες η ´Ανγκελα Μέρκελ προανήγγειλε ουσιαστικά την αποχώρησή της. Διότι, μπορεί να διαμηνύει ότι θα παραμείνει καγκελάριος έως τη λήξη της θητείας της το 2021, η ανακοίνωση όμως ότι δεν θα διεκδικήσει ξανά την ηγεσία του CDU στο συνέδριο του Δεκεμβρίου, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την αρχή του τέλους. Το ίδιο είχε πράξει άλλωστε και ο προκάτοχός της, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, όταν τον Φεβρουάριο του 2004 εγκατέλειψε την προεδρία του SPD και παρέμεινε καγκελάριος έως τον Νοέμβριο του 2005. Τότε, ως επικεφαλής της αντιπολίτευσης, η Μέρκελ μιλούσε για «απώλεια πολιτικής νομιμοποίησης» και για «την αρχή του τέλους του Σρέντερ».

Το δικό της τέλος πάντως, θέλει να τη γράψει με τους δικούς της όρους. «Αποφάσισα να επιτρέψω στη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση να προετοιμάσει τη διαδοχή μου», ήταν η χαρακτηριστική χθεσινή της δήλωση. Και για του λόγου το αληθές, η πρώτη υποψηφιότητα που ανακοινώθηκε για τη διαδοχή της στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών ήταν εκείνη της Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, της γενικής γραμματέως του CDU που η ίδια η Μέρκελ είχε τοποθετήσει και αποτελεί πρόσωπο της απόλυτης επιρροής της.

Ads

Τίποτα όμως δεν είναι πλέον δεδομένο και εγγυημένο – ούτε καν, η εξάντληση της θητείας της στην καγκελαρία. Με την υποψηφιότητα-σφήνα του Γενς Σπαν, του 38χρονου Χριστιανοδημοκράτη που οι θέσεις του στο προσφυγικό παραπέμπουν σε εκείνες του ´Ορμπαν, με την εθνικιστική ακροδεξιά να εφορμά όχι μόνον στην πολιτική σκηνή του Βερολίνου αλλά και στην απρόβλεπτη μάχη των ευρωεκλογών του Μαίου, και με την ίδια την Μέρκελ  να έχει προ πολλού υποκύψει στην σκληρή ατζέντα του Ζέεχοφερ και των Χριστιανοκοινωνιστών κυβερνητικών εταίρων της, η καγκελάριος μπορεί και να έχει ήδη ξοδέψει όλο το πολιτικό κεφάλαιο της «επίμονης επιζήσασας».

Εν ολίγοις, ο Μερκελισμός έχει ήδη ηττηθεί κι απλώς αναζητείται το υστερόγραφο. Ισως γιατί η Μέρκελ έχτιζε τον μύθο της πάντοτε εκ του ασφαλούς και πάντοτε εκ των υστέρων. Γιατί υπέγραψε την εποχή της «ήρεμης, γερμανικής ευδαιμονίας» κεφαλαιοποιώντας απλώς την πολιτική του Σρέντερ, των χαμηλών επιτοκίων και της αυτόματης ευμάρειας. Γιατί έγινε η εγγυητής της συνοχής και της διάσωσης της ευρωζώνης, αφού προηγουμένως η ίδια είχε αφήσει να ανοίξει η κερκόπορτα του Grexit και του μη αμετάκλητου του ευρώ. Γιατί ακόμη και η πιο «αριστερή» στιγμή του, ιδεολογικά ευλύγιστου, πολιτικού βίου της, το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων στους πρόσφυγες, έγινε και πάλι εκ του ασφαλούς και με ασπίδα το σφράγισμα του Διαδρόμου των Βαλκανίων.

Κι ίσως ακόμη διότι, όπως λέει ο αναλυτής της Eurasia, Ιαν Μπρέμεν, «η Μέρκελ αντιλήφθηκε μεν ότι πρέπει να αντιμετωπίσει ένα παγκόσμιο έλλειμμα ηγεσίας, αλλά δεν ήταν έτοιμη, και δεν μπορούσε, να γίνει η ίδια παγκόσμια ηγέτης»…