Σε αναδιάταξη του χάρτη και των γεωπολιτικών σφαιρών επιρροής στη Συρία καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, οδηγεί σε βάθος χρόνου η απόφαση Τραμπ για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το συριακό έδαφος.

Ads

Η γεωπολιτική, ως γνωστόν, απεχθάνεται το κενό. Σε περίπτωση που υλοποιηθεί η αμερικανική απόφαση κατά τους επόμενους μήνες, ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργηθεί “κενό εξουσίας” στη βορειανατολική Συρία, καθώς είναι σαφές πως οι Κούρδοι και το YPG (Μονάδες Αυτοπροστασίας του Λαού) δεν είναι σε θέση να διατηρήσουν μόνοι τους τον έλεγχο στην τεράστια περιοχή που έχουν απελευθερώσει από τον ISIS -εννοείται με τη βοήθεια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους- ανατολικά του Ευφράτη. Η περιοχή αυτή, υπόψιν, δεν κατοικείται μόνον από Κούρδους (περίπου 10% του πληθυσμού της Συρίας), αλλά και από Σύριους σουνίτες Άραβες και άλλες μειονότητες π.χ. Ασσύριους κ.ά.

 

Οι “μνηστήρες” της βορειοανατολικής Συρίας
 

Ads

Τον έλεγχο αυτής της περιοχής, που είναι πλούσια σε πετρελαϊκά κοιτάσματα και υδάτινους πόρους, επιζητεί να ανακτήσει το καθεστώς Άσαντ και εμμέσως η Ρωσία, η οποία δεν θα ήθελε με τίποτε να εμπλακεί σ’ ένα τέλμα τύπου Αφγανιστάν, αλλά να κερδίσει γεωπολιτική επιρροή με το λιγότερο δυνατόν κόστος.
 

Την ίδια περιοχή εποφθαλμιά και η Τουρκία, προκειμένου να δημιουργήσει μια “ζώνη ασφάλειας” κατά μήκος των νοτίων συνόρων της, ώστε να αποτρέψει τη δημιουργία μιας αυτόνομης κουρδικής πολιτικής οντότητας, που θα επιδράσει διαλυτικά στην όποια νομιμοφροσύνη συνεχίζουν να επιδεικνύουν οι πολυάριθμοι Κούρδοι της νοτιοανατολικής Τουρκίας προς την Άγκυρα. Γι’ αυτό δεν διστάζει να προβεί σε εθνοκάθαρση, όπως έκανε με τον κουρδικό θύλακα του Αφρίν, στη βορειοδυτική Συρία.
 

Μόσχα και Άγκυρα επιχείρησαν να δημιουργήσουν μια ζώνη αποκλιμάκωσης και γύρω από την Ιντλίμπ, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, και αυτό ήταν μια ατυχής “πρόβα τζενεράλε” για να την επαναλάβουν και στις περιοχές που ελέγχουν σήμερα οι Κούρδοι της Συρίας.
 

Ζωτικό ενδιαφέρον για την τύχη της ίδιας περιοχής επιδεικνύει και το Ιράν, που είναι μια ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή. Η Τεχεράνη διεκδικεί τη δική της γεωπολιτική σφαίρα επιρροής, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό και στην εργαλειακή αξιοποίηση της παρουσίας σιιτικών πληθυσμών στο Ιράκ, στη Συρία και στο Λίβανο, οι οποίοι της επιτρέπουν να οραματίζεται έναν “μεσογειακό διάδρομο” από το Ιράν μέχρι τις μεσογειακές ακτές της Συρίας, όπου και πλειοψηφεί ο σιιτικός κλάδος των Αλαουϊτών.
 

Έντονο ενδιαφέρον για την τύχη των ίδιων περιοχών, που ελέγχουν σήμερα οι Κούρδοι, διατηρεί και το Ισραήλ, το οποίο εκλαμβάνει τους Κούρδους ως “πλευρική δύναμη” απέναντι στον αραβικό εθνικισμό, στις ιρανικές βλέψεις και στις τουρκικές φιλοδοξίες για περιφερειακό ρόλο στη Μέση Ανατολή.
 

