Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει προβεί σε αξιολόγηση των οικονομικών επιπτώσεων της προσπάθειάς της να μειώσει κατά δύο τρίτα τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του έτους, που αποτελεί το πρώτο βήμα του σχεδίου της ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ για την πλήρη εξάλειψη των ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών μέχρι το 2027.

Ads

Αυτό υποστήριξε εκπρόσωπος της ΕΕ στο Euractiv, αναφέροντας πως αντ’ αυτού, η Ένωση διεξήγαγε μια «προσομοίωση» στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της, η οποία εξετάζει τον αντίκτυπο μιας απότομης διακοπής των εισαγωγών οποιουδήποτε ρωσικού φυσικού αερίου.

«Σε σύγκριση με μια απότομη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, μια σταδιακή μείωση κατά 2/3 θα ήταν πολύ πιο ομαλή, καθώς οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα είχαν το χρόνο να προετοιμαστούν και οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν κρίσιμες υποδομές για εναλλακτικές εισαγωγές», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.

Την ίδια ώρα, οι επιχειρήσεις παραμένουν ανήσυχες για τις επιπτώσεις της απόφασης το επόμενο διάστημα.

Ads

«Η ισχυρή βούληση και το σχέδιο της Επιτροπής της ΕΕ να διακόψει την ροή χρημάτων προς τη Ρωσία μέσω ενός ενεργειακού εμπάργκο δεν θα περάσει αμαχητί από τις επιχειρήσεις», δήλωσε στο EURACTIV Γερμανίας ο Μαρκ Σ. Τένμπιγκ, εκτελεστικός διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (DMB).

Ακόμη και αν βρεθεί εναλλακτική λύση για τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ένα εμπάργκο φυσικού αερίου «δεν θα οδηγήσει μόνο σε σημαντικές πρόσθετες επιβαρύνσεις για τη γερμανική οικονομία βραχυπρόθεσμα, αλλά και σε απαιτήσεις αποζημίωσης από την πλευρά των επιχειρήσεων», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον Τένμπιγκ, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα έως το τέλος του 2022 αποτελεί ευσεβή πόθο.

Επιπλέον, κι άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίας είναι πιθανό να πληγούν ακόμη περισσότερο. Για παράδειγμα, η επιβράδυνση της ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ιταλίας θα είναι πιο εμφανής από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω των ενεργειακών και οικονομικών δεσμών της χώρας με τη Μόσχα, δήλωσε ο Επίτροπος Οικονομίας και πρώην πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι στην ιταλική τραπεζική ένωση (ABI) στη Ρώμη τη Δευτέρα.