Ένα πολύπλοκο «παζλ» οικονομικών συμφερόντων και γεωπολιτικών ανταγωνισμών, με πρόσχημα την «ασφάλεια» και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και με φόντο τις εξαιρετικά πιθανές απειλές για τη δημόσια υγεία, συνιστά η υπόθεση της ανάπτυξης των δικτύων κινητής τηλεφωνίας 5ης γενιάς (5G networks), η εμπλοκή του κινεζικού κολοσσού της Huawei σε αυτά, η επιθετική εμπορική τακτική των ΗΠΑ και η άρνηση του Βερολίνου να ακολουθήσει την Ουάσιγκτον στην αντιπαράθεσή της με το Πεκίνο.

Ads

Το 5G υπόσχεται πως θα είναι εκατό φορές πιο γρήγορο από το 4G, επιτρέποντας την εφαρμογή νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, από τη διαδικτυακή διασύνδεση του αυτοκινήτου μας, μέχρι την είσοδο της λεγόμενης «επαυξημένης» ή «ενισχυμένης» πραγματικότητας στην καθημερινή ζωή. Τα όρια μοιάζουν απεριόριστα, όπως και τα προσδοκώμενα κέρδη των μεγάλων μονοπωλιακών, πολυεθνικών ομίλων του κλάδου, ωστόσο, το «μήλο» σε αυτόν τον ψηφιακό «παράδεισο» πιθανόν να είναι το κόστος στην υγεία.

Ήδη από το 2017, γιατροί και επιστήμονες κυκλοφόρησαν το «5G Appeal», ένα ψήφισμα που καλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναστείλει τις ενέργειες που αφορούν τα δίκτυα 5G, μιλώντας για τις επικείμενες επιπτώσεις τους στην υγεία, όπως ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου, οι αλλαγές στις αποκρίσεις των κυττάρων στο άγχος και οι γενετικές βλάβες. Μέχρι τώρα, πάνω από 250 προσωπικότητες έχουν υπογράψει το συγκεκριμένο ψήφισμα. Τον περασμένο Μάρτιο η υπουργός Περιβάλλοντος των Βρυξελλών, Σελίν Φρεμό, ανέστειλε την ανάπτυξη ενός δικτύου 5G λόγω της αβεβαιότητας για τις επιπτώσεις του στην υγεία. Παράλληλα, το Μάιο, μια διαδήλωση στην Βέρνη της Ελβετίας κατάφερε να αποτρέψει την εγκατάσταση κεραιών δικτύου 5G σε ορισμένους δήμους.

Αν όμως οι δημοτικές αρχές δεν φαίνονται πρόθυμες να συμμεριστούν τον ενθουσιασμό των «προφητών» του νέου τεχνολογικού «Ελντοράντο», τα κράτη εμφανίζονται προθυμότατα για το αντίθετο, με μόνο μέλημά τους την καλύτερη θέση στην κούρσα του ανταγωνισμού. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκή Ένωσης σε ό,τι αφορά την κινεζική «αδημονία» να τρέξει πρώτη τη νέα τεχνολογία, η γερμανική κυβέρνηση εμφανίζεται έτοιμη να εφαρμόσει νέες απαιτήσεις ασφάλειας που όμως δεν ορίζουν σαφή όρια – όπως το θέτει η ανάλυση του Foreign Policy – για την Huawei και την επίσης κινεζική ZTE που προμηθεύουν τεχνολογία στα γερμανικά δίκτυα 5ης γενιάς.

Ads

Η Huawei είναι ο κορυφαίος κατασκευαστής εξαρτημάτων για τα ασύρματα κυψελωτά δίκτυα και ήδη πρωτοπορεί στον διεθνή ανταγωνισμό για την εφαρμογή του 5G. Σε μια προσπάθεια να δώσουν χρόνο στις δικές τους εταιρείας να ανακάμψουν, ΗΠΑ και ΕΕ προσπαθούν να φρενάρουν την Huawei, προβάλλοντας προσχηματικές «ανησυχίες» ότι η Κίνα θα χρησιμοποιήσει την εταιρεία για συλλογή πληροφοριών και για σαμποτάρισμα, ουσιαστικά, των δικτύων κινητής τηλεφωνίας σε όλο τον κόσμο.

