Η προαιώνια διαμάχη που υπέβοσκε ανάμεσα στη Μόσχα και στην Κωνσταντινούπολη σχετικά με την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο, οδήγησε στο πρόσφατο “Ορθόδοξο Σχίσμα”. Με αφορμή την αναγνώριση από το Φανάρι της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας και Πασών των Ρωσιών, που συνεδρίασε για πρώτη φορά στην ιστορία εκτός Ρωσίας  στο Μινσκ της Λευκορωσίας, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κυρίλλου, αποφάσισε να διακόψει κάθε δεσμό και επικοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, απαγορεύοντας ρητά στους Ρώσους ορθόδοξους να εκκλησιάζονται κλπ. σε ναούς και προσκυνήματα, που ανήκουν στην άμεση εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Φαναρίου. Οι επιπτώσεις αυτού του “ορθόδοξου σχίσματος” είναι και θα είναι μεγάλες και θα φανούν σε όλη τους την έκταση στο κοντινό μέλλον.

Ads

Για όσους γνωρίζουν την ιστορία κατανοούν φυσικά πως το διακύβευμα αυτής της ενδο-ορθόδοξης διαμάχης δεν είναι μόνο τα εκκλησιαστικά πρωτεία στους κόλπους του ορθόδοξου κόσμου. Υποκρύπτουν αυτοκρατορικές -ή, αν προτιμάτε, μετα-αυτοκρατορικές- φιλοδοξίες για μια “παγκόσμια μεσσιανική αποστολή” της Ρωσίας, ως “αυθεντικής και μοναδικής” κοιτίδας μιας βυζαντινο-σλαβο-ορθόδοξης κληρονομιάς, απέναντι στην οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρείται βασικός ανταγωνιστής.

Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991), του “κομμουνιστικού μπλοκ” και των αντίστοιχων καθεστώτων, μέσα σε μερικούς μήνες η Ρωσική Ομοσπονδία βρέθηκε κυριολεκτικά μόνη της και περιορισμένη στα σύνορα που είχε επί Μεγάλου Πέτρου, δηλαδή λίγο πάνω από 17.000.000 τ.χλμ. (αντί για τα 22.400.000 τ.χλμ. της ΕΣΣΔ). Μέσα σε τόσο λίγο χρόνο και χωρίς πόλεμο η Μόσχα έχασε τον έλεγχο που είχε σε όλες σχεδόν τις εδαφικές κατακτήσεις του 18ου, 19ου και 20ου αιώνα με αντίστοιχες πληθυσμιακές και οικονομικές απώλειες. Προσπαθώντας να ανασυνθέσει για άλλη μια φορά έναν συνεκτικό γεωπολιτικό χώρο και να αποκτήσει κάποιον έλεγχο στο “Εγγύς Εξωτερικό” της (δηλαδή στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ), όπου διαβιούσαν, ως μειονότητες πλέον, πολυάριθμοι Ρωσικοί πληθυσμοί, η Μόσχα στράφηκε και πάλι προς την Ρωσική Ορθοδοξία, που ήταν θεμελιωμένη σ’ έναν αυτοπροσδιορισμό κληρονομημένο από τον Βυζαντινό μεσσιανισμό και οικουμενισμό.

Το Πατριαρχείο της Μόσχας, ως θεσμός που συνέδεε τη σημερινή Ρωσία με εκείνη των Τσάρων και κατ’ επέκταση με τη Βυζαντινή κληρονομιά, επιφορτίστηκε και πάλι με την αναβάπτιση της Ρωσίας σ’ αυτή τη παραδοσιακή “μεσσιανική αποστολή”, η οποία περιλαμβάνει και την προστασία και καθοδήγηση των απανταχού Ορθοδόξων, που από την πλευρά τους θα πρέπει να αναγνωρίσουν τη Μόσχα ως “Τρίτη Ρώμη” και κέντρο της παγκόσμιας Ορθοδοξίας. Και σε αυτή την αποστολή το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης θεωρείται ο βασικότερος αντίπαλος, διότι ιστορικά και παραδοσιακά έχει τα πρωτεία στον Ορθόδοξο κόσμο -κάτι που αμφισβητείται εδώ και αιώνες από τη Μόσχα.

Ads

Μόσχα: Η “Τρίτη Ρώμη”

Ως γνωστόν ο Ρωσικός αυτοπροσδιορισμός στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: Πρώτον στη σύγκρουση με τη μουσουλμανική Ανατολή και την Ασία γενικότερα. Δεύτερον στην αντιπαλότητα απέναντι στη Δύση (αντι-δυτικισμός) και στον Καθολικο-Προτεσταντικό κόσμο. Και τρίτον στο μύθο της Μόσχας ως “Τρίτης Ρώμης”. Αυτός προήλθε μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453) στους  Τούρκους, την παρακμή και εξαφάνιση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που καθιστούσε τη Ρωσία ως το μόνο ελεύθερο ορθόδοξο κράτος στον κόσμο, έστω κι αν εκείνη την εποχή η Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε αρχικά υπό την εξουσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η Μόσχα ως “Τρίτη Ρώμη” προστάτευε τη “μια και μοναδική, αληθινή ορθόδοξη πίστη” απέναντι στον “αιρετικό” Καθολικισμό και Παπισμό, καθώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν “εν αιχμαλωσία” σε μια πόλη υπό τουρκο-μουσουλμανικό ζυγό. Άλλωστε αρκετοί Ρώσοι θεωρούσαν από τότε την πτώση του Βυζαντίου ως “θεία τιμωρία” επειδή ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας είχε συμφωνήσει την ένωση με τη Ρώμη και την υποταγή στον Πάπα, προκειμένου να λάβει βοήθεια από τη Δύση για να αντιμετωπίσει την τουρκική επέκταση. Απώτερος στόχος της Μόσχας ως “Τρίτης Ρώμης” δεν ήταν μόνον η διαφύλαξη της Ορθοδοξίας από τους πολιτικο-θρησκευτικούς εχθρούς που την πολιορκούσαν, αλλά και η επέκταση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, διαδόχου της Βυζαντινής, ώστε να εξασφαλιστεί ο τελικός θρίαμβος της ορθόδοξης πίστης. Αυτό το  ρωσικό μείγμα βυζαντινοορθόδοξης παγκοσμιότητας με πιο ρεαλιστικούς γεωπολιτικούς στόχους, όπως η απελευθέρωση όλων των υπόδουλων ορθόδοξων λαών, ακόμη και της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, καθόριζε την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο  Πόλεμο.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η Τσαρική Ρωσία, η οποία το 1914 είχε φτάσει στο απόγειο της επέκτασής της (22.000.000 τ.χλμ.) κατέχοντας στα δυτικά την Πολωνία και τη Φιλανδία και φτάνοντας ανατολικά ως την Κορέα και τον Βερίγγειο πορθμό, μπήκε στο παιχνίδι των συμμαχιών του Α’ Π. Πόλεμου με βασικό στόχο, όχι μόνον να κυριεύσει και να προσαρτήσει την ανατολική Μικρά Ασία και τον Πόντο, αλλά κυρίως να προβεί σε “ορθόδοξη ανακατάληψη” της Κωνσταντινούπολης και των Στενών, αναλαμβάνοντας δηλαδή και επίσημα όλη τη βυζαντινο-ορθόδοξη αυτοκρατορική κληρονομία, σε συνδυασμό με μια γεωπολιτική εξακτίνωση που θα της έδινε την πολυπόθητη πρόσβαση στις “θερμές θάλασσες” (Μεσόγειος).

Αν δεν συνέβαινε η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), που ανέτρεψε το Τσαρικό καθεστώς και ανέκοψε την αχαλίνωτη ως τότε εδαφική επέκταση της Μόσχας, η Κωνσταντινούπολη (Τσάριγκραντ στα Ρωσικά, που σημαίνει “Πόλη του Αυτοκράτορα”) και τα Στενά θα αποτελούσαν πιθανώς σήμερα τμήμα μιας αχανούς Ρωσικής αυτοκρατορίας, με την οποία Ελλάδα θα συνόρευε στη Θράκη, αποτελώντας ουσιαστικά δορυφόρο της. Σε μια τέτοια περίπτωση το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης είτε θα είχε καταργηθεί και περιπέσει σε επίπεδο μητρόπολης, είτε -το πλέον πιθανόν- θα είχε γίνει κυρίως Ρωσικό και σλαβο-ορθόδοξο και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα ήταν Ρώσος ή κάποιος που θα ευλογούσε τον Ρώσο αυτοκράτορα (ή πρόεδρο) και θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και την “παγκόσμια αποστολή” της Μόσχας.

Άθως: Ένα ορθόδοξο “Μήλο της Έριδας”

Ενδεικτική της επεκτατικής πολιτικής (εδαφικής αλλά και εκκλησιαστικής) αποτελεί η στάση που κρατούσε η Ρωσία απέναντι στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”, το Άγιο Όρος, στα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι το 1914. Τότε η πολυάριθμη ρωσική μοναστική παρουσία στη χερσόνησο του Άθω, κυρίως μέσω του τεράστιου ρωσικού μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονα στη δυτική ακτή αλλά και του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές, χρησιμοποιούνταν ως εργαλείο επεκτατικής πολιτικής στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. Οι Ρώσοι μοναχοί στον Άθω είχαν πλησιάσει τότε στους 2.000 εγείροντας εύλογες ανησυχίες για εκρωσισμό, τόσο δημογραφικό, όσο πολιτικο-οικονομικό, της μοναστικής πολιτείας.

Εκτός από το τεράστιο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, με τη μεγαλύτερη καμπάνα στον ορθόδοξο κόσμο -δώρο του ίδιου Τσάρου Νικόλαου- στον Άθω δημιουργήθηκαν ρωσικά νοσοκομεία και ξενώνες, που εφοδιάζονταν κατευθείαν από τη Ρωσία, εγείροντας υποψίες τότε πως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως βάση για το ρωσικό στόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Η απελευθέρωση και ενσωμάτωση του Αγίου Όρους στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της νικηφόρας έκβασης των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13), αλλά κυρίως η έναρξη του Α’ Π. Πολέμου (1914) και η Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), ανέκοψαν τον κύμα εκρωσισμού και η ισορροπία αποκαταστάθηκε προς όφελος των ελληνικών μοναστηριών και του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι το 1991 το τεράστιο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα υπέπεσε σε παρακμή και όταν το επισκέφθηκα για πρώτη φορά το 1988, όταν ακόμη υπήρχε η ΕΣΣΔ, το μοναστήρι αυτό ήταν μια σκιά του αλλοτινού ένδοξου εαυτού του, με άδειες και ερειπωμένες πτέρυγες, όπου φώλιαζαν κάργιες, και με μια ολιγάριθμη αδελφότητα Ρώσων και Ουκρανών μοναχών.

Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το μοναστήρι, που ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα, έχει ανακατασκευαστεί πλήρως με τη στήριξη της Μόσχας και με δωρεές πλούσιων Ρώσων ολιγαρχών. Η ρωσική μοναστική αδελφότητα περιλαμβάνει τουλάχιστον 60 άτομα, που έχουν όλα και την ελληνική ιθαγένεια. Οι συχνές επισκέψεις μελών τη ρωσικής ελίτ, ακόμη και του ίδιου του Πούτιν, που συνοδεύτηκαν από δωρεές και έργα ύψους 200 εκ. ευρώ σε όλο τον Άθωνα, αποτέλεσαν άλλη μια προβολή της προαιώνιας επιθυμίας της Μόσχας να τεθεί επικεφαλής όλων των ορθοδόξων, υποκρύπτοντας γεωπολιτικές υστεροβουλίες. Το Άγιο Όρος αποτελεί το σύμβολο και την κορωνίδα της διαμάχης του Ρωσισμού με τον Ελληνισμό για την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο. Μετά τη διακοπή των σχέσεων και δεσμών της Μόσχας με το Φανάρι, με αφορμή το θέμα της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας που ήταν αναθεματισμένη και σχισματική για τη Μόσχα, η Ρωσική Εκκλησία εξέδωσε απαγόρευση στους πιστούς της να επισκέπτονται και να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μοναστήρια του Άθωνα και φυσικά να μη προσφέρουν καμία δωρεά σε αυτά, ειδικά οι Ρώσοι μεγιστάνες. Αυτό όμως δε σημαίνει πως θα εγκαταλείψουν και τα μακρόπνοα σχέδια τους για διείσδυση στην “Κιβωτό της Ορθοδοξίας”.

Ένα “Ελληνο-Αγγλοσαξωνικό” Πατριαρχείο

Από την πλευρά του το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το μοναδικό θεσμικό κατάλοιπο της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας, εκτός από τα πρωτεία στο χώρο της ορθοδοξίας, αποτελεί και τον κύριο άξονα αναφοράς του ελληνο-ορθόδοξου στοιχείου παγκοσμίως. Το Πατριαρχείο, που διατήρησε τα προνόμια του κατά την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντιστάθηκε στην έξαρση των εθνικισμών του 19ου αιώνα και είδε το ποίμνιο του να συρρικνώνεται, ενώ υπέστη και διώξεις από τις οθωμανικές και μετέπειτα τουρκικές αρχές. Σήμερα  εκτός από τους περίπου 10.000 εναπομείναντες Ελληνο-ορθόδοξους της Τουρκίας, κυρίως σε Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Ίμβρο, στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του ανήκουν το Άγιο Όρος, τα Δωδεκάνησα, η Κρήτη και η Κύπρος, καθώς και όλη ελληνορθόδοξη διασπορά -το λεγόμενο “Γένος”, όπως χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από το Πατριαρχείο και έχει θρησκευτική και πολιτιστική διάσταση (όχι όμως φυλετική), σε αντιδιαστολή με το νεωτερικό Έθνος, που έχει σαφέστατα πολιτική διάσταση.  

Υπολογίζεται ότι πάνω από 7.000.000 Ελληνο-ορθόδοξοι ζουν σήμερα εκτός Ελλάδας και Κύπρου. Απ’ αυτούς σχεδόν το 75% ζει σε αγγλόφωνες χώρες (ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Μεγάλη Βρετανία). Από τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς σημαντικότερη είναι η ελληνοαμερικανική κοινότητα (3.500.000 ή το 50% της ελληνικής διασποράς), που αποτελεί ένα από τα πλέον δυναμικά κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας και τμήμα πλέον της ελίτ της χώρας. Οι Ελληνοαμερικανοί έχουν τεράστια πολιτική αξία για την Ελλάδα καθώς επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση της πολιτικής της σημερινής πλανητικής υπερδύναμης, προωθώντας παράλληλα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος (Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά, Μακεδονικό, Βαλκάνια). Το ακόμη πιο ενθαρρυντικό όμως είναι -μάλιστα μετά τις τελευταίες φανατικές κορώνες των ελλαδιτών Ιεραρχών- ότι σε θρησκευτικό επίπεδο η διασπορά αυτή δεν ανήκει στην εθνική Εκκλησία της Ελλάδας αλλά τελεί κάτω από την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που, έχοντας σχεδόν 5.000.000 πιστούς σε αγγλόφωνες χώρες, μεταμορφώθηκε σ’ ένα “ελληνο-αγγλοσαξωνικό” Πατριαρχείο, σύμφωνα με την έκφραση του Γάλλου γεωπολιτικού Φρανσουά Τουάλ.