Ενδιαφέρον, τέλος, διατηρεί και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία επιθυμεί όχι μόνον τον τερματισμό των πολεμικών συγκρούσεων στη Συρία, που αποτελούν την κύρια αιτία “εξαγωγής προσφύγων” προς την Ευρώπη, αλλά και να αποτρέψει την διαφαινόμενη προσφυγοποίηση του κουρδικού στοιχείου της Συρίας. Κι επίσης να μην επιτρέψει στη Ρωσία και στο Ιράν, να εδραιώσουν την επιρροή τους επί του συνόλου του συριακού εδάφους, και να απειλήσουν στη συνέχεια την εύθραυστη σταθερότητα του Λιβάνου, του Ιράκ κι ενδεχομένως της Ιορδανίας και της Σαουδικής Αραβίας.

 

Η “θολή” στάση των ΗΠΑ
 

Εξυπακούεται πως αν οι ΗΠΑ αποσύρουν τα στρατεύματά τους (2.500 περίπου) από τη βορειοανατολική Συρία αυτό δε σημαίνει πως θα πάψουν να ενδιαφέρονται για την περιοχή. Ιδιαίτερα εφόσον διατηρούν ακόμη σημαντική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ, ενώ έχουν ζωτικό ενδιαφέρον για την ασφάλεια και τη σταθερότητα του Ισραήλ, της Σαουδικής Αραβίας και των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Κόλπου. Γι’ αυτό θα προσπαθήσουν να επηρεάσουν και να καθορίσουν τις όποιες εξελίξεις.
 

Με την Τουρκία να έχει ανακοινώσει σε όλους τους τόνους πως είναι έτοιμη να καταλάβει την πόλη Μανμπίτζ, δυτικά του Ευφράτη, την οποία ελέγχουν οι Κούρδοι της Συρίας, η Ουάσιγκτον είναι αναγκασμένη να μη δράσει σπασμωδικά, ώστε να αποτρέψει αρνητικές προς τα συμφέροντά της εξελίξεις. Έχει ανακοινώσει δια στόματος Τραμπ πως θα αποσυρθεί και αυτό πιθανότατα θα πράξει. Ειδικά μετά την επίθεση αυτοκτονίας στις 16 Ιανουαρίου 2019, η οποία έλαβε χώρα στην πόλη Μανμπίτζ εναντίον του διεθνούς συνασπισμού του οποίου ηγείται η Ουάσινγκτον και είχε ως αποτέλεσμα 16 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και τέσσερις Αμερικανοί στρατιώτες. Ωστόσο η διακυβέρνηση Τραμπ, καθώς χαρακτηρίζεται από πολλούς ως “αλλοπρόσαλλη”, δεν έχει ανοίξει ακόμη όλα της τα χαρτιά στο Συριακό ζήτημα.

 

Το Ισραήλ ανησυχεί
 

Παρά τον επιχειρούμενο παραγκωνισμό της από τη Ρωσία, το Ιράν και την Τουρκία, οι ΗΠΑ επιθυμούν να έχουν λόγο στις αποφάσεις για την επόμενη μέρα της Συρίας. Για να προστατεύσουν τους Κούρδους συμμάχους, τη θέση τους στο Ιράκ και, κυρίως, την ασφάλεια του Ισραήλ, που δεν μπορούν να αφήσουν μόνο του απέναντι στον άξονα Ιράν-Άσαντ-Χεσμπολάχ. Ειδικά βλέποντας το ανήσυχο Ισραήλ να δρα σπασμωδικά, όπως έγινε με την ισραηλινή πυραυλική επίθεση εναντίον της Συρίας, που έλαβε χώρα στις 21 Ιανουαρίου και είχε ως αποτέλεσμα 21 νεκρούς. Τα ισραηλινά πυραυλικά πλήγματα είχαν στόχους αποθήκες πυραύλων και πυρομαχικών των ιρανικών δυνάμεων και συμμάχων τους κοντά στη Δαμασκό, καθώς και κέντρα της συριακής αντιαεροπορικής άμυνας στα όρια της πρωτεύουσας και στο νότιο τμήμα της χώρας, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ. Το Ισραήλ, παραβιάζοντας για μια ακόμη φορά την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας, έστειλε ένα σαφές μήνυμα πως δεν επιθυμεί ενίσχυση της ιρανικής στρατιωτικής παρουσίας μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από τα σύνορά του. Αυτά τα πυραυλικά πλήγματα ενάντια στη δύναμη Αλ Κουντς των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης, που υποτίθεται έγιναν σε αντίποινα για την εκτόξευση ενός ιρανικού πυραύλου, συγκαταλέγονται στις πιο σοβαρές επιθέσεις που έχει εξαπολύσει το Ισραήλ από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία το 2011.
 

Ήταν κι ένα μήνυμα, με αποδέκτη τις ΗΠΑ, ότι και το Ισραήλ επιθυμεί να έχει λόγο στην επόμενη μέρα της Συρίας, κυρίως για να αποτρέψει την εδραίωση της στρατιωτικής παρουσίας του Ιράν στη χώρα. Αν και δεν έχει εμπλακεί άμεσα στο πόλεμο στη Συρία το Ισραήλ επιθυμεί να καθίσει στο “τραπέζι των νικητών” και -το λιγότερο που θα απαιτήσει- είναι η νομιμοποίηση της προσάρτησης των υψωμάτων του Γκολάν, τα οποία κατέλαβε από τον Πόλεμο του 1967, πριν από 52 χρόνια, και τα οποία θεωρεί ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια του καθώς και για την εξασφάλιση των υδάτινων πόρων του καθώς εκεί πηγάζει και ο ποταμός Ιορδάνης, που αποτελεί τη βασικότερη πηγή πόσιμου νερού για όλο το Ισραήλ. Οι ΗΠΑ στέκονται ευνοϊκά απέναντι σε αυτή την επιδίωξη του Ισραήλ αλλά, αν αναγνωρίσουν κάτι τέτοιο, θα είναι και η πρώτη αναγνώριση αλλαγής διεθνών συνόρων, γεγονός που θα ανοίξει τους “ασκούς του Αιόλου” όχι μόνον στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε όλο τον κόσμο, με τη Ρωσία να είναι η πρώτη που θα επωφεληθεί από μια τέτοια εξέλιξη.

 

Ο απολογισμός του συριακού πολέμου
 

Εν κατακλείδι, η επόμενη ημέρα στο περίπλοκο ψηφιδωτό της Συρίας, όπου διαπλέκονται και αντιπαρατίθενται τα γεωπολιτικά συμφέροντα των σημαντικότερων δυνάμεων του πλανήτη μας καθώς και μια σειρά υπολογίσιμων περιφερειακών παικτών, δεν θα μοιάζει με περίπατο αλλά περισσότερο με μια μακρόχρονη πορεία μέσα σε ναρκοπέδιο. Η ίδια η Συρία άλλωστε είναι, στο μεγαλύτερο τμήμα της, ένας σωρός από ερείπια.

Η χώρα βίωσε μια άνευ προηγουμένου καταστροφή με μισό εκατομμύριο νεκρούς, 9,5 εκατομμύρια εκτοπισμένους στο εσωτερικό της χώρας και περίπου 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες στο εξωτερικό. Ο πληθυσμός της Συρίας από 23 εκατομμύρια (συμπεριλαμβανομένων των προσφύγων από το Ιράκ και την Παλαιστίνη που ζούσαν στη χώρα) το 2011 έπεσε στα 18 εκατομμύρια το 2018, παρά τη συνεχιζόμενη δημογραφική αύξηση. Η οικονομία της βρίσκεται στο 1/4 από το σημείο που ήταν πριν την έναρξη του πολέμου.

Οι περισσότερες υποδομές της έχουν καταστραφεί. Απαιτείται διεθνής βοήθεια της τάξεως τουλάχιστον των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο και μόνο για να φθάσει στο προπολεμικό επίπεδο και να καταστεί δυνατή η επιστροφή ενός σημαντικού τμήματος των Σύρων προσφύγων. Κάτι τέτοιο όμως είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες, ακατόρθωτο. Το πιο πιθανό είναι η Συρία της επόμενης ημέρας από τη νίκη κατά του ISIS να αποτελέσει ένα αποτυχημένο μεταπολεμικό κράτος φυλάρχων, σεκτών και μήλον της έριδας αντικρουόμενων γεωπολιτικών συμφερόντων, όπως είναι άλλωστε και η σημερινή Λιβύη. Θα έχει μετατραπεί σε μια νέα “πυριτιδαποθήκη” της Μέσης Ανατολής.

Η λεγόμενη “αραβική άνοιξη” έφερε ένα μακροχρόνιο “αραβικό χειμώνα”.