Οι νέοι γερμανικοί κανονισμοί βρίσκονται στο στάδιο της διαβούλευσης και, σύμφωνα με το δημοσίευμα, υπάρχει η ισχυρότατη πιθανότητα, η Huawei να συνεχίσει να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην πιο σημαντική αγορά τηλεπικοινωνιών της Ευρώπης. Ωστόσο, η συζήτηση στη Γερμανία για το μέλλον των δικτύων της 5G δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η γερμανική απροθυμία να συμβάλλει σε ένα κοινό «μέτωπο» για τον περιορισμό της επιρροής των κινεζικών εταιρειών, είναι ενδεικτική της ευρύτερης προσέγγισης του Βερολίνου έναντι της Κίνας και αντικατοπτρίζει δύο πτυχές αυτής της προσέγγισης: Τον φόβο μιας οικονομικής ύφεσης που θα μπορούσε να πλήξει τη γερμανική οικονομία και τις σοβαρές διαφωνίες στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης για τη στάση που θα πρέπει να έχει η χώρα έναντι της Κίνας. Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ μοιάζει πρόθυμη στο να αποφύγει τον παραγκωνισμό του Πεκίνου σχεδόν με κάθε κόστος και είναι εξίσου πρόθυμη να αντιμετωπίσει της άμεσες ανησυχίες για τη γερμανική οικονομία ως πρώτη προτεραιότητα έναντι των μακροπρόθεσμων συμφερόντων (στρατηγικής, ασφάλειας, αλλά και οικονομικών), ακόμη και έναντι των συμφερόντων της ΕΕ στο σύνολό της.

Ο παράγοντας Deutsche Telekom

Μέχρι στιγμής, η συζήτηση για τα 5G στη γερμανική κυβέρνηση έχει περιοριστεί στο επίπεδο της γραφειοκρατίας, η οποία έχει αναλάβει το πρακτικά ανεφάρμοστο καθήκον να βρει τεχνική λύση σε ένα πολιτικό πρόβλημα. Φυσικά, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, η πολιτική διαχείριση βρίσκεται πολλά βήματα πίσω από τις εμπορικές συμφωνίες. Όσο λοιπόν στο Βερολίνο συζητάνε, στη Βόννη, όπου εδρεύουν οι γερμανικές υπηρεσίες που «τρέχουν» τη διαδικασία για το 5G, το Ομοσπονδιακό Γραφείο για την Ασφάλεια Πληροφοριών (BSI) όσο και η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύου (BNetzA), συνεργάζονται ήδη με τους Κινέζους. Το BSI συνεργάζεται με την Huawei, πολύ πριν κάποιος στο Βερολίνο αρχίσει να ενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες της ασφάλειας του δικτύου. Η Huawei παρείχε πρόσβαση στην τεχνολογία της και ακόμη και στον πηγαίο κώδικα για τις δοκιμές του BSI και άνοιξε ένα εργαστήριο ασφαλείας στη Βόννη τον περασμένο χρόνο, ώστε να «επιτρέψει», όπως το έθεσε η ηγεσία του  BSI, «βαθύτερες τεχνικές ανταλλαγές μεταξύ της Huawei και του BSI για τις προκλήσεις της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο».

Η Βόννη φιλοξενεί επίσης την έδρα της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής εταιρείας τηλεπικοινωνιών, της Deutsche Telekom, η οποία ασκεί τεράστια πίεση στο Βερολίνο, δεδομένων των μεγάλων συμφερόντων της στο ζήτημα της Huawei, καθώς πάνω από το 50% του δικτύου της στην Γερμανία, αποτελείται ήδη από εξοπλισμό της Huawei. Το σχέδιο της εταιρείας είναι να συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με τον κινεζικό προμηθευτή για την ανάπτυξη του 5G, το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει δοκιμαστικά σε επιλεγμένες γερμανικές πόλεις, όπως το Βερολίνο και το Μόναχο. Πιο απλά, εάν η Huawei «βγει από τη μέση» θα διακυβεύονταν οι προοπτικές τεράστιων κερδών για την Deutsche Telekom.

Το BSI και η BNetzA είναι υπεύθυνοι για τη συνολική αναθεώρηση των κριτηρίων ασφαλείας για τα δίκτυα 5G. Η γερμανική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι κανένας προμηθευτής δεν θα αποκλειστεί με βάση αποκλειστικά την προέλευσή του και συνεχίζει να τηρεί αυτή την προϋπόθεση. Αυτή ήταν και η αρχική θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά με σιωπηρή αναγνώριση των «προκλήσεων» που θέτει το μοντέλο διακυβέρνησης και το νομοθετικό και δικαστικό «περιβάλλον» στην Κίνα ακόμη και για τις φερόμενες ως ιδιωτικές εταιρείες. Έτσι η ΕΕ δημοσίευσε μια εκτίμηση επικινδυνότητας που κατέστησε άκρως σαφή αυτή τη στάση.

Ο ρόλος της Γερμανίας σε αυτή τη διαδικασία είναι κρίσιμος. Η γερμανική κυβέρνηση θέλει, σύμφωνα με το δημοσίευμα, να θέσει πρότυπα που δεν ανταποκρίνονται στις «εύλογες» προκλήσεις ασφάλειας και οικονομικών ανησυχιών που προκύπτουν σε ολόκληρη την Ευρώπη για προμηθευτές όπως η Huawei. Όταν τεθεί σε πλήρη ισχύ η απαγόρευση συνεργασίας εταιρειών των ΗΠΑ με την Huawei, θα φανεί ο βαθμός στον οποίο τα μέτρα του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ θα επηρεάσουν την Κίνα.

Προς το παρόν, άλλες ευρωπαϊκές χώρες υιοθέτησαν μια πολύ πιο λεπτή προσέγγιση αφήνοντας περισσότερα περιθώρια ελιγμών. Το κοινοβούλιο της Σουηδίας, για παράδειγμα, ψήφισε ένα νόμο που θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2020 και θα αφήσει την τελική λήψη αποφάσεων στον οργανισμό πληροφοριών και τις ένοπλες δυνάμεις, οι οποίοι μπορούν να αναλάβουν την ταχυδρομική και τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία για λόγους εθνικής ασφάλειας, όταν πρόκειται για άδειες εκμετάλλευσης ραδιοφωνικών δικτύων. Το κοινοβούλιο αποφάσισε να ορίσει τα 5G και τα υφιστάμενα ραδιοδίκτυα ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας, ακριβώς για να μπορεί να ελεγχθεί ο κινεζικός προμηθευτής. Αυτή δεν είναι μια οριστική και απευθείας απαγόρευση συνεργασίας με τους Κινέζους, αλλά μια «αναγνώριση του σύνθετου προβλήματος ασφάλειας», όπως το θέτει «κομψά» το δημοσίευμα.

Το γερμανικό κοινοβούλιο θα μπορούσε να απαιτήσει να έχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του νομικού περιβάλλοντος γύρω από το 5G, τον οποίο μέχρι τώρα ήταν απρόθυμο να επιδιώξει. Αν δεν το κάνει, είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι το Βερολίνο θα συνεχίσει την σημερινή προσέγγισή του, αποφεύγοντας δύσκολες επιλογές, αποξενώνοντας τους συμμάχους του και, κυρίως, αποδυναμώνοντας τη γενική θέση της Ευρώπης όσον αφορά την Κίνα.

Εκτός αν πρόκειται για επιλογή, σε μια ΕΕ που κάνει ό,τι μπορεί, με κάθε ευκαιρία, ότι είναι πολλών ταχυτήτων…