Από αυτή την άποψη οι σχέσεις του Φαναρίου με την Ουάσιγκτον είναι πολύ πιο ζωτικές και στενές, σε σύγκριση με τη Μόσχα, διότι στις ΗΠΑ βρίσκεται πλέον και η πλειονότητα των πιστών του. Η Ουάσιγκτον επίσης αναγνωρίζει την οικουμενικότητα και τη πρωτοκαθεδρία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης στον ορθόδοξο κόσμο και το υποστηρίζει σε πολλά επίπεδα π.χ. στο ζήτημα του ανοίγματος της θεολογικής σχολής της Χάλκης, αλλά και απέναντι στην αυθαιρεσία των τουρκικών αρχών. Οι ΗΠΑ θέλουν να δουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ηγείται του ορθόδοξου κόσμου και όχι το Πατριαρχείο της Μόσχας. Αυτό αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή της Ουάσιγκτον και σαφέστατα συνετέλεσε στο να ωθήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αγνοήσει τις απειλές της Μόσχας και να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας, απομακρύνοντας την ακόμη περισσότερο από την επιρροή της Μόσχας και φέρνοντας την εγγύτερα προς τη Δύση. Γι’ αυτό και η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας σημείωσε με νόημα πως “το Οικουμενικό Πατριαρχείο για πολιτικούς λόγους άλλαξε την θέση του”, υπονοώντας πως είτε υπέκυψε στις αμερικανικές παραινέσεις είτε προωθεί ένα είδος “ορθόδοξου παπισμού”. Σε κάθε περίπτωση αυτή η ρήξη και το σχίσμα θα έχει πολλές και μακροπρόθεσμες συνέπειες, που δεν μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε στην παρούσα φάση.

Τι μέλλει γενέσθαι;

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσική Ομοσπονδία που αναδείχθηκε ως ο βασικός γεωπολιτικός κληρονόμος της, προώθησε έναν Ρώσικο αυτοπροσδιορισμό, ο οποίος βασιζόταν κυρίως στην αναζωογόνηση της Ορθοδοξίας. Ειδικότερα, όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν ανέλαβε (το 2000) την ηγεσία αυτής της απέραντης πολυεθνικής χώρας, ανάμεσα στα άλλα παλινόρθωσε και τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο ρόλο του οδηγού και φύλακα του ρωσικού έθνους, το οποίο και υποτίθεται πως προστάτευε απέναντι στις διαβρωτικές Δυτικές επιρροές. Ταυτόχρονα, αυτή η νέα Ρωσία επέδειξε κι έναν ολοένα και μεγαλύτερο αυταρχισμό απέναντι στους μη Ρώσους (π.χ. Ουκρανούς, μουσουλμάνους κ.ά.), ενώ άσκησε μια ενεργή και επεκτατική πολιτική προστασίας των Ρωσικών μειονοτήτων που κατοικούσαν στο λεγόμενο “Εγγύς Εξωτερικό” (στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ).

Βασικός στόχος ήταν να διασφαλιστεί τη Ρωσο-ορθόδοξη πρωτοκαθεδρία σε μια αχανή πολυεθνική χώρα, που ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό της μεγάλη δύναμη με “παγκόσμια αποστολή”. Άλλωστε η ρωσική Ορθοδοξία θεωρούσε την ίδια ως συστατικό στοιχείο της σημερινής και μελλοντικής Ρωσίας. Συμπερασματικά η σημερινή Ρωσία του Πούτιν φαίνεται πως ακολουθεί το δρόμο ενός νέου αυταρχισμού, με θρησκόληπτες τάσεις απομονωτισμού απέναντι στη Δύση, βασικό εργαλείο της οποίας αποτελεί το Πατριαρχείο της Μόσχας. Η ρήξη με την Κωνσταντινούπολη, με αντικείμενο την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο, δεν έχει μόνον πνευματικούς και εκκλησιαστικούς σκοπούς αλλά υποκρύπτει γεωπολιτικές υστεροβουλίες και επεκτατικά “μεσσιανικά οράματα” από τα οποία η Μόσχα ουδέποτε απαλλάχθηκε.

* Ο Γιώργος Στάμκος